Πριν από 44 χρόνια έφυγε από τη ζωή η Σοφία Βέμπο, η «Τραγουδίστρια της Νίκης» όπως χαρακτηρίστηκε από τον ελληνικό λαό, αφού η φωνή της είχε ταυτιστεί με το ηρωικό Έπος του 1940.
Η Σοφία Μπέμπου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, ήταν μια κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός, που διέγραψε λαμπρή καλλιτεχνική πορεία από την περίοδο του Μεσοπολέμου έως και τη δεκαετία του 1950.
Γεννημένη στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης, το έτος 1910, η Σοφία Βέμπο πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς κι ενώ βρισκόταν σε νηπιακή ηλικία, μαζί με τους γονείς και τα τρία αδέρφια της. Εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Τσαριτσάνη Λαρίσης και κατόπιν στο Βόλο.
Μεγαλώνοντας, ανακάλυψε την κλίση της προς τη μουσική, ενώ στα 23 της, παίρνοντας μαζί την αγαπημένη της κιθάρα, μετεγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, κοντά στον αδερφό της που σπούδαζε στη συμπρωτεύουσα. Εκεί ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία, αλλά η φήμη της δεν άργησε να φτάσει στην πρωτεύουσα, με συνέπεια να δεχθεί πρόταση να εμφανιστεί στο θέατρο του Φώτη Σαμαρτζή. Απαντάει καταφατικά, αφού συμβουλεύτηκε πρώτα τους γονείς της, και στις 25 Οκτωβρίου του 1933 ανεβαίνει στην σκηνή του θεάτρου «Κεντρικόν», στην Αθήνα, συμμετέχοντας στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 33», με τον θίασο Σαμαρτζή-Μηλιάδη. Ακολουθεί μια αλματώδης εξέλιξή της ως καλλιτέχνιδος, αφού συμμετέχει σε πολλές θεατρικές παραστάσεις, σε Ελλάδα και εξωτερικό, και ηχογραφεί τραγούδια που αγαπιούνται από το ευρύ κοινό.
Ήδη, πολύ πριν το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού πολέμου, η Σοφία Βέμπο είχε γνωρίσει την καταξίωση. Καθώς τα σύννεφα του πολέμου σκέπασαν τη χώρα, η φωνή της έμελλε να χαρακτηριστεί «εθνική», καθώς θα ερμήνευε σατιρικά και πολεμικά τραγούδια προς εμψύχωση των Ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο, συγκλονίζοντας το πανελλήνιο. Την ίδια εποχή, σε μία συμβολική πράξη, προσέφερε στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες, ενώ κατά την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα φυγαδεύτηκε μεταμφιεσμένη σε καλόγρια στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχισε να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα.
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, έτος – «σταθμός» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το 1949, όταν απέκτησε τη δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο, το «Θέατρον Βέμπο». Μετά από μακροχρόνιο δεσμό με το Μίμη Τραϊφόρο, παντρεύτηκαν τελικά το 1957. Ήταν ένας δεσμός πολυκύμαντος που διήρκεσε μέχρι το θάνατό της και υπήρξε καταλυτικός για τη μεγάλη ερμηνεύτρια.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 αραίωσε τις θεατρικές εμφανίσεις της, τις οποίες σταμάτησε οριστικά στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Τη βραδιά του Πολυτεχνείου, η Βέμπο άνοιξε το σπίτι της και έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε να παραδώσει όταν η Ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της.
Η Σοφία Βέμπο απεβίωσε σε ηλικία 68 ετών, στις 11 Μαρτίου του 1978, και η κηδεία της μετατράπηκε σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο. Η «Τραγουδίστρια της Νίκης» αποθεώθηκε εκείνη τη μέρα από τον ελληνικό λαό που τη θεωρούσε ηρωίδα του.