«Δῶρον ἀγαθόν δωροῦμαι ὑμῖν…»

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

 

«ΕΞΗΛΘΕΝ Ο ΣΠΕΙΡΩΝ ΤΟΥ ΣΠΕΙΡΑΙ…»

 

«Δῶρον ἀγαθόν δωροῦμαι ὑμῖν…»

(Παροιμίαι Σολομῶντος 4, 2)

 

Ποιός ὁμιλεῖ καί σέ ποιούς ἀπευθύνεται; Καί ποιό εἶναι τό δώρημα τό ἀγαθό, τό ὁποῖο προσφέρει;

Ἡ ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ ψαλμικοῦ αὐτοῦ λόγου, ὅπως καί ἡ συνάφεια τοῦ ὅλου κειμένου τοῦ Ψαλμοῦ, μᾶς εἰδοποιοῦν, ὅτι αὐτός, στόν ὁποῖο ἀνήκουν οἱ λόγοι αὐτοί, εἶναι ὁ Θεός. Καί ὁ παραλήπτης τῆς θείας αὐτῆς ἀναφορᾶς εἶναι ὁ ἄνθρωπος.

Καί ποιό εἶναι τό δῶρο, τό ὁποῖο ὁ Θεός προσφέρει στόν ἄνθρωπο; Γιατί, ἄν ὁ δωρεοδότης εἶναι ὁ μεγάλος Θεός, καί εἶναι, τότε καί τό δώρημα τοῦτο, ἀναμφισβήτητα, διαδηλώνει, ἀνάλογα, καί τό μέγεθός του! Ἔτσι, θά ἀποκαλύψει ὁ ψαλμωδός, ὅτι τό ἀγαθόν δώρημα τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο εἶναι: «Ὁ ἐμός νόμος», ὁ νόμος του!

Ἡ διευκρίνιση αὐτή, ἡ ὁποία ἔρχεται ὡς ἀπάντηση τῆς ἀπορίας «ποιό εἶναι τό ἀγαθόν (τοῦ Θεοῦ) δώρημα» πρός τόν ἄνθρωπο, ἴσως, νά μήν ἀναπαύει πολλούς ἤ καί ἄλλους νά τούς ἐνοχλεῖ ἤ καί νά τούς εὑρίσκει σέ ἀδιαφορία ἤ καί διαφωνία. Ἀπό ποῦ καί ὥς ποῦ, δηλαδή, ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, οἱ θεῖες ἐντολές, συνιστοῦν δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο; Καί ἰδιαίτερα στίς μέρες μας αὐτή ἡ ἀναφορά κρίνεται καί ἀντιμετωπίζεται, ἀπό μιά μεγάλη ὁμάδα ἀνθρώπων, ὡς δέσμευση ἤ ἀναίρεση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου!

