Η ιστορία της Ιεράς Μητρόπολης Ιωαννίνων

στορικ στοιχεα τς περιοχς

Ἡ ἱστορία τῆς Μητροπόλεως Ἰωαννίνων εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἱστορία τοῦ τόπου καί, κυρίως, μὲ τὴν πόλη τῶν Ἰωαννίνων τῆς ὁποίας φέρει τὸ ὄνομα.
Ἂν καὶ ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα δὲν μπόρεσε νὰ προσδιορίσει ἐπακριβῶς τὸν χρόνο ἵδρυσης τῆς πόλης τῶν Ἰωαννίνων, ὅσοι ἀπὸ τοὺς παλιοὺς ἐρευνητὲς ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ θέμα αὐτό ὡς χρόνο ἵδρυσης δέχονται τὸν 6ο αἰῶνα.
Στὸ ἔργο του «Περὶ κτισμάτων» ὁ ἱστορικὸς Προκόπιος1 φωτογραφίζει χαρακτηριστικὰ τὴν περιοχὴ τοῦ λεκανοπεδίου τῶν Ἰωαννίνων μὲ τέτοιο τρόπο, ποὺ δύσκολα ἀποκλείεται ἡ περιοχὴ τῆς γιαννιώτικης λίμνης. Διαφωνία ὑπάρχει μεταξὺ τῶν ἱστορικῶν γιὰ τὴ φράση τοῦ Προκοπίου «καὶ νῆσος κατὰ μέσον ἐνέχει καὶ λόφος αὐτὴ ἐπανέστηκε». Ὁρισμένοι2 ταυτίζουν τὴν περιοχὴ μὲ τὸν βράχο τῆς Καστρίτσας3, ὅπου κατὰ τὸν Σωτ. Δάκαρη, πιθανῶς, βρισκόταν ἡ ἀρχαία πόλη Τέκμων4.
Ἀντίθετα, ὁ καθηγητὴς Σωτ. Δάκαρης, Ἐπιμελητὴς Κλασσικῶν Ἀρχαιοτήτων Ἠπείρου, στὴ μελέτη του «Ἰωάννινα, ἡ νεώτερη Εὔροια»5, τοποθετεῖ τὴν ἀρχικὴ πόλη στὸν ἀσβεστολιθικὸ βράχο τοῦ Κάστρου τῶν Ἰωαννίνων.
Ἡ σκέψη αὐτὴ ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ καθηγητῆ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Βόννης, Alfred Philippson. Γράφει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴ βραχώδη αὐτὴ χερσόνησο: «Ἕνας ἀπομονωμένος ἀσβεστολιθικὸς βράχος ξεπετιέται ἀπ’ τὴ νοτιοδυτικὴ ὄχθη τῆς λίμνης σὰν χερσόνησος, ἄλλοτε πάντως νησί, ποὺ μὲ κάποιο πρόχωμα (Damm, Schwemm land)  συνδέθηκε μὲ τὴν ὄχθη»6.
Τὸ ἀρχικὸ ὄνομα τῆς πόλεως δὲν ἀναφέρεται στὸν Προκόπιο. Ἡ ὀνομασία Εὔροια θεωρεῖται ὅτι δόθηκε ἀπὸ τοὺς οἰκιστὲς τῆς νέας πόλεως τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλοι ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς ἐγκαταλελειμμένης θεσπρωτικῆς Εὔροιας, ἡ ὁποία πιθανῶς βρισκόταν στὸ σημεῖο ὅπου σήμερα εἶναι τὸ χωριὸ Γλυκύ.
Ὁ Ernest Honigmann τὸ 1939 ἐξέδωσε τὸν «Συνέκδημο» τοῦ Προκοπίου· στοὺς στίχους 651,3 – 652,7 ἀναγράφονται οἱ πόλεις ποὺ ὑπάγονταν στὴ Μητρόπολη Νικοπόλεως. Ἐδῶ συναντᾶται ἡ Εὔροια ἀλλὰ μὲ νέα μορφή. Στὸ 651,6,7 ὑπάρχει ἡ Εὔροια Ἀκνίου.
Ὅπως ἀπέδειξε καὶ προτείνει ὁ Σωτ. Δάκαρης, σωστότερη γραφὴ εἶναι ἡ Εὔροια Ἀκνίου. Ὁ Ἱεροκλῆς θέλοντας νὰ διαφοροποιήσει τὴ νέα ὀχυρὴ βυζαντινὴ πόλη τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἀπὸ τὴν παλιὰ τὴν ὀνόμασε στὸν «Συνέκδημο» ἐκ νέου Εὔροια καὶ μὲ τὴν παραφθορὰ τῆς λέξης παρουσιάζεται ὡς Εὔροια ἀκνίου. Σύμφωνα μὲ τὸν Σωτ. Δάκαρη, παλαιογραφικὰ καὶ φωνητικὰ ἡ μεταβολὴ αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο.
Ἄν, ὅμως, κάποιος ρίξει μία ματιὰ στὰ Πρακτικά τῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 879 στὴν Κωνσταντινούπολη, θὰ διαπιστώσει ὅτι ἡ καστρόπολη αὐτὴ ἀναφέρεται ὡς Ἰωάννινα. Ἐκεῖ μνημονεύεται ὁ Ζαχαρίας, ἐπίσκοπος Ἰωαννίνης7. Ἑπομένως, ἡ ἀλλαγὴ τῆς ὀνομασίας ἔγινε τὰ ἔτη 550 – 879.
Εἶναι, ἐπίσης, γνωστὲς οἱ γοτθικὲς ἐπιδρομές, ὅπως καὶ ἄλλες ἐπιδρομές, στὰ ἐδάφη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Τὸ ἔτος 551 πιθανολογεῖται ὅτι καταστράφηκε ἡ Δωδώνη καὶ οἱ ἄλλες περιοχὲς τῆς λεκάνης τῶν Ἰωαννίνων. Μαζί, ἴσως, καὶ ἡ πόλη τῆς Καστρίτσας πού, μᾶλλον, ἦταν ἕνα παρηκμασμένο χωριό. Μόνη ἐλπίδα σωτηρίας δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὴ νεοσύστατη ὀχυρώτατη βυζαντινὴ πόλη8.
