Η Ελλάδα κηρύσσει τον πόλεμο κατά των Οθωμανών σαν σήμερα

Στις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα μπαίνει σε έναν πόλεμο που κράτησε ελάχιστα και της έδωσε πάρα πολλά.

Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε τυπικά στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1912 και έληξε τυπικά και ουσιαστικά οκτώ μήνες αργότερα, το Μάιο του 1913.

 

 

 

Με τη λήξη του, η Ελλάδα είχε σχεδόν διπλασιάσει τα εδάφη της, έχοντας καταλάβει την Ήπειρο, ολόκληρη τη Θεσσαλία, μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας και τα νησιά του Αιγαίου. Και κυρίως, τη Θεσσαλονίκη.

Η Ελλάδα μπαίνει στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου του 1912 συμμαχώντας με τη Βουλγαρία και τη Σερβία απέναντι στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η Στρατιά Θεσσαλίας με αρχιστράτηγο τον διάδοχο Κωνσταντίνο πορεύεται προς βορρά και δίνει νικηφόρες μάχες στη Δυτική Μακεδονία. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος διαφωνεί από την αρχή των επιχειρήσεων με τον Κωνσταντίνο, ο οποίος θεωρούσε προτεραιότητα την κατάληψη του Μοναστηρίου, ενώ ο Βενιζέλος ανησυχούσε για τις κινήσεις του Βουλγαρικού στρατού και το ενδεχόμενο να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από τα βουλγαρικά στρατεύματα.

Με την παρέμβαση και του βασιλιά Γεωργίου Α’ και μετά από επίμονα τηλεγραφήματα του Βενιζέλου, ο Κωνσταντίνος πείθεται να κινηθεί προς τη Θεσσαλονίκη και τα πρώτα τμήματα του Ελληνικού στρατού προσεγγίζουν τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης στις 25 Οκτωβρίου. Ξεκινούν διαπραγματεύσεις για την παράδοση της πόλης με τον Χασάν Ταξίν πασά, τον Οθωμανό στρατηγό επιφορτισμένο με την υπεράσπιση της πόλης.

Στις 26 Οκτωβρίου οι όροι της ελληνικής πλευράς γίνονται δεκτοί και οι αξιωματικοί από το επιτελείο του Κωνσταντίνου, Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δουσμάνης υπογράφουν στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης τα σχετικά πρωτόκολλα παράδοσης με την οθωμανική πλευρά.

 

Ο Βενιζέλος έγραφε το 1909 στην εφημερίδα «Κήρυξ» των Χανίων:

«Απέναντι δε Νέας Τουρκίας σωβινιστικής και εθνοκρατικής, επιβουλευούσης την εθνική υπόστασιν των εν αυτή λαών και επιδιωκούσης τον εκτουρκισμόν αυτών, το συμφέρον τού να τεθή το ταχύτερον τέρμα εις την εν Ευρώπη Τουρκικήν εξουσίαν θα φέρη εξ ανάγκης Ελληνας και Βουλγάρους και Σέρβους εις συμβιβασμόν των αντιθέτων σήμερον αξιώσεών των δι’ αμοιβαίων παραχωρήσεων».

»Παρ’ όλην δε την εχθρότητα, ην εδημιούργησαν αιώνων εθνικαί αντιθέσεις, υπερχίλια ήδη έτη κατοικούσιν εις την Ιλλυρικήν Χερσόνησον παρά τους παλαιοτέρους αυτής κατοίκους τους Ελληνας, και Σλαυικά και Ταταρικά φύλα, εξ ων προήλθεν η βουλγαρική και σερβική εθνότης. Θα ήτο αστείον να χαρακτηρίζωμεν επήλυδας έτι και σήμερον τους λαούς τούτους, και να μη αναγνωρίζωμεν αυτούς ως ιθαγενείς της Χερσονήσου. Μετά των λαών τούτων, είτε θέλομεν είτε μη, θα ζήσωμεν και εις το μέλλον ως γείτονες».

Δεν είχε και πολύ άδικο στο ένα σκέλος, στο «θέλοντας και μη με αυτούς θα ζήσουμε», τα υπόλοιπα τα περί «αμοιβαίων παραχωρήσεων» ήταν και μάλλον παραμένουν ευσεβείς πόθοι.

 

 

Δύσκολες συμμαχίες

Στις 28 Νοεμβρίου 1910 οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου σαρώνουν στις εκλογές και προβαίνουν σε αναθεώρηση του συντάγματος. Τον επόμενο χρόνο συνάπτεται δάνειο 100 εκατομμυρίων δραχμών, χρήματα που πέφτουν στην ανασυγκρότηση του στρατεύματος. Σχεδόν 50 εκατομμύρια πήγαν στην αγορά πυροβόλων, πυρομαχικών και υλικού επιστρατεύσεως.

Δημιουργούνται σύγχρονα οχυρωματικά έργα σε όλα τα βόρεια σύνορα της χώρας, που τότε ήταν στα Τέμπη, τη Λάρισα και την Άρτα, ενώ καλούνται οι Γάλλοι να εκπαιδεύσουν το στρατό ξηράς και οι Άγγλοι το ναυτικό.

Παράλληλα ο Βενιζέλος προσεγγίζει τους Βούλγαρους προκειμένου να δημιουργήσει μαζί τους ένα κοινό μέτωπο εναντίον των Νεοτούρκων. Η Βουλγαρία είχε, στο μεταξύ, με τη διαμεσολάβηση της Ρωσίας, υπογράψει σύμφωνο φιλίας και συμμαχίας με τη Σερβία, το οποίο πρόβλεπε τη μεταξύ τους μοιρασιά της Μακεδονίας και της Θράκης. Χοντρικά η Σερβία θα έπαιρνε τη μερίδα του λέοντος από τα μακεδονικά εδάφη και η Βουλγαρία τη Θράκη. Το Μάιο του 1912 οι δύο χώρες επεκτείνουν τη συμμαχία τους υπογράφοντας και στρατιωτικό σύμφωνο συνεργασίας.

 

 

Φυσικά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά: Ελλάδα και Βουλγαρία είχαν παλιά και άλυτα ζητήματα μεταξύ τους και το, όχι και τόσο μακρινό, 1908 η Ελλάδα ήταν έτοιμη να συμμαχήσει με τους Οθωμανούς εναντίον της άρτι ανακυρηχθείσας σε ανεξάρτητο κράτος Βουλγαρίας, σε περίπτωση σύρραξης.

Ο Βενιζέλος τα ήξερε φυσικά όλα αυτά: Ας μην πολυεμπιστευόμαστε τους Βούλγαρους, ήταν η άποψή του. Αλλά χωρίς αυτούς πώς θα τα βάλουμε με τους Τούρκους;

«Έλεγον λοιπόν ότι καλλίτερον θα είναι να κάμω τον σταυρόν μου και να είπω: εις το όνομα του Θεού! Κακοί ήσαν οι Βούλγαροι εις το παρελθόν, χειροτέρα είναι η Τουρκία σήμερον, δεν αφήνει εις αυτό το κράτος να ζήση, ας έλθωμεν εις συνεννόησιν προς αυτούς, υπάρχει χώρος αρκετός δι’ όλους τους λαούς της Ανατολής, υπάρχει μέσον να επιτευχθή αληθής διανομή κατά τας δικαίας βλέψεις εκάστου των λαών μετά την ένεκα γεωγραφικών λόγων ανταλλαγήν πληθυσμών προς βίον άνετον εν τη Ανατολή και προς ευδαιμονίαν της Ανατολής», είπε στη Βουλή τον Ιούνιο του 1913, μετά το τέλος του πολέμου.

Η Βουλγαρία, από την πλευρά της υποτιμούσε την Ελλάδα ως στρατιωτική δύναμη, καθώς δεν είχε συνειδητοποιήσει το εκσυγχρονιστικό έργο που επιτελούνταν.

Μόνο όταν Σέρβοι και Βούλγαροι αξιωματικοί παρακολούθησαν στρατιωτικά γυμνάσια του ελληνικού στρατού στην Τανάγρα το Μάιο του ’12, πείστηκαν για το αξιόμαχο του στρατού μας. Λίγες μέρες αργότερα υπογράφτηκε στις 16 Μαΐου 1912 στη Σόφια μια αμυντικού χαρακτήρα ελληνοβουλγαρική συνθήκη, η οποία πρόβλεπε αμοιβαία βοήθεια αν ένα συμβεβλημένο μέρος δεχόταν επίθεση από την Τουρκία.