Ἀναμφίβολα, ἐξετάζοντας τά πράγματα μέ προσοχή καί σύνεση, ὁ ἄνθρωπος δέν θά εἶχε ἀνάγκη τῆς παρέμβασης αὐτῆς τοῦ Θεοῦ νά τοῦ ἀποκαλύψει καί προσφέρει τό θεῖο θέλημα. Καί τοῦτο κρίθηκε ἀπό τόν Θεό ἀναγκαῖο, ἐφόσον διαμεσολάβησε ἡ πτώση τῶν πρώτων ἀνθρώπων, τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, στήν παγίδα καί πανουργία τοῦ ἑωσφόρου. Ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος γνώριζε καί ἐφάρμοζε ἀπό φυσικοῦ του τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅσο ἐμεῖς εὔκολα διαπράττουμε σήμερα τήν ἁμαρτία, ἄλλο τόσο, τότε, εὔκολα καί χωρίς δυσκολία βίωναν οἱ πρωτόπλαστοι τή θεονομία. Μετά τήν παράβαση, ἀναβλάστησε καί ἀνέθαλε στό πρόσωπο καί στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου ὁ «ἀγριαίνων νόμος». Τότε παρεισέφρυσαν τά πάθη καί αἰχμαλώτευσαν καί διέφθειραν τό βουλητικό, συναισθηματικό καί λογιστικό τοῦ ἀνθρώπου. Ὁπότε ὁ σκοτασμός αὐτός τοῦ νοῦ συνέπνιγε ἐσωτερικά, ἀλλά καί ἐξωτερικά, τόν ἄνθρωπο. Καί ἡ τραγικότητα αὐτή τοῦ «θεοεικέλου χρήματος», τοῦ ἀνθρώπου δηλαδή, κατά τούς Γρηγόριο Θεολόγο καί Γρηγόριο Νύσσης, τόν μεταποίησε σέ «ἀπεχθές (ἀπαίσιο) προσωπεῖον». Καί οἱ ἄνθρωποι, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ἐξαιτίας τῆς πτώσης τους, «ἀντικατέστησαν» τόν ἀληθινό Θεό μέ τούς ψεύτικους θεούς τῶν εἰδώλων καί λάτρευσαν τά κτίσματα (τή βροντή, τήν ἀστραπή, τόν ἥλιο, τά βουνά, τά ζῶα, τούς ἀνθρώπους κ.ἄ.). Γι’ αὐτό καί παραδόθηκαν, κατά τίς ὑπαγορεύσεις τῶν εἰδώλων, πίσω ἀπό τά ὁποῖα κρυβόταν ὁ διάβολος, στή δουλεία τῶν παθῶν τους…» (Ρωμ. α΄ 25). «Διά τοῦτο παρέδωκε (παραχώρησε) ὁ Θεός (νά δουλωθοῦν) εἰς πάθη ἀτιμίας. Αἵ τε γάρ θήλειαι αὐτῶν (παρεκτράπησαν)… ὁμοίως δέ καί οἱ ἄρσενες (παραδόθηκαν στά σαρκικά πάθη)… τήν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι (διαπράττοντας, ὅ,τι αἰσχρό)… (καί ἔχοντας τέτοιον) ἀδόκιμον (ἀνίκανον) νοῦν (κατάντησαν νά λειτουργοῦν ὡς ὑπάνθρωποι καί ἀπάνθρωποι), ὥστε νά ποιοῦν τά μή καθήκοντα (τά ἄπρεπα καί ἀνήκουστα ἔργα) (Ρωμ. α΄ 26-28).

Καί, παράλληλα, μέ αὐτά, οἱ ἄνθρωποι κατάντησαν νά κυριευθοῦν ἀπό κάθε εἶδος ἁμαρτίας, ἀπό πορνεῖες, πονηρία, πλεονεξία, κακία, φθόνο, φόνους, φιλονεικίες, δολιότητες, ἀνάρμοστη συμπεριφορά. Ἀπέβησαν, χωρίς νά μποροῦν νά ἔχουν συνείδηση, κακόλογοι, κατακριτές τῶν ἄλλων, γεμᾶτοι μῖσος καί πρός τούς ἀνθρώπους καί πρός τόν ἀληθινό Θεό, ὑβριστές, φαντασμένοι, ὑποτιμητές τῶν ἄλλων, ἐπινοητές καί ἐφευρέτες κακῶν, ἀσεβεῖς καί ἀνυπάκουοι πρός τούς γονεῖς τους κ.ἄ. (Ρωμ. α΄ 29-31).

Τί ἄλλο, λοιπόν, μπορεῖ νά προσθέσει ἤ νά παρατηρήσει κάποιος γιά τήν ἀνθρώπινη-μεταπτωτική τραγική συμπεριφορά; Ἡ ὁμολογία τοῦ ἑωσφόρου στόν τρίτο πειρασμό τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὁ διάβολος ὑπέβαλε στόν Κύριο, ἐπιδεικνύοντάς του «πάσας τάς βασιλείας τοῦ κόσμου καί τήν δόξαν αὐτῶν», ὅτι «ταῦτα πάντα σοι δώσω, ἐάν πεσών προσκυνήσῃς μοι» (Ματθ. δ΄ 8-9), βεβαιώνει τοῦ λόγου τό ἀληθές· ὅτι ὁ σατανᾶς, μέ τήν ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στό θέλημά του, ἀπέβηκε ὁ κυρίαρχος καί ὁ ἐξουσιαστής τοῦ κόσμου τούτου. Ἄλλωστε, καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τόν ἀποκάλεσε ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, λέγοντας: «Νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» (Ἰω. ιβ΄ 31). Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὄντας στήν Ἀθήνα μόνος καί ἀναθεωρώντας τά σεβάσματα τῶν Ἀθηναίων, «παρωξύνετο τό πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ (ἔνοιωθε φοβερή ἐνόχληση καί ἀντιδροῦσε ἔντονα) θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τήν πόλιν (βλέποντας τήν πόλη νά σφύζει ἀπό εἴδωλα)» (Πράξ. ιζ΄ 15).