Ὁ Σωτ. Δάκαρης ἀναφέρει ὅτι οἱ νέοι, πολυαριθμότεροι τῶν κατοίκων, πρόσφυγες ἐπέβαλαν τὸ δικό τους ὄνομα στὴν πόλη ποὺ ἐποίκισαν. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἔγινε ἀπὸ τὸ 550 ὥς τὸ 6609.
Ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦμε στὸν ἰσχυρὸ ἀντίλογο κατὰ τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς πρότασης ποὺ ἀφορᾷ στὴν περιγραφὴ τοῦ Προκοπίου γιὰ τὴν τοποθεσία τῆς Εὔροιας. Ἡ ἀντίδραση ἄρχισε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου  αἰῶνα· ἤδη ἀναφέρθηκαν μερικὰ ὀνόματα10.
Ὁ Ζαγορίσιος ἰατρὸς Ἰ. Λαμπρίδης στὸ ἔργο του «Περιγραφὴ τῆς πόλεως τῶν Ἰωαννίνων», τὸ 1887, ὑποστηρίζει ὅτι στὴ σημερινὴ περιφέρεια τῶν Ἰωαννίνων δὲν ὑπῆρχε καμία ἑλληνικὴ πόλη.
Ὁ William Martin Leake, στὸ ἔργο του «Travels in Northern Greece» τὸ 1835, τοποθετεῖ τὴν Εὔροια στὴν Ἀχερουσία λίμνη, ἡ ὁποία σήμερα ἔχει ἀποξηρανθεῖ. Τὸν ἀκολουθεῖ καὶ ὁ Π. Ἀραβαντινὸς στὸ ἔργο του «Χρονογραφία τῆς Ἠπείρου» τὸ 1856.
Σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρα διαφωνία τοῦ Μητροπολίτη Ἀθηναγόρα σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Ζαχαρία, ἐπισκόπου Ἰωαννίνης. Ἀναφέρει πὼς τέτοια ἐπισκοπὴ ὑπῆρχε καὶ στὴ Μακεδονία. Θέτει δὲ τὸ ἐρώτημα πώς, ἂν ὁ «Ζαχαρίας Ἰωαννίνης» ἐκπροσωποῦσε ὅλη τὴν Παλαιὰ Ἤπειρο, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε διατυπωθεῖ στὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου τοῦ 879 ὡς ἑξῆς: Ζαχαρίας Ἰωαννίνης Παλαιᾶς Ἠπείρου. Καὶ ἐὰν ἐκπροσωποῦσε ὅλη τὴν Παλαιὰ Ἤπειρο, θὰ εἶχε τὴν ἀνάλογη ἐπίσημη θέση. Ἔτσι, θεωρεῖ πὼς ὁ Ζαχαρίας ἀνῆκε σὲ μία παροδικὴ ἐπισκοπὴ τῆς Ἀνατολῆς11.
Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς ὅτι ἡ Εὔροια βρισκόταν στὴν Ἀχερουσία λίμνη διατηρήθηκαν καὶ τὸν 21ο αἰῶνα12 καὶ ἰσχυροποιήθηκαν ὅταν συνδέθηκαν μὲ τὴν ἐπισκοπὴ τῆς Εὔροιας, ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας ἦταν ὁ ἅγιος Δονάτος.
Σχετικὰ μὲ τὸν ἅγιο Δονάτο ὁ Σωτ. Δάκαρης θεωρεῖ ὅτι τὸ 604, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος Ἀλκεσίων ἐξαιτίας ἐπιδρομῆς κατέφυγε στὴν Κασσώπη τῆς Κέρκυρας μεταφέροντας τὸ σκήνωμα τοῦ ἁγίου, ἦταν ἐπίσκοπος τῆς Παλαιᾶς Εὔροιας. Ὅμως, διατηροῦσε μόνο τὸν τίτλο του13.
Πρὸς τὰ τέλη τοῦ 20ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 21ου αἰῶνα, ἡ νεώτερη ἀρχαιολογικὴ ἔρευνα ἔχει νὰ παρουσιάσει σημαντικὰ στοιχεῖα.
Πολλοὶ νεώτεροι ἐρευνητές, μαθητὲς τῶν παλαιῶν δασκάλων, ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ μακρινὸ παρελθὸν τῆς ὄμορφης πόλης μας. Καὶ αὐτὸ ποὺ γίνεται φανερὸ εἶναι ὅτι ὅσο πιὸ πίσω προχωρᾷ κανείς, τόσο ἐμφανέστερη γίνεται ἡ δυσκολία ἐντοπισμοῦ τῆς χρονολογίας ἵδρυσής της καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἱδρυτῶν της.
Ἡ κεντρικὴ ἱστορία τῆς πόλης, ὅπου ἐπικεντρώθηκε καὶ ἡ νεώτερη ἀρχαιολογικὴ ἔρευνα, διαδραματίζεται στὸν χῶρο ποὺ περικλείεται ἀπὸ τὸ σημερινὸ Κάστρο. Ἐκεῖ βρέθηκαν κομμάτια ἀγγείων ἀπὸ τοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους14.
Ἐπίσης, ἀνασκάφθηκαν ἰσχυροὶ ὀχυρωματικοὶ τοῖχοι τῆς ἴδιας περιόδου ποὺ ἀποδεικνύουν ὀχυρώσεις ἰσχυρὲς τουλάχιστον στὸ βράχο τῆς ἀκρόπολης τοῦ Ἀσλᾶν Πασᾶ. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Μολοσσῶν εἶχε ἐπισημανθεῖ ἡ ἀξία τοῦ βράχου. Οἱ Μολοσσοὶ ἵδρυσαν ἐδῶ πόλη, πιθανῶς ὀχυρή. Ἀλλὰ τὰ ρωμαϊκὰ στοιχεῖα τῆς περιοχῆς ἔχουν μεταφερθεῖ ἀπὸ ἐδῶ ἀλλοῦ σὲ μεταγενέστερους χρόνους.
Ἀλλὰ καὶ στὴν περιοχὴ ὅπου εἶναι τὸ Σουφαρὶ Σεράι  ἔχουν βρεθεῖ λείψανα κτηρίου τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων. Πάνω ἀπ’ αὐτὰ ἔχει ἀνασκαφεῖ μεγάλο λουτρὸ τῶν μεσαιωνικῶν χρόνων15.

