Οι πολιούχοι και προστάτες του Κιλκίς Α. Πεντεκαίδεκα (Δεκαπέντε) Μάρτυρες

Του Κωνσταντίνου Βαστάκη*

Το έτος 361 έγινε αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Ιουλιανός ο επιλεγόμενος Παραβάτης. Αυτός ήταν πρώτα Χριστιανός, αλλά αργότερα, επηρεασμένος από τη διδασκαλία του ειδωλολάτρη ρήτορα Λιβάνιου, μεταστράφηκε προς την ειδωλολατρία.

Αμέσως έθεσε ως σκοπόν του την επαναφορά της ειδωλολατρικής θρησκείας και παράλληλα την καταδίωξη των Χριστιανών με κάθε μέσο. Η σύντομη περίοδος της βασιλείας του (361-363) έχει να παρουσιάσει μεγάλο πλήθος Χριστιανών μαρτύρων, ιδιαίτερα στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Και αυτά συνέβαιναν σε μιάν εποχή, όπου οι κατακτήσεις των Περσών διαδέχονταν η μία την άλλη και ο περσικός κίνδυνος απειλούσε αυτήν την ίδια την υπόσταση του κράτους.

Οι παντοειδείς διώξεις κατά των Χριστιανών διαίρεσαν το λαό και διέβρωσαν τον στρατό με αποτέλεσμα να εξασθενήσει σημαντικά η άμυνα της χώρας. Δυστυχώς ο ονειροπόλος αυτοκράτορας δεν μπορούσε να αντιληφθεί τον κίνδυνο και να φροντίσει με κάθε τρόπο για την ενότητα και την σύμπνοια των υπηκόων του, αλλά συνέχιζε με φανατισμό την καταδίωξη και τα μαρτύρια των Χριστιανών, τους οποίους αποκαλούσε περιφρονητικά Γαλιλαίους.

Το αντιχριστιανικό διάταγμα του έφτασε τάχιστα ακόμη και στις πλέον απομακρυσμένες περιοχές της αυτοκρατορίας και οι πιο φανατικοί διοικητές των επαρχιών το έθεσαν σε εφαρμογή με απόλυτη ακρίβεια. Ανάμεσα στα θύματα του είναι και οι άγιοι Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες, που τιμά και εορτάζει η τοπική μας Εκκλησία και η πόλη του Κιλκίς την 28η Νοεμβρίου κάθε χρόνο.

Όπως γράφει ο άγιος Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας (1055-1107), και επαναδιατυπώνει συνοπτικά ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Συναξαριστή του (1749-1809)ο Ιουλιανός, όταν έγινε αυτοκράτορας (361-363) βάλθηκε να αφανίσει από τον κόσμο, όσους περισσότερους Χριστιανούς ή Γαλιλαίους όπως υβριστικά τους αποκαλούσε. Ετσι πρόσταξε με σχετικό διάταγμα τους διοικητές όλων των πόλεων να συλλαμβάνουν και να βασανίζουν τους Χριστιανούς με όσα βασανιστήρια μπορούσαν. Τότε ο διοικητής της Νίκαιας της Μικράς Ασίας, ήτοι ο Κομανταρήσιος της Νίκαιας, φανατικός ειδωλολάτρης, εκήρυξε σε όλη την Νίκαια, ότι όσοι πιστεύουν στον Εσταυρωμένο, να αρνηθούν την πίστη τους και να θυσιάσουν στα είδωλα, αλλιώς θα πάθουν ανεκδιήγητα βάσανα.

Όμως όλοι οι Χριστιανοί της πόλεως αρνήθηκαν να υπακούσουν στο διάταγμα του αυτοκράτορα, με ό,τι εσήμανε αυτό. Ο διωγμός γενικεύτηκε. Αλλοι από τους Χριστιανούς, ύστερα από εξαντλητικές ανακρίσεις και παρωδίες δικών ενώπιον του πλήθους εκτελέσθηκαν δημοσίως, άλλοι, όσοι πρόλαβαν κατέφυγαν στα βουνά και στις ερημιές και άλλοι κατέφυγαν σε άλλες πόλεις, νομίζοντας ότι εκεί δεν θα υφίστατο διωγμές.
Μεταξύ αυτών των χριστιανών ήσαν και οι Τιμόθεος, Κομάσιος, Ευσέβιος και Θεόδωρος.

Αυτοί κατέφυγαν προς Δυσμάς με προορισμό τη Θεσσαλονίκη, όπου έφθασαν ύστερα από λίγες ημέρες πεζοπορώντας. Επειδή, όμως, και εκεί έβλεπαν ότι οι πολίτες, καταπτοημένοι από το φόβο του υπήκουον στα ασεβή θελήματα του αποστάτη αυτοκράτορα, έφυγαν και επήγαν στην Τιβεριούπολη, την γνωστή Στρώμνιτσα, που βