Αναμνήσεις από τον μακαριστό γέροντα Θεόφιλο

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΟΣΙΟ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ” ΑΠΡΙΛΙΟΥ :

 

Οἱ ὑπερήλικες ἀδελφές της Αδελφότητας “ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ ” γυρνοῦν 60 καί 70 χρόνια πίσω καί σκιαγραφοῦν τήν μορφή τοῦ Γέροντα Θεοφίλου, καταθέτοντας τίς ἀναμνήσεις τους.

 

Ἀδ. Χρυσούλα: Κάποτε οἱ Κατηχητές εἶχαν ὀργανώσει γιορτή καί ἐμεῖς μέσα σέ μιά μέρα πουλήσαμε 800 εἰσιτήρια! Ὅλο το χωριό σέ συναγερμό! Στό θέατρο ἔπαιζαν τόν πατέρα καί τόν γιό ὁ κ. Θεόδωρος Ζησόπουλος μέ τόν π. Γερβάσιο Ραπτόπουλο. Ἕνα ὑπέροχο θέατρο. Ὅλο τό χωριό, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Θεσσαλονίκης, γιά πολλούς μῆνες εἶχε νά μιλάει γιά τήν παράσταση αὐτή.

Τό μόνο πού δέν μᾶς εὐκόλυνε καθόλου στό χωριό ἦταν πού δέν εἴχαμε Αἴθουσα. Καί ὅλα τά Κατηχητικά γίνονταν στόν νάρθηκα τοῦ ναοῦ. Σκεφτήκαμε τότε ἀπό μόνες μας, ἐμεῖς οἱ μικρές, ὄχι τά μεγαλύτερα κορίτσια, νά χτίσουμε Αἴθουσα! Ἦταν δυνατόν; Κι ὅμως, τά ἀδύνατα τά κάναμε δυνατά. Παρόλο πού ἤμασταν παιδιά στήν Ἕκτη Δημοτικοῦ, μαζί μέ τά μεγαλύτερα ἀγόρια, πού σέ ἄλλο τμῆμα τά ἔκανε Κατηχητικό ὁ κ. Ζησόπουλος, πηγαίναμε στόν κάμπο καί κάναμε πλιθιά, γιά νά κάνουμε Αἴθουσα! Τότε τά τοῦβλα ἦταν ἀκριβά, δέν μπορούσαμε νά ἀγοράσουμε. Καί πράγματι, τό πετύχαμε. Οἱ γονεῖς μας ἔχτισαν τήν Αἴθουσα καί μᾶς παρέδωσαν τά κλειδιά.

Στό χωριό εἴχαμε ἕνα ἐργοστάσιο, πού δούλευαν τό χαμομήλι. Παρακαλέσαμε τόν Διευθυντή καί κάθε Κυριακή μᾶς ἔπαιρνε νά δουλέψουμε. Τά ἡμερομίσθια, 18 δραχμές, τά μαζεύαμε ὅλες καί κάναμε τά παράθυρα καί τήν πόρτα τῆς Αἴθουσας. Καί ἡ μεγάλη χαρά μας ἦταν αὐτή.

Οἱ γονεῖς μας μᾶς ἔλεγαν: «Μά, τί σᾶς πότισαν; Δέν ἤσασταν ἔτσι». Ὅταν τό λέγαμε στόν Κατηχητή μας, μᾶς ἔλεγε νά ἀπαντοῦμε καί νά λέμε: «Μᾶς πότισαν τό κρασί πού πίνουν οἱ Ἄγγελοι καί μεθοῦν στόν οὐρανό!». Οἱ γονεῖς μας ἀποροῦσαν, ἀλλά μᾶς χαίρονταν κιόλας. Αὐτόν τόν ἐνθουσιασμό, αὐτή τήν ἐνέργεια, τά ἐκτιμοῦσαν καί τά χαίρονταν. Ἦταν καί θρησκευτικοί ἄνθρωποι τότε.

Τόσο πολύ μᾶς ἕνωσε, μᾶς καλλιέργησε ὁ κ. Ζησόπουλος, πού πήραμε τήν ἀπόφαση νά ἀφιερωθοῦμε, δέν θέλαμε νά χωρίσουμε μεταξύ μας σέ ὅλη μας τήν ζωή. Ὅταν τοῦ τό εἴπαμε, μᾶς ἀπάντησε: «Εἶστε πολύ μικρές!». Ἤμασταν Ἕκτη Δημοτικοῦ. «Παιδιά, ἐσεῖς θά κάνετε τόν πνευματικό σας ἀγώνα. Ὁ Θεός ξέρει τήν ἐπιθυμία σας καί κάποτε, ἄν εἶναι θέλημά Του, θά ἐκπληρώσει αὐτή τήν ἐπιθυμία». Καί ἀκόμα μᾶς εἶπε: «Σᾶς συνιστῶ κάθε ἀπόγευμα στίς 6 μ.μ. νά προσεύχεστε γιά τά μελλοντικά σας σχέδια». Ἐμεῖς δέν εἴχαμε ρολόγια καί τέτοιες πολυτέλειες. Ἀλλά κάθε μέρα στίς 6 μ.μ. περνοῦσε ἀπό τό χωριό ἕνα τρένο, πού πήγαινε πρός Εἰδομένη. Μόλις ἀκούγαμε τό τρένο πού περνοῦσε, παρατούσαμε τά πάντα. Καί τρέχαμε νά προσευχηθοῦμε γιά τά μελλοντικά μας σχέδια!

Ἀδ. Λεμονιά: Μᾶς ἔκανε μαθήματα δυνατά. Νά τά δώσουμε ὅλα στόν Θεό, μᾶς ἔλεγε, καί μάτια καί χέρια καί πόδια. Κι ἐμεῖς λέγαμε: «Ἁγίες θά γίνουμε». Θυμᾶμαι ἔλεγα: «Ἅν γίνω 30 χρόνων, θά γίνω Ἁγία…».

Ἀδ. Χριστίνα: Ἦταν τόσο φλογερός ὁ Πάτερ, πού ‒ὅταν χειροτονήθηκε βέβαια‒ πήγαινε στήν «βόλτα» τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, πού ἦταν ὅλη ἡ νεολαία, νέες καί νέοι, καί ἔξω ἀπό ἕνα κέντρο, ἀνέβαινε πάνω στό τραπέζι καί κήρυττε! Τέτοια φλόγα εἶχαν τά κηρύγματά του, πού ὅλη ἡ «βόλτα» σταματοῦσε. Νέκρα παντοῦ. Ὅλοι μαζεύονταν καί ἄκουγαν τό κήρυγμα.

Ἀδ. Βασιλική: Πολλές φορές ἀκούγαμε ἀπό τούς ἀνθρώπους πού ἄκουγαν τόν λόγο του: «Εἶναι μπουρλοτιέρης! Μιλάει πολύ δυνατά. Τά βάζει μέσα στήν καρδιά μας». Αὐτός ἦταν ὁ κύριος Θεόδωρος Ζησόπουλος, φοιτητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς.

Ἐμεῖς ξεχωρίσαμε ἀπό τά ἄλλα παιδιά καί θελήσαμε νά κάνουμε μιά ἰδιαίτερη ὁμάδα, γιατί ἡ ἐπιθυμία μας ἦταν νά συγκεντρωνόμαστε πιό τακτικά καί νά μᾶς μιλάει περισσότερο γιά τόν Χριστό ὁ Κατηχητής μας. Βέβαια, ἀκόμα δέν ξέραμε τί θέλαμε, ἀλλά ἐπιθυμούσαμε κάτι ἀνώτερο.

Ἀδ. Δήμητρα: Ὁ Θεός, ὅταν θέλει νά βοηθήσει κάποια ψυχή καί νά τήν φέρει κοντά Του, βρίσκει κάποιον ἄνθρωπο γιά νά τό πετύχει αὐτό. Ἐμεῖς στό Πολύκαστρο λαχταρούσαμε νά ἀκούσουμε λόγο Θεοῦ, ἀλλά δέν εἴχαμε Κατηχητή. Μετά τό πρῶτο μάθημα λοιπόν τοῦ κ. Ζησόπουλου, λέω στίς φίλες μου: «Αὐτά τά λόγια τοῦ Κατηχητῆ στήν καρδιά μου μπῆκαν».

Ἀδ. Σοφία: Εἶπα: «Πάτερ, ἐγώ θέλω νά ἀκολουθήσω τήν ἀφιερωμένη ζωή». Χωρίς νά μοῦ μιλήσει κανένας. Ἀπό μόνη μου. Ἄναψε μέσα μου μιά φλόγα. Καί ἡ χαρά μου, ἡ λαχτάρα μου ἦταν ἀπερίγραπτη. Ὁ Πάτερ μοῦ εἶπε ἕνα παράδειγμα: «Κάποιος ὑποσχέθηκε στόν Θεό:

‒ Θεέ μου, ὅ,τι βρῶ μπροστά μου, θά Σοῦ τό ἀφιερώσω.

Καί βρῆκε ἕνα σακούλι μέ καρύδια. Κάθισε, ἔφαγε τά καρύδια. Καί γιά νά δώσει κάτι στόν Θεό, Τοῦ χάρισε τά τσόφλια. Ἐμεῖς ὅμως νά ἀφιερώσουμε στόν Χριστό τά νιάτα μας, ὄχι τά γεράματά μας».

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....