 

 

Ὀνομασία καὶ ἐτυμολογία

Α) Ὅπως θὰ δοῦμε παρατηροῦνται διάφορες ἀπόψεις τόσο ὡς πρὸς τὴν ὀνομασία τῆς πόλεως, κατὰ περιόδους καὶ ἐρευνητές, ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος.
Ἀπὸ τὸ 879 ἡ πόλη ἀναφέρεται ὡς Ἰωαννίνη (γενικὴ ἑνικοῦ) καὶ σχετίζεται μὲ τὸν ἐπίσκοπο Ζαχαρία, εἶναι δὲ τοπωνύμιο γένους θηλυκοῦ. Τὸν 10ο αἰῶνα στὸ «Τακτικό» τοῦ Λέοντος σοφοῦ ἀναφέρεται ὡς ἐπισκοπὴ Ἰωαννίνων. Τὸ αὐτὸ καὶ τὸν 11ο αἰῶνα. Τὸ 1082 ἀναφέρεται στὴν Ἀλεξιάδα ὡς Ἰωάννινα. Ο Π. Ἀραβαντινὸς τὸ θεωρεῖ ὡς ἀντιγραφικὸ λάθος καὶ τὸ ταυτίζει μὲ τὰ Κάννινα κοντὰ  στὸ Δυρράχιο.
Τὸ 1217 ἢ 1227 ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἰωάννης Ἀπόκαυκος τὴν ὀνομάζει Ἰωάννινα. Τὸν 15ο αἰῶνα στὸ Χρονικὸ τῶν Τόκκων ἀναφέρεται ὡς Ἰωάννινα καὶ Γιάννινα· στόν «Ὁρισμὸ τοῦ Σινᾶν πασᾶ» τὸ 1430, ὡς Ἰωάννινα· τὸ 1519 ὡς Γιάννενα, τὸ 1588 στό «Ὁδοιπορικὸ Πατμίου Μιλοΐτου» ὡς Γιάννενα. Σὲ ξένα χειρόγραφα ἀναφέρονται ὡς Ἰάννινα, Ἰάνενα, Γιάνενα, Γιάννινα ἀπὸ τὸ Ἰταλικὸ Giannina, καὶ στὸν Ἀγγλικὸ τύπο ὡς Yannina16.
Β) Κατὰ τὸν Προκόπιο τὸ ὄνομα προέρχεται ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ  στρατηγοῦ τοῦ Ἰουστινιανοῦ Βελισάριου, Ἰωαννίνη17.
Κατὰ τὰ ἔτη 1427 καὶ 1446 ἡ πόλη ὀνομάζεται Ἰωάννινα18, ἔχουσα ὡς οἰκιστὴ κάποιον Ἰωάννη· εἶναι σαφὲς ὅτι τὸ κείμενο μεταφέρει μία παράδοση τοῦ 15ου αἰῶνα, ἄποψη ποὺ διατηρεῖται ὥς τὸ 154319.
Μία ἄλλη ἄποψη εἶναι ὅτι τὸ ὄνομα προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀραβικὸ Ἀγιὰν ἢ Γιάν (ayan, ayn = μάτι, ὀφθαλμός) καὶ ἦταν κάποιος Σλάβος ἀρχηγὸς ἢ προύχοντας20. Τὸ Ἰωάννινα θεωρεῖται ὡς ἐξελληνισμὸς τοῦ Γιάνινα.
Κυριώτερη εἶναι ἡ ἄποψη αὐτὴ ποὺ θεωρεῖ ὅτι τὸ τοπωνύμιο προέρχεται ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, ἀφοῦ ὥς τὸ 1617 Ναὸς ἢ Μονὴ ἀφιερωμένη στὸν ἅγιο βρισκόταν στὴν κορυφὴ τοῦ βράχου στὰ δυτικὰ τῆς πόλης (δυτικὸς βράχος), ὅπου ἀργότερα ἀνεγέρθηκε τὸ τέμενος τοῦ Καλοῦ πασᾶ (Ἀσλᾶν πασᾶ)21.
Τέλος, ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ καὶ ἡ ἄποψη τοῦ Γ. Δ. Χατζῆ (Πελλερέν) ποὺ θεωρεῖ ὅτι τὰ τοπωνύμια Ἰωάννινα καὶ Γιάννινα ἀφοροῦν «βαρβαρόηχον» ὀνομασία τῆς λεκάνης τῶν Ἰωαννίνων, μὲ προέλευση τοὺς Χάονες ἢ Ἰάονες ἢ Ἴωνες, ἀρχαίους Ἕλληνες οἰκιστὲς τῆς περιοχῆς. Ἡ χώρα λεγόταν χώρα Ἰάνων ἢ Γιάνων, ποὺ μὲ τὴ λατινικὴ κατάληξη –ινα τρέπεται σὲ Γιάννινα. Αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Ζαχαρίας ἦταν ἐπίσκοπος Ἰανίνης, Γιανίνης ἢ Ἰωαννίνης. Ὁ Χατζῆς, ἔτσι, θεωρεῖ τὴν περιοχὴ Μητέρα, κοιτίδα καὶ πατρίδα τῶν Ἑλλήνων22.

Ὁ Χριστιανισμὸς στὴν Ἤπειρο

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ἰωαννίνων ἀνήκει στὸν γεωγραφικὸ χῶρο τῆς Ἠπείρου. Ὅμως, δὲν ἔχει ἀκόμη ἐξακριβωθεῖ ὁ χρόνος καὶ ὁ τρόπος διάδοσης τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν περιοχή. Οἱ παλιὲς ἐπισκοπὲς προσπάθησαν νὰ συνδέσουν τὴν ἵδρυσή τους μὲ ἀποστολικὰ ὀνόματα, ὅπως τοῦ ἀποστόλου Ἀκύλα, ἑνὸς ἐκ τοῦ κύκλου τῶν 70 ἀποστόλων23.
Ἴσως, ὅμως, καὶ νὰ διαδόθηκε ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ Θεσσαλία, ὅπου ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε ἱδρύσει τοπικὲς Ἐκκλησίες24. Στὴν «Πρὸς Τίτον»25 ἐπιστολὴ φαίνεται τὸ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὴν Ἤπειρο καὶ μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε πιθανότερη τὴ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπ’ αὐτόν26.