Στόχος η Θεσσαλονίκη· πάση θυσία

Για τα εδάφη της Μακεδονίας ούτε κουβέντα και ο Βενιζέλος που ήξερε τα όσα είχαν συμφωνήσει οι Βούλγαροι με τους Σέρβους, παρέλειψε εντελώς το θέμα των εδαφικών διεκδικήσεων, προκειμένου να μην εμποδίσει τη συμμαχία της Ελλάδας με τη Βουλγαρία.

Πίστευε -και μάλλον είχε δίκιο- ότι αν έθετε θέμα εδαφών, οι Βούλγαροι θα ζητούσαν τη Θεσσαλονίκη, κάτι που δεν θα μπορουσαμε σε καμία περίπτωση να δεχτούμε. Συνεπώς άφησε το θέμα ανοιχτό να λυθεί με τα όπλα. Οι Βούλγαροι ολιγώρησαν, θεωρώντας ότι ο ελληνικός στρατός δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρει να μπει στη Μακεδονία.

Αυτή τους η πεποίθηση καταδεικνύεται από το γεγονός ότι έστειλαν τον κύριο όγκο του στρατού τους στη Θράκη, πιστεύοντας ότι οι Έλληνες απλώς θα κρατούσαν απασχολημένους τους Οθωμανούς στη Θεσσαλία.

Ο Βενιζέλος ήθελε τη Θεσσαλονίκη όμως. Κυρίως τη Θεσσαλονίκη ήθελε για να ακριβολογούμε, η απελευθέρωση της οποίας ήταν και μέρος των προεκλογικών του εξαγγελιών.

 

 

Η συμμαχία κέρδισε τον πόλεμο. O ελληνικός στρατός απελευθέρωσε την Ελασσόνα, τη Δεσκάτη, μετά τη μάχη του Σαρανταπόρου τα Σέρβια, την Κοζάνη, τη Βέροια, τη Νάουσα, την Εδεσσα, μετά τη μάχη των Γιαννιτσών τη Θεσσαλονίκη, τη Φλώρινα και την Καστοριά, αλλά και τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου.

Η Θεσσαλονίκη, όπως ήταν αναμενόμενο, αποτέλεσε το αγκάθι στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Η Ελλάδα για να σώσει τη Θεσσαλονίκη είχε αναπτύξει στρατεύματα στο Παγγαίο και τη Νιγρίτα, όπου συγκρούονταν διαρκώς με τμήματα του βουλγαρικού στρατού. Η προπολεμική ασάφεια είχε οδηγήσει σε σύγκρουση. Μια σύγκρουση την οποία η Ελλάδα κάπως θα έπρεπε να αντιμετωπίσει.

Ο Βενιζέλος αποφασίζει να συμμαχήσει με τους Σέρβους, οι οποίοι του ζητάνε να δεσμευθεί ότι θα τους υποστηρίξει σε περίπτωση που τους επιτεθεί η Αυστρουγγαρία.

Ο Κωνσταντίνος αντιτίθεται στο σχέδιο. Η Ελλάδα βρισκόταν σε ακήρυκτο πόλεμο με τη Βουλγαρία και χρειαζόταν τη συμμαχία με τη Σερβία, αλλά ο ίδιος δεν ήθελε επ’ ουδενί εμπλοκή της Ελλάδας σε πόλεμο με την Αυστροουγγαρία.

 

 

Η Γερμανία κάλεσε την Αυστροουγγαρία να μην επιτεθεί εναντίον της Σερβίας, καθώς αυτό θα προκαλούσε γενικευμένη σύρραξη. Στις 19 Μαϊου 1913 υπογράφεται η ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας και στρατιωτική σύμβαση.

 

 

Τα νέα σύνορα της Ελλάδας με τη Σερβία, ανατολικά του Αξιού, τέθηκαν βόρεια από την Ειδομένη, νότια από τη Δοϊράνη, κατά μήκος της κορυφογραμμής του Μπέλες, ενώ προβλεπόταν και επέκταση των ελληνικών συνόρων στην Ανατολική Μακεδονία.

Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ξεκινά στις 16 Ιουνίου 1913.

 

 

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....