ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι τό ἱερό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας μας καί γενικότερα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Διακρίνεται ἤ χωρίζεται σέ δύο μέρη: Τό πρῶτο ὀνομάζεται Παλαιά Διαθήκη καί τό δεύτερο Καινή Διαθήκη.
Τί σημαίνει «Διαθήκη»; Ὁ ὅρος, ἐπί ἐκκλησιαστικοῦ ἐδάφους, δηλώνει τήν συμφωνία, τήν ὁποία συνάπτει ὁ Θεός μέ τούς ἀνθρώπους καί διά μέσου τῆς ὁποίας τούς δίνει τήν ὑπόσχεση ὅτι ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί ὅτι αὐτός, ὡς ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου καί πλάστης τοῦ ἀνθρώπου, παρά τήν ἁμαρτία στήν ὁποία ὑπέπεσε ὁ ἄνθρωπος καί τήν προσβολή, τήν ὁποία διέπραξε στό ἅγιο πρόσωπό Του, αὐτός ὁ Θεός ἐξακολουθεῖ νά τόν ἀγαπᾶ καί νά ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτόν. Ἐνῶ, ταυτόχρονα, ἀνάλογη ἀγάπη πρός τόν Θεό πρέπει νά διακρίνει καί τόν ἄνθρωπο, ἀλλά πρός τόν συνάνθρωπό του.
α. Ἡ Παλαιά Διαθήκη
Παλαιά Διαθήκη λέγεται, γιατί αὐτό τό μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς καλύπτει τήν πρό τοῦ Χριστοῦ ἐποχή. Ξεκινᾶ ἀπό τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, τοῦ ἀνθρώπου, τήν προπατορική ἁμαρτία, τήν ἔξοδο ἀπό τόν Παράδεισο, τούς πρώτους ἀνθρώπους, καί τόν κατακλυσμό καί προχωρεῖ στόν Ἀβραάμ καί στούς ἀπογόνους του. Γιά νά ἀναφερθεῖ στόν Μωυσῆ καί στήν ἔξοδο τῶν Ἑβραίων ἀπό τήν Αἴγυπτο καί τήν ἄφιξή τους στήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας.
Καί ἐδῶ, ἄς μή νομίσει κάποιος ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐθνοφυλετιστής, ἐπειδή ἡ Παλαιά Διαθήκη, κυρίως, ἀναφέρεται στούς Ἑβραίους. Ὄχι. Ὁ Θεός δέν ἐπέλεξε ἕνα ἔθνος, τό Ἑβραϊκό, γιά νά τό κάνει περιούσιο λαό καί νά τοῦ ἐκφράσει τήν ἀγάπη Του καί τήν φροντίδα Του.
Ἀλλά κοίταξε κάτω στήν γῆ, θά λέγαμε, καί διέκρινε ἕναν ἄνθρωπο, τόν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος, ὡς ἀπόγονος τῶν πρωτοπλάστων, διακρατοῦσε ἀκόμη τήν πίστη στόν ἀληθινό Θεό. Ἔτσι, ἀπό τόν Ἀβραάμ καί τούς ἀπογόνους του προῆλθε τό Ἑβραϊκό ἔθνος. Ὁπότε, διαμέσου αὐτῶν ἀναφαίνονται οἱ μεγάλες θρησκευτικές μορφές τῶν Ἑβραίων, ὅπως τοῦ Μωυσῆ, τοῦ Δαβίδ, τῶν Προφητῶν κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι διακρατοῦν τήν προγονική πίστη καί ἀποβαίνουν προφητικα ὄργανα τοῦ Θεοῦ, προκειμένου νά ἑτοιμάσουν, μέ τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ, τόν δρόμο γιά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο.
Τήν ὅλη ζωή καί δράση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά ἐποχή μᾶς διασώζουν τά σαράντα ἐννέα (49) βιβλία, τά ὁποῖα καί συναποτελοῦν τήν Παλαιά Διαθήκη καί τά ὁποῖα ἀρχίζουν νά γράφονται, τά πρῶτα, ἀπό τόν Μωυσῆ, γύρω στό 1200 π.Χ., ἤ ἀπό τούς διαδόχους του ἤ τούς Προφῆτες ἤ καί ἄλλους, μέχρι καί τόν 2ο π.Χ. αἰώνα.
Ἐντύπωση, πάντως, προκαλεῖ τό γεγονός, ὅτι ὅλα τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐνῶ συντάσσονται σ’ ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα πέραν τῶν χιλίων ἐτῶν καί ἀπό πολλούς συγγραφεῖς, διαφόρων μορφωτικῶν ἐπιπέδων, πουθενά σέ ὅλα αὐτά τά κείμενα δέν ὑπάρχει ἡ παραμικρή ἀντίφαση. Γιατί ἕνας εἶναι ὁ ἐμπνευστής τους, ὁ ὁποῖος φώτιζε τόν νοῦν τῶν ἱερῶν αὐτῶν συγγραφέων, ὥστε νά ἀποφευχθοῦν, τυχόν, λάθη. Καί αὐτός εἶναι ὁ Θεός.