Ἡ ἐπισκοπὴ Ἰωαννίνων

Εἶναι πράγματι δύσκολο νὰ ἀπαριθμηθεῖ τὸ σύνολο ὅσων ἀσχολήθηκαν, θετικὰ ἢ ἀρνητικά, ὑπὲρ ἢ κατά, μὲ τὴν ἱστορία τῆς πόλης τῶν Ἰωαννίνων, τὸ χρόνο ἵδρυσης καὶ τὸν ἢ τοὺς ἱδρυτές της. Στὴ συνέχεια, θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μία ὅσο τὸ δυνατὸ ἐγκυρότερη ἱστορικὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς πόλης.
Ὥς τὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνα δὲν γίνεται μνεία τῆς πόλης27. Στὴ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδο ἔχουμε ἀναφορὲς ἀπὸ τὰ «Τακτικά». Τὰ «Τακτικά» ἢ «κλήσεις πρωτοκαθεδρίας» ἀποτελοῦν ἀξιόπιστες ἱστορικὲς μαρτυρίες γιὰ τὴν πόλη. Αὐτὰ ἀποτελοῦσαν καταλόγους ἱεράρχησης τῶν Μητροπόλεων ποὺ ὑπάγονταν στὸν Ἀποστολικὸ καὶ Πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης. Πιὸ ἁπλά, ἦταν ἐπίσημοι κατάλογοι, ὅπου ἀναφέρονταν κατὰ ἱεράρχηση οἱ Μητροπολῖτες ποὺ ἀνῆκαν στὴ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀπὸ αὐτὰ ἀντλοῦμε μαρτυρίες γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς ἐπισκοπῆς Ἰωαννίνων στὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνα καὶ στὰ χρόνια τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, ἀφοῦ «ὁ Ἰωαννίνων» ἐπίσκοπος ὑπαγόταν στὴ δικαιοδοσία τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου καὶ Αἰτωλίας28.
Στά «Νέα Τακτικά», αγνώστου συγγραφέα, ποὺ ἐγράφησαν τὸν 10ο αἰῶνα, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, γίνεται ἀναφορὰ στὸν ἐπίσκοπο Ἰωαννίνων29.
Ἀργότερα πληθαίνουν οἱ μαρτυρίες γιὰ τὴν πόλη τῶν Ἰωαννίνων.
Σ’ ἕνα σιγίλιο τοῦ αὐτοκράτορα Βασίλειου Β΄ Βουλγαροκτόνου στὰ 1020 γιὰ τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδας καθορίζεται ἡ ἔκταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀχρίδας μετὰ τὴν κατάλυση τοῦ Βουλγαρικοῦ κράτους.
Στὴ δικαιοδοσία τοῦ «εὐσεβεστάτου μοναχοῦ Ἰωάννη» περιέρχεται καὶ ἡ ἐπισκοπὴ Ἰωαννίνων. Εἰδικότερα: «…τὸν δὲ ἐπίσκοπον Ἰωαννίνων κελεύομεν ἔχειν εἰς πᾶσαν τὴν ἐνορίαν αὐτοῦ κληρικοὺς ΙΕ΄ καὶ παροίκους ΙΕ΄ …» (γεωργούς). Ἔτσι, μὲ βάση τὸν ἀριθμὸ τῶν κληρικῶν ἐκεῖνα τὰ χρόνια τὰ Ἰωάννινα ἦταν μικρὴ ἐπισκοπὴ μὲ πιθανὲς ἐνορίες τοῦ Ζαγορίου, τῶν Κουρέντων, τῆς Τσαρκοβίτσας, τοῦ Μαλακασίου καὶ τῶν Τζουμέρκων, πρᾶγμα ποὺ ἄλλαξε στὸ τέλος τοῦ 11ου αἰῶνα. Αὐτὸ μαρτυρεῖται στὴν «Ἀλεξιάδα» ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλέξιου Α΄ Κομνηνοῦ, ἔργο ποὺ περατώθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1138 – 114830, καὶ περιγράφει τοὺς πολέμους μεταξὺ Βυζαντινῶν καὶ Νορμανδῶν.
Ὁ ἡγέτης τῶν Νορμανδῶν Βοημοῦνδος, στὰ 1081 – 1082, κυριεύει τὰ Ἰωάννινα καί, ἀναγνωρίζοντας τὴ στρατηγικὴ σημασία τῆς πόλης, ἀνορθώνει τὴν ὑπάρχουσα ἀκρόπολη, κατασκευάζει δὲ καὶ περιμετρικὴ τάφρο, ἄγνωστο σήμερα ποῦ, ἴχνη τῆς ὁποίας διατηρήθηκαν ὡς τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα κοντὰ στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Νικολάου «εἰς Κοπάνους»31.
Ἡ πόλη ἦταν σημαντικὴ ὡς τὸ 1180 καὶ ἡ εὐημερία της διήρκησε ὡς τὴ λατινικὴ κατάκτηση. Ἴσως ἀποτέλεσε ὡς μικρότερη περιφέρεια βυζαντινὸ Θέμα32 ποὺ ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸ Θέμα Νικοπόλεως33.
Ἐπίσκοποι γιὰ τὸ διάστημα πρὶν τὸ 1319, ἐκτὸς ἀπ’ τὸν ἀμφιλεγόμενο Ζαχαρία (879), δὲν ἀναφέρονται ὀνομαστικά. Τὸ ἔτος 1020 ἀναφέρεται ἐπίσκοπος ὑπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας Ἰωάννη καὶ τὸ ἔτος 1232 ἐπίσκοπος ἀνώνυμος ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου.
Ἀρχικὴ ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς καὶ γιὰ τὰ ἔτη 516 ὥς τὸ 879 θεωροῦνταν ἡ περιοχὴ ὅπου βρίσκεται «τὸ νῦν χωρίον τοῦ Μαλακασίου Ἀρδομίστα»34.

 

 

 

