ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Ὁ καθένας μας ἔχει τήν τάση νά μεγαλοποιεῖ τόν ἑαυτό του, νά φτιάχνει μία
φανταστική εἰκόνα γιά τόν ἴδιο. Φαντάζεται ὅτι εἶναι κάποιος, ὅτι ἔχει φτάσει
κάπου. Προσδίδει στόν ἑαυτό του στοιχεῖα πού δέν ἔχει, ἀλλά θά ἤθελε νά ἔχει.
Ταυτίζεται μέ κάτι πού δέν εἶναι. Κατασκευάζει ὁ ἄνθρωπος τή δική του ἀρετή, τή
δική του ἁγιότητα. Αὐτό λέγεται ἰδεατή εἰκόνα.
Περισσότερο ἤ λιγότερο, ὅλοι μας ἔχουμε πλάσει μία ἰδεατή εἰκόνα γιά τόν
ἑαυτό μας. Ἔτσι θεωροῦμε ὅτι εἴμαστε ἔξυπνοι, ἱκανοί, τίμιοι, ὄμορφοι, δυνατοί,
ἅγιοι. Βλέπουμε τόν ἑαυτό μας, ἔτσι ὅπως θά θέλαμε νά εἶναι. Ἀφήνουμε τήν
πραγματικότητα καί τόν εἰδωλοποιοῦμε. Ὅμως ἡ ἰδεατή εἰκόνα εἶναι καθαρά
ἐγωισμός. Εἶναι ὁ φανταστικός ἑαυτός μας. Πιστεύουμε σέ ἕνα ψέμα, σέ κάτι
ἀνύπαρκτο.
Πῶς μποροῦμε νά καταλάβουμε ἐάν ἔχουμε γιά τόν ἑαυτό μας μιά ἰδεατή
εἰκόνα; Ὅταν κάποιος μᾶς ἀδικεῖ καί ἐμεῖς ἀντιδροῦμε, στενοχωριόμαστε,
ξεσποῦμε, αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχουμε πιαστεῖ ἀπό μία φανταστική εἰκόνα γιά τόν
ἑαυτό μας. Σέ τέτοιες περιπτώσεις ξεσκεπαζόμαστε καί φαίνεται ποιοί πραγματικά
εἴμαστε. Γιατί ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι ἔχουμε φτάσει σέ μεγάλα μέτρα
πνευματικότητας, ὅτι εἴμαστε σχεδόν ἅγιοι. Ὅταν ὅμως οἱ ἄλλοι δέν μᾶς φερθοῦν
καλά, μᾶς ὑποτιμήσουν, δέν μᾶς δώσουν σημασία, τότε θά ὀργιστοῦμε, θά
ἀνησυχήσουμε καί θά διαπιστώσουμε ὅτι τελικά δέν εἴμαστε αὐτό πού νομίζουμε
καί πού προσπαθοῦμε νά ἀποδείξουμε. Ὁ πραγματικά ἅγιος ὅσο κι ἄν ἀδικηθεῖ,
ὅσο κι ἄν συκοφαντηθεῖ, δέν θά ταραχθεῖ καθόλου. Ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι κάτι,
δέν περιμένει νά τόν ἀναγνωρίσουν. Δέν νοιάζεται γιά τέτοια πράγματα.
Πῶς δημιουργεῖται
Ἡ ἰδεατή εἰκόνα δημιουργεῖται μέσα μας, ἐξαιτίας τοῦ ἀνταγωνισμοῦ καί τῆς
σύγκρισης μέ τούς ἄλλους. Θέλει κανείς νά φτάσει τόν ἄλλο, νά γίνει ὅμοιός του ἤ
νά τόν ξεπεράσει. Δέν τοῦ ἀρέσει ὁ ἑαυτός του, ἔτσι ὅπως εἶναι. Δέν δέχεται τόν
ἑαυτό του. Δέν μπορεῖ νά συμβιβαστεῖ μέ τήν πραγματικότητά του. Ἔτσι, γιά νά
αἰσθάνεται ἄνετα ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, πρέπει νά παριστάνει τόν ἀνώτερο.
Προσπαθεῖ νά ἐπιβεβαιώσει τήν ὕπαρξή του ἀνάμεσα στούς ἄλλους, μέ τό νά τούς
ἀνταγωνίζεται. Δέν μπορεῖ νά εἶναι μέ τόν πραγματικό του ἑαυτό. Δέν ταπεινώνεται
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δέν ἀφήνεται στό θέλημά Του.
Θεωρεῖ τόν ἑαυτό του πολύ σπουδαῖο ἄνθρωπο, ἀνώτερο ἀπό τούς ἄλλους. Τοῦ
ἀρέσει νά καμαρώνει τόν ἑαυτό του καί νά τόν κολακεύουν οἱ ἄλλοι. Δέν ἀντέχει νά
μήν τόν τιμοῦν, νά μήν ἀσχολοῦνται μαζί του καί νά μήν εἶναι ἀντικείμενο
θαυμασμοῦ. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐνῶ φαίνεται πρᾶος καί ταπεινός καί ἤρεμος, εἶναι
ἀγύριστο κεφάλι καί οὖτε δέχεται παρατηρήσεις.