Ἔτσι, ἐξηγεῖται ἡ ὑπερβάλλουσα πρόνοια καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά δωρήσει ὡς ὑπέρτατο ἀγαθό στόν ἄνθρωπο τόν νόμο του. Καί θά μᾶς πληροφορήσει καί ἐξηγήσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πώς αὐτός ὁ Θεός, ὄχι μόνο δέν ἀδιαφόρησε ἤ δέν ἀντεκδίκησε μέ τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο, ἀλλά, ὡς πατέρας, ἐπέδειξε ἀνέκφραστο ἐνδιαφέρον. Μᾶς διαμηνύει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι αὐτός ὁ Θεός «πολυμερῶς καί πολυτρόπως (πολλές φορές καί μέ πολλούς τρόπους) πάλαι… λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις (στήν πρό τοῦ Χριστοῦ μακρά ἐποχή μίλησε στούς πατέρες μας, στέλλοντας ὡς ἐκπροσώπους του τούς προφῆτες), (ὡστόσο, δέν ἀρκέσθηκε σ’ αὐτό, ἀλλά) ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων (στίς μέρες μας) ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ (μᾶς ἔστειλε τόν Μονογενή του Υἱό, τόν Χριστό, γιά νά μᾶς φέρει τήν πλήρη καί τέλεια ἀλήθεια)» (Ἑβρ. α΄ 1).

Ὅλες, λοιπόν, οἱ πιό πάνω θεῖες ἐνέργειες καί πράξεις σ’ ἕνα καί μόνο σκοπό ἀπέβλεπαν καί, ἀκόμη, ἀποσκοποῦν: Νά ἐπαναγάγουν τόν ἄνθρωπο στόν θεοτικό του τρόπο ζωῆς. Τοῦτο, λοιπόν, εἶναι τό θεῖο ἀγαθοδώρημα.

Κι ἐδῶ πρέπει νά προσέξομε καί οἱ σημερινοί χριστιανοί. Ἡ παραβολή τοῦ σπορέως, ἡ ὁποία ἀναγινώσκεται τήν Δ΄ Κυριακή Λουκᾶ (Λουκ. η΄ 5-15) μέσα στόν Ὀκτώβριο μήνα, κινεῖται, ἀκριβῶς συνάλληλα μέ τό θέμα μας. Ὅτι, δηλαδή, μιά μερίδα ἀνθρώπων ἀπορρίπτει ἤ καί ἀντιτίθεται στό δώρημα αὐτό τοῦ Θεοῦ καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μέσα τους, ὁμοιάζει ὡς νά πέφτει «παρά τήν ὁδόν», ὁπότε καί καταπατεῖται καί τά «πετεινά τοῦ οὐρανοῦ», δηλαδή οἱ δαίμονες, τόν ἐξαφανίζουν.

Ὡστόσο, ἡ πιό μεγάλη ποσότητα φαίνεται ὡς νά πέφτει εἴτε σέ πετρῶδες, εἴτε σέ ἀκανθῶδες ἔδαφος, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀστοχία τοῦ σπόρου. Καί ἐδῶ ἐννοοῦνται καί συγκαταλέγοναι, δυστυχῶς, καί οἱ πλεῖστοι τῶν λεγομένων καί φερομένων, ὡς χριστιανῶν. Ἔτσι, εἴτε ἡ ἐπιπολαιότητα εἴτε ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς εἴτε, ἀκόμη, καί ὁ ἐγωισμός ἤ ἡ ἰδιοτέλεια, δεδομένα, τά ὁποῖα καί συνεπικουροῦν τά κάθε λογῆς πάθη, ξηραίνουν ἤ συμπνίγουν τόν λόγο, τό ἀγαθοδώρημα αὐτό τοῦ Θεοῦ στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Καί, δυστυχῶς, μόνο μιά μικρή μειοψηφία φαίνεται νά διαθέτει «καρδίαν καλήν καί ἀγαθήν». Αὐτή «κατέχει», διακρατεῖ σφικτά καί θυσιαστικά τόν θεῖο λόγο, καί μέ συνειδητή ἐκκλησιαστική ζωή, παρά τούς ὅποιους ἔσωθεν καί ἔξωθεν πειρασμούς καί προκλήσεις, αὐτή ἡ καρδία «καρποφορεῖ ἐν ὑπομονῇ».

Ἔτσι, τό θέμα τοῦτο εἶναι καίριο καί κύριο, γι’ αὐτό καί ἄς μᾶς προβληματίσει ὅλους.

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....