Ἡ Μητρόπολη Ἰωαννίνων

Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἱστορία τῆς γιαννιώτικης Ἐκκλησίας ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 14ου αἰῶνα (1345), ἀφοῦ στὸ διάστημα ποὺ ἡ πόλη ἀνῆκε στὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου ἀποτελοῦσε ἐπισκοπὴ ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου. Ἀργότερα, ἀναδείχθηκε σὲ Μητρόπολη ποὺ περιελάμβανε τέσσερις ἐπισκοπές, ἴσως τίς: Βελλᾶς, Βουθρωτοῦ – Γλυκέως, Δρυϊνουπόλεως, Χιμάρας35.
Κι ἐδῶ ὑπάρχει πάλι μία διαφωνία μεταξὺ τῶν ἐρευνητῶν. Ἡ διαμάχη ἀφορᾷ στὸν χρόνο προβιβασμοῦ τῆς Ἐπισκοπῆς σὲ Μητρόπολη. Πληροφορίες μᾶς παρέχει ἡ Συνοδικὴ Πράξη τοῦ 1345. Ἀναφερόμενη στὶς συνθῆκες ποὺ προέκυψαν, ἡ Πράξη ἀναφέρει ὅτι ὁ προβιβασμὸς ἔγινε κατὰ τὸ ἔτος 1285, ὅταν ἡ Ναύπακτος βρισκόταν ὑπὸ λατινικὴ κυριαρχία. Τὸ ἐπιχείρημα ποὺ χρησιμοποιεῖ εἶναι ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲ θὰ μειωνόταν ὁ ἀριθμὸς τῶν Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τὰ Ἰωάννινα ὑψώθηκαν σὲ Μητρόπολη γιὰ τὸ διάστημα ποὺ ἡ Ναύπακτος βρισκόταν ὑπὸ κατοχή, ὥστε οἱ ἄλλες ἐπισκοπὲς τοῦ βυζαντινοῦ κράτους νὰ βρίσκονται «ὑπὸ μίαν μητρόπολιν ὠσανεῖ μητέρα».
Πρόβλημα παρουσιάζει ἡ χρονολογία 1285, ἀφοῦ ἡ Ναύπακτος βρέθηκε τὸ ἔτος 1294 ὑπὸ λατινικὴ κατοχή. Τὸ ἔτος 1285 ἡ Ναύπακτος ἀποδόθηκε ἀπὸ τοὺς Φράγκους καὶ πάλι στὸν Δεσπότη τῆς Ἠπείρου, ὅταν αὐτὸς ὑποτάχθηκε σ’ αὐτούς. Οἱ Φράγκοι διατήρησαν «μόνο τὴ στρατηγικὴ περιοχὴ τῆς Κατοχῆς»36.
Τὸ ἔτος 1294, ἡ Ναύπακτος παραχωρήθηκε ὡς προῖκα ἀπὸ τὸν Δεσπότη τῆς Ἠπείρου, Νικηφόρο Α΄, στὸν Φίλιππο τοῦ Τάραντα, γιὸ τοῦ Καρόλου Β΄ τῆς Νεάπολης, γιὰ τὸ γάμο του μὲ τὴν κόρη τοῦ Θάμαρ ποὺ ἔγινε τὸ 129437.
Ὡς πιθανότερη χρονολογία προαγωγῆς τῆς ἐπισκοπῆς Ἰωαννίνων σὲ Μητρόπολη, καὶ ἂν δεχθοῦμε ὅτι τὰ Γιάννενα ἐλέγχονταν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο τὸ διάστημα 1284 – 1285, θεωρεῖται τὸ ἔτος 1319 μιὰ καὶ ἡ πόλη ἐντάχθηκε καὶ πάλι στὸ βυζαντινὸ κράτος τὸ ἔτος 1318. Τὰ στοιχεῖα τῆς Συνοδικῆς Πράξης τοῦ 1345 καὶ τὸ χρυσόβουλο τοῦ ἔτους 1319 συνηγοροῦν σ’ ἕνα τέτοιο συμπέρασμα, ἀφοῦ ἀφοροῦν σ’ ἕνα πρόσφατο γεγονός, τὴν ἀποκοπὴ τῆς πόλεως ἀπὸ τὸ προηγούμενο καθεστὼς καὶ τὴ σύνδεσή του μὲ τὸ Βυζάντιο, ποὺ θεωροῦνταν «ὁ φυσικὸς χῶρος»38.
Σημαντικὴ ἡμερομηνία ἀποτελεῖ τὸ ἔτος 1389. Αὐτὴ τὴ χρονιὰ ἀναθέτει ὁ βυζαντινὸς αὐτοκράτορας στὸν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων τὴ διοίκηση τῶν νησιῶν Κερκύρας καὶ Λευκάδας. Θεωρεῖται ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐπικρότησε τὴν τακτικὴ τοῦ Μητροπολίτη Ἰωαννίνων νὰ χειροτονεῖ τοὺς κληρικοὺς τῶν δυὸ νησιῶν. Ἐνῷ ἀπὸ τὸ 1365 τοῦ εἶχε ἀποδοθεῖ καὶ ὁ τίτλος τῆς Ναυπάκτου39.
Σημαντικὰ εἶναι καὶ τὰ ἔτη 1319 καὶ 1321 ποὺ ἀποτελοῦν σταθμοὺς γιὰ τὴ γιαννιώτικη Ἐκκλησία. Αὐτὲς τὶς δυὸ χρονιὲς ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος τῆς παραχωρεῖ σημαντικὰ προνόμια. Ἐπιστρέφει τὶς προηγούμενες ὑπὸ κατοχὴ γαῖες καὶ παραχωρεῖ νέες, βιβάρια, μύλους, πόρους ἀπὸ τὴν ἐμποροπανήγυρη, παροίκους καὶ Μονὲς μὲ τὶς γαῖες τους. Ἐπίσης, ὁ Φράγκος  ἡγεμόνας Ἰζάου (Essau – Ἠσαύ) ἐπιστρέφει ὅ,τι εἶχε ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ τὸν Θωμᾶ Πρελοῦμπο, μὲ χρυσόβουλο τοῦ 1408, ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Μητροπολίτη Ματθαίου40.
Ὁ Ἰζάου πεθαίνει τὸ 1411 καὶ τὸν διαδέχεται ὁ ἀνεψιός του Κάρολος Τόκκος ὥς τὸ 1429, ὁπότε πεθαίνει κι αὐτός. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς ἀρχίζει ἡ παρακμὴ τῆς Μητρόπολης Ἰωαννίνων. Ὁ Σινὰν πασὰς τὸ 1430 ἀπευθύνεται στὸν Μητροπολίτη41 καὶ τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλης καὶ ζητάει τὴν παράδοσή της. Ἡ πόλη ἐξασφαλίζει τό «χάτι σερίφ» ἀπὸ τὸν σουλτάνο Μουρὰτ ποὺ συμπληρωμένο ἀπὸ τὸν Σινὰν πασὰ καταλήγει νὰ εἶναι ὁ γνωστός «ὁρισμὸς τοῦ Σινᾶν πασᾶ»42. Ἕνας σημαντικὸς ὅρος του εἶναι ὅτι δὲν θὰ κατεδαφίζονταν οἱ Χριστιανικοὶ Ναοί, ἐπίσης θὰ ἠχοῦσαν οἱ καμπάνες τῆς πόλης, δὲν θὰ ἀνεγείρονταν τζαμιά, καθὼς θὰ ἦταν σεβαστὴ ἡ ἐξουσία τοῦ Μητροπολίτη καὶ δὲν θὰ καταπατοῦνταν ἡ ἐκκλησιαστικὴ περιουσία.

Ἡ ἔξωση τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὸ κάστρο

Τὸ ἔτος 1611, ὁ Διονύσιος Σκυλόσοφος ἐπαναστατεῖ κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν. Ἀμέσως μετὰ τὴν καταστολὴ τῆς ἐξέγερσης οἱ Τοῦρκοι ὁρμοῦν στὸ κάστρο καὶ καταστρέφουν τὶς χριστιανικὲς περιουσίες. Κυρίως δὲ τοὺς Ναοὺς καὶ τὰ Μοναστήρια. Ἀλλὰ γίνεται καὶ συστηματικὴ ἐκκαθάριση τῶν ἐντὸς τοῦ κάστρου Χριστιανῶν. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1613 δίνεται ἡ τελικὴ διαταγὴ ἐκκαθάρισης τῶν Χριστιανῶν σὲ δυὸ φάσεις  τὸ 1613 καὶ τὸ 1618. Ἀργότερα, ὁ χῶρος ἐποικίζεται ἀπὸ Τούρκους. Χτίζονται τζαμιὰ καὶ οἰκίες πασάδων. Οἱ ἐκδιωχθέντες Χριστιανοὶ φτάνουν τοὺς 2000, ἐνῷ οἱ νέοι ἔποικοι -Τοῦρκοι καὶ Ἑβραῖοι μαζί- περὶ τοὺς 30043.