Ὅταν συνειδητοποιεῖ ὅτι δέν εἶναι αὐτό πού νομίζει, ἀλλά κάτι ἄλλο, ἀντί νά
ταπεινωθεῖ, πέφτει σέ μελαγχολία. Ἤ προσπαθεῖ ὅσο τό δυνατόν πιό γρήγορα νά
καλύψει τήν ἀπόσταση καί νά γίνει αὐτό πού θέλει. Μέ τρόπο ὅμως ἐγωιστικό, γι’
αὐτό καί ἀγχώνεται χωρίς νά καταφέρνει τίποτα στό τέλος.
[2]
Ἡ ψυχή αὐτή περνάει ἕνα μαρτύριο. Γιατί ἀπό τή μιά βλέπει κανείς μέσα του
πάθη καί ἐλαττώματα καί ἀπό τήν ἄλλη, ἀντί νά ταπεινωθεῖ, προσπαθεῖ νά
κρατήσει τόν ἑαυτό του ψηλά, νά διατηρήσει τήν ἰδεατή αὐτή εἰκόνα, γι’ αὐτό καί
ὑποφέρει.
Κι ἐνῶ ὁ ἴδιος φαντάζεται πράγματα γιά τόν ἑαυτό του καί δέν συνειδητοποιεῖ
τήν πλάνη του, οἱ ἄλλοι δίπλα του ἀντιλαμβάνονται τήν ψεύτικη ἰδέα πού ἔχει γιά
τόν ἑαυτό του.
Ἀρνητικές ἐπιπτώσεις
Ἡ ἰδεατή εἰκόνα εἶναι ἕνα κατασκεύασμα, εἶναι κάτι πού δέν ὑπάρχει. Τό
φτιάχνει κάποιος γιά τόν ἑαυτό του. Καί αὐτό ἐπηρεάζει ὅλη τή συμπεριφορά του.
Ὁ ἄνθρωπος ἀποδιοργανώνεται πλήρως. Δέν μπορεῖ νά βρεῖ ἄκρη μέ τόν ἑαυτό
του. Δέν ξέρει τί θέλει, τί τοῦ συμβαίνει, δέν βρίσκει πουθενά ἀνάπαυση. Δέν εἶναι
σέ θέση νά βλέπει τά λάθη καί τά ἐλαττώματά του. Μάλιστα τά θεωρεῖ ὡς ἀρετές.
Ζεῖ μέσα σέ μία φαντασία.
Ἡ ἰδεατή εἰκόνα κατατρώγει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀφαιρεῖ τή ζωντάνια
καί τή δυναμικότητα. Τοῦ ἀφαιρεῖ τήν ὄρεξη νά ἀγωνιστεῖ.
Διώχνει τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί γεννάει μέσα στόν ἄνθρωπο ἐγωισμό,
ὑπερηφάνεια, ἀλαζονεία, σκληροκαρδία.
Δέν βοηθᾶ καθόλου τόν ἀγωνιζόμενο Χριστιανό νά προοδεύσει πνευματικά. Ὅσο
καί νά προσεύχεται, ὅσο καί νά νηστεύει, ὅσο μεγάλο ἀγώνα κι ἄν κάνει, τελικά δέν
καταφέρνει τίποτα. Ποτέ δέν θά φθάσει σέ μιά καλή πνευματική κατάσταση.
Ἐγκλωβισμένος στήν ἰδεατή του εἰκόνα, ζωντανεύει, ἀντί νά νεκρώνει, τόν παλαιό
ἄνθρωπο μέσα του. Καί ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι λίγο ἀκόμα ἀγώνα χρειάζεται καί θά
γίνει ἅγιος. Δέν ταπεινώνεται, γιά νά τόν ἐλεήσει ὁ Θεός.
Ἐνῶ ὁ ταπεινός ἄνθρωπος, πού ἔχει συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καί τῶν
ἀδυναμιῶν του, ἑλκύει τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί διαρκῶς προχωρεῖ πνευματικά.
Ἡ ἰδεατή εἰκόνα εἶναι διάβολος. Εἶναι μιά ἀρρωστημένη κατάσταση. Πρέπει
λοιπόν νά εἴμαστε ἀποφασισμένοι νά γκρεμίσουμε αὐτό τό εἴδωλο μέσα μας. Νά
μήν πιστεύουμε αὐτό πού ἔφτιαξε τό μυαλό μας. Νά μετανοήσουμε εἰλικρινά
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Νά ταπεινωθοῦμε καί νά μήν ἔχουμε μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό
μας. Τέλος, νά ζητήσουμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς βοηθήσει καί νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη
μόνο σέ Αὐτόν. Αὐτός θά μᾶς φτιάξει ἀληθινούς ἀνθρώπους.