Ναοὶ καὶ Μοναστήρια μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Κάστρο

Ἕνα ἐξίσου δύσκολο ἐγχείρημα εἶναι νὰ διευκρινιστεῖ ὁ ἀκριβὴς ἀριθμὸς τῶν Ναῶν καὶ τῶν Μονῶν μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Κάστρο. Οἱ ἱστορικοὶ καὶ ἱστοριοδῖφες παρουσιάζουν καταλόγους μὲ ἐπαναλαμβανόμενες ὀνομασίες Ναῶν καὶ Μονῶν, χωρὶς νὰ μπαίνουν στὸν κόπο νὰ ἀναφέρουν τὶς πηγές τους.
Αὐτὸ δὲν ἀποκλείει μία περαιτέρω προσπάθεια τῆς ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερης διασάφησης τῶν στοιχείων γιὰ τὴ δημιουργία ἑνὸς ἀκριβέστερου ὀνομαστικοῦ καταλόγου. Ἔτσι, προκύπτει ἕνας ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρων ἀριθμὸς Ναῶν καὶ Μονῶν μέσα στὸ κάστρο ὥς τὸ ἔτος 1430.
Α) Ναοί: 1) ἡ ἁγία Τριάδα, 2) ὁ ἅγιος Βάρβαρος – ἡ ἁγία Βαρβάρα (1564), 3) ἡ Κυριότισα (Π. Ἀραβαντινός) – ἡ Κυριώτισσα (Λ. Βρανούσης), 4) ὁ ἅγιος Ἰωάννης (ὁ Θεολόγος), 5) ἡ Ἐλεοῦσα, 6) ὁ ἅγιος Σπυρίδων, 7) ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, 8) ὁ Σωτήρ – Σωτῆρα (1564), 9) ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, 10) οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι, 11) ἡ ἁγία Παρασκευή, 12) ἡ Παντάνασσα (Π. Ἀραβαντινός) – ἡ Πάντων Βασίλισσα (Λ. Βρανούσης), 13) ὁ ἅγιος Νικόλαος (τοῦ Στρατηγόπουλου κατὰ τὸν Π. Ἀραβαντινό), 14) ὁ ἅγιος Γεώργιος, 15) ὁ ἅγιος Μηνᾶς, 16) ὁ ἅγιος Ἀνδρέας (δὶς στὸν Λ. Βρανούση), 17) Μητροπολίτης ὁ Σωτήρ (Λ. Βρανούσης), 18) ὁ ἅγιος Βάρβαρος (δὶς στὸν Λ. Βρανούση), 19) ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, 20) ἡ Πηγαδιώτισσα καὶ 21) ὁ Παντοκράτωρ (Μητρόπολις στὸν Π. Ἀραβαντινό).
Β) Μονές: 1) ὁ ἅγιος Δημήτριος, 2) οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι – ὁ ἅγιος Ἀπόστολος (Π. Ἀραβαντινός), 3) ὁ ἅγιος Γεώργιος, 4) ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος (μόνο ὁ Π. Ἀραβαντινός), 5) ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, 6) ὁ ἅγιος Δημήτριος (δὶς στὸν Λ. Βρανούση), 7) ὁ ἅγιος Λουκᾶς καί 8) ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ἡ πλέον γνωστὴ καὶ ἱστορική, στὴ θέση τῆς ὁποίας χτίστηκε τὸ 1618 τὸ τέμενος τοῦ Ἀσλᾶν πασᾶ.
Μὲ τὴν ἴδια μέθοδο ἐντοπίζονται οἱ Ναοὶ καὶ οἱ Μονὲς ἔξω ἀπ’ τὸ κάστρο ὥς τὸ 1431.
agia_aikateriniΑ) Ναοί: 1) ἡ Θεοτόκος, 2) ἡ ἁγία Παρασκευή, 3) ἡ Ὑπαπαντή, 4) ἡ ἁγία Τριάς (Π. Ἀραβαντινός), 5) ἡ Παναγία ἡ Ταρανή (Λ. Βρανούσης) – Παναγία Ταράκη (Ἰω. Λαμπρίδης), 6) ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος (ἡ νῦν Μητρόπολις) (Π. Ἀραβαντινός), 7) ὁ ἅγιος Ἀχίλλειος, 8) ὁ ἅγιος Θεόδωρος, 9) ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, 10) ὁ ἅγιος Ἐλευθέριος, 11) ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Στανεράτης (Π. Ἀραβαντινός) – Στηνεράτης (Λ. Βρανούσης), 12) ὁ ἅγιος Στέφανος (Ἰω. Λαμπρίδης), 13) ὁ ἅγιος Μηνᾶς (Δημ. Σαλαμάγκας). Ο Π. Ἀραβαντινὸς ἀναφέρει καὶ τὶς νεώτερες: 14) ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου Ἀρχιμανδρείου, 15) ὁ ἅγιος Νικόλαος εἰς Κοπάνους, 16) ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου Περιβλέπτου, 17) ὁ ἅγιος Νικόλαος τοῦ Λουτροῦ (ἀγορᾶς), 18) ἡ ἁγία Μαρίνα, 19) ἡ ἁγία Αἰκατερίνη (Ὄρους Σινᾶ) καὶ 20) ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἰς Βουνίλα.
Β) Μονές: 1) ἡ ἁγία Παρασκευή, 2) ὁ ἅγιος Σάββας, 3) ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος (ὁ Μητροπολιτικός), 4) τὸ ἀρχιμανδρεῖο, 5) ἡ Περίβλεπτος, 6) ὁ ἅγιος Νικόλαος εἰς Κοπάνους, 7) ἡ ἁγία Αἰκατερίνη καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος (Βουνίλας).

Ὁ Μητροπολιτικὸς Ναὸς

Ὁ πρῶτος Μητροπολιτικὸς Ναὸς βρισκόταν στὴ ΝΑ ἀκρόπολη τοῦ κάστρου (κάτω γουλᾶς ἢ Ἲτς Καλέ)45 καὶ ἱδρύθηκε τὸ 1204 ἀπὸ τὸν Κομνηνὸ δοῦκα Μιχαήλ. Τὸ χρυσόβουλο τοῦ 1319 μνημονεύει ὡς προστάτη τῆς πόλης τὸν ἀρχάγγελο Μιχαήλ.
Ὁ ὡς ἄνω Ναὸς διατηρήθηκε ὥς τὸ ἔτος 1430. Τὸ ἔτος 1596/7 ὁ Μουσταφὰ Τζιαγούσης στὰ ἐρείπιά του προσπάθησε νὰ χτίσει μιναρέ, ἀλλὰ παρεμποδίστηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἀπ’ τὸν ἀρχάγγελο Μιχαήλ.  Τὸ πιθανότερο εἶναι ὁ μιναρὲς νὰ ἔπεσε καὶ νὰ μὴν ξαναχτίσθηκε46.
Εἶναι ἄγνωστη ἡ κατάληξη τοῦ Ναοῦ, καθὼς καὶ τὸ πῶς καὶ πότε αὐτὸς κατέπεσε.  Ἴσως τὸ ἔτος 1780 νὰ ὑπῆρχαν ἀκόμη ἐρείπια, γιατί τὸ ἔτος 1795, ὅταν ὁ Ἀλὴ πασὰς ἀνακαίνισε τὸ Φετιχὲ Τζαμί, βρέθηκαν μέσα του δυὸ πεσσοὶ τοῦ Ναοῦ. Μετὰ τὴν πτώση τοῦ Ναοῦ τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, πιθανῶς, Μητροπολιτικὸς Ναὸς νὰ ἔγινε ὁ Ναὸς τοῦ Παντοκράτορα47.
Ἡ ἕδρα τοῦ Μητροπολίτη ὥς τὸ 1612 βρισκόταν μέσα στὸ κάστρο. Ἀπὸ τὸ 1612 ὥς τὸ 1820 ἡ Μητρόπολη ἑδρεύει ἔξω ἀπὸ τὸ κάστρο στὸν Ναὸ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου στὴν ὁμώνυμη περιοχή. Στὶς 25 Αὐγούστου τοῦ 1820 ὁ Ναὸς πυρπολεῖται καὶ ἡ ἕδρα μεταφέρεται στὸ Ἀρχιμανδρεῖο ὥς τὸ 1832, ὁπότε καὶ χτίζεται ὁ νέος Μητροπολιτικὸς Ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου48.

Διοικητικὲς ἰδιαιτερότητες

Α) Στὰ τέλη τοῦ 16ου ὥς τὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰῶνα δημιουργεῖται ἡ Ἐπισκοπὴ Ζαγορίου, μὲ πιθανὴ ἕδρα τὴ Μονὴ Ρογγοβοῦ, ἡ ὁποία καταργεῖται ἐξαιτίας τῶν αὐθαιρεσιῶν τοῦ ἐπισκόπου της.
Β) Ἡ Ἐξαρχία Μετσόβου. Οἱ Ἐξαρχίες ἦταν τμήματα ἐπισκοπῶν ὑπαγομένων ἀπευθείας στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Διοικούνταν ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ Ἔξαρχο. Ἦταν προνόμιο ποὺ χορηγήθηκε ἀπ’ τὸν σουλτάνο Ἀχμὲτ Δ΄. Διήρκησε ἀπὸ τὸ 1659 ὥς τὸ 1795. Περιελάμβανε τὶς ἐνορίες Ἀνηλίου, Μηλέας, Κουτσούφλιανης, Βοτονοσίου καὶ Δερβέϊτσας49. Ἔξαρχοι διετέλεσαν οἱ Δοσίθεος, Δωρόθεος καὶ Βενέδικτος.
Γ) Ἡ Μητρόπολη Μετσόβου. Ἱδρύθηκε μὲ Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Πράξη τὸ ἔτος 1924 γιὰ προσωρινὴ τακτοποίηση τῶν ἐκ Μικρᾶς Ἀσίας καὶ Θρᾴκης προσφύγων ἀρχιερέων. Μητροπολίτης πρῶτος καὶ τελευταῖος διετέλεσε ὁ Μητροπολίτης Γάνου καὶ Χώρας Τιμόθεος (10ος τοῦ 1924 ὥς τὸ 1928). Εἶχε τὸν τίτλο «Ἱερώτατος Μητροπολίτης Μετσόβου, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος Πίνδου»50.

Ἱεραρχικὴ ἐξέλιξη – φήμη Μητροπολίτη

Ἡ Μητρόπολη Ἰωαννίνων ἀπὸ τὸν 14ο αἰῶνα κατεῖχε τὴν 53η θέση στὴν τάξη πρωτοκαθεδρίας. Στὸ συνταγμάτιο τοῦ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Χρύσανθου κατεῖχε τὴν 31η  καὶ ἀργότερα τὴ 15η51, ἐνῷ τὸ 1842 ἀνῆλθε στὴ 13η «…διὰ τὸ εἶναι εἰς αὐτὴν καθέδραν ὑπερτάτης ἡγεμονίας καὶ κέντρον πολιτικῆς κυβερνήσεως τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης». Ἀπὸ τοῦ 1913 κ.ἔ. κατέχει τὴ 12η θέση. Ὁ μητροπολίτης Ἰωαννίνων τὸ 1806 τιτλοφορήθηκε Ἔξαρχος πάσης Ἠπείρου καὶ φημίζεται ὡς «ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Ἠπείρου καὶ Κερκύρας»52.

Παραπομπές

1. IV, 1, 37 – 41.
2. Γ. Χατζῆς (Πελερέν),  Ἀλκ. Κοντοπάνος, Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας.
3. Ὕψωμα 757.
4. Σωτ. Δάκαρη, Προϊστορικαὶ ἔρευναι τῆς Ἠπείρου & δημοσίευμα στὴν ἐφημερίδα Ἠπειρωτικὸς Ἀγὼν 28-9-1949/1959.
5. Ἐρμηνεία στὸ Συνέκδημο τοῦ Ἱεροκλέους.
6. Βλ. Thessalien und Epirus, σ. 202.
7. Ὁ M. Le Quien στὸ Oriens Orthodoxus, τομ, Β΄ σελ., 190, ἀναφέρει ὅτι στὸ χρυσόβουλο τοῦ Βασιλείου Βουλγαροκτόνου τὸ 1020 ἀναφέρεται ἀνώνυμα ὁ ἐπίσκοπος Ἰωαννίνων ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας & Μητροπολίτου Ἀθηναγόρα, Ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἰωαννίνων, Ἠπειρωτικὰ Χρονικὰ 1928, ἔτος 3ο σελ. 19.
8. Μπορεῖ κανεὶς νὰ συνυπολογίσει καὶ αὐτὴ τὴν πόλη ὡς μέρος τοῦ μεγάλου ὀχυρωματικοῦ ἔργου τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ. Αὐτὸ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ πόλεις καὶ ὀχυρὰ ποὺ ἤλεγχαν στρατηγικῆς σημασίας σημεῖα  τῆς Βαλκανικῆς Χερσονήσου.
9. Σωτ. Δάκαρη, Ἰωάννινα ἡ νεώτερη Εὔροια, Ἠπειρωτικὴ Ἑστία, 1958, τομ. 1ος, σς. 538 – 554.
10. Δὲς ὑποσημείωση Νο 2.
11. Πρβ. καὶ Στεφάνου Δ. Παππᾶ, ὅ.π., σς 39 – 40.
12. Π. Γ. Ἀντωνόπουλου, ἀναπληρωτῆ καθηγητῆ Βυζαντινῆς Ἱστορίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων, Ἡ Ἤπειρος κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους.
13. Σωτ. Δάκαρη, ὅ.π., σελ. 554.
14. Κ. Γραβάνη, Ἀνάγλυφο ἀγγεῖο ἀπὸ τὰ Γιάννινα, στὸν τιμητικὸ τόμο γιὰ τὸν καθηγητὴ Σωτ. Δάκαρη, ΦΗΓΟΣ, 1994.
15. Στέφανος Δ. Παππᾶς, Ἰωάννινα: Ἡ ἵδρυση τῆς πόλης, οἱ τύποι, ἡ προέλευση καὶ ἡ σημασία τῆς ὀνομασίας της, Ἰωάννινα 2009.
16. Στέφανος Δ. Παππᾶς, ὅ.π., σελ., 95 & Δημ. Σαλαμάγκας, Ἠπειρώτικη Ἑστία 1952.
17. Γ. Χρ. Χασιώτης, Πραγματεία περὶ Δωδώνης & Th. S. Huges, Travels in Sicily, Greece, and Albania, 1820.
18. Ἀνωνύμου, Πανηγυρικὸς εἰς Μανουὴλ καὶ Ἰωάννην Η΄ Παλαιολόγον.
19. Σπ. Π. Λάμπρος, Νέος Ἑλληνομνήμων, 1905.
20. Δ. Γρ. Καμπούρογλου, Τοπωνύμια παράδοξα, 1920 καὶ τοῦ ἰδίου στὴν ἐφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 26-11-1914.
21. Π. Ἀραβαντινός, Κ. Ι. Ἄμαντος, Σπ. Π. Ἀραβαντινός, Γ. Ν. Χατζιδάκις.
22. Στέφανος Δ. Παππᾶς, ὅ.π.
23. Μητροπολίτου Παραμυθίας Ἀθηναγόρα, Ἤπειρος (Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία) Ἀθήνα 1930, σελ., 3 & Γεω. Κονιδάρη, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τομ., Α΄ 1954 – 1960, σελ., 50.
24. Π. Ἀραβαντινοῦ, Χρονογραφία τῆς Ἠπείρου, τομ., 1ος, Ἀθήνα 1856, σελ., 12.
25. Τιτ., 3,12.
26. Λ. Φιλιππίδου, Ἡ «πρὸς Τιμόθεον …», σελ., 23, ὑπο., 29. Καὶ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ χωρίο Ρωμ. 15, 19.
27. Μιχ. Σ. Κορδώση Καθηγητὴ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, Τὰ βυζαντινὰ Γιάννενα, Ἀθήνα 2003, σελ., 39.
28. Στέφανος Δ. Παππᾶς, ὅ.π., σελ., 42 & Γ. Χασιώτη, Περὶ Δωδώνης.
29. Στέφανος Δ. Παππᾶς ὅ.π. & Γ. Ν. Χατζιδάκι, Ἰωάννινα, Ἐπιστημονικὴ ἐπετηρίδα Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τομ. 1ος (1913 – 1914) & Δ. Α. Ζακυθινός, Μελέται περὶ τῆς διοικητικῆς διαιρέσεως καὶ τῆς ἐπαρχιακῆς διοικήσεως ἐν τῷ Βυζαντινῷ κράτει, Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν 1941.
30. Annae Comneanae, Alexiadis, βιβλίο 54, Βόννη 1839.
31. Στέφανος Δ. Παππᾶς, ὅ.π., σς 41 – 45.
32. Μιχ. Σ. Κορδώση, ὅ.π. σελ., 40 & Ε. Χρυσοῦ, Ἱστορικὰ στοιχεῖα Μέσης Βυζαντινῆς Περιόδου, σελ., 59.
33. Γιὰ τὰ Ἠπειρώτικα Θέματα: Ε. Χρυσοῦ, ὅ.π., Ἡ ἵδρυση τῶν θεμάτων Κεφαλληνίας, Δυρραχίου καὶ Νικοπόλεως Ἤπειρος σελ., 189.
34. Ἰ. Λαμπρίδου, Β΄ Ἠπειρωτικὰ Μελετήματα, Τεῦχος Α΄ σελ., 58.
35. Μιχ. Σ. Κορδώση, ὅ.π ., σελ., 54 & Miulosich-Myller, Acta, τομ. Ε΄ σελ., 86 & στὸ ἴδιο τομ. Α΄ σελ., 468 & Asdracha, Deuxactes, σελ., 173.
36. Πρβ., Ἀσωνίτη, Παρατηρήσεις σς. 312 & 314 κ. ε.
37. Ε. Χρυσοῦ, ὅ.π., Ἡ προαγωγή, σς, 341 – 342.
38. Μιχ. Σ. Κορδώση, ὅ.π ., σελ., 55.
39. Πρβ., Ἀσωνίτη, Κέρκυρα, σς, 232 – 233.
40. Ρωμανοῦ, Περὶ τοῦ δεσποτάτου, σς 168 – 169 & Χρονικὸ Ἰωαννίνων, σελ., 231.
41. Τὸ ὄνομά του μᾶς εἶναι ἄγνωστο.
42. Πρβ., Μιχ Κορδώση, ὅ.π.
43. Λέανδρου Βρανούση ὅ.π., σελ 468 (ἤ 36) καὶ 469 (ἤ 37).
44. Κωνσταντῖνος Ι. Κουλίδας, Τὰ Γιάννινα ποὺ ἔφυγαν, Ἰωάννινα 2010, σς 297 – 299.
45. Λέανδρου Βρανούση, Ἱστορικὰ καὶ τοπογραφικὰ τοῦ Μεσαιωνικοῦ Κάστρου τῶν Ἰωαννίνων, σελ., 447 (ἤ 15)
46. Λέανδρου Βρανούση ὅ.π., σελ 467 (ἤ 35).
47. Λέανδρου Βρανούση ὅ.π., σελ 467 (ἤ 35).
48. Ἰ. Λαμπρίδου, ὅ.π., σς 58 – 59.
49. Φ. Οἰκονόμου, ὅ.π., σς, 57, 62 – 62.
50. Φ. Οἰκονόμου, ὅ.π., σς 104 – 105.
51. Φ. Οἰκονόμου, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἠπείρου, Ἀθήνα, 1981, σελ., 70.
52. Κώστα Π. Βλάχου, Ὁ Μητροπολιτικὸς Ναὸς Ἰωαννίνων, σελ., 371.

 

 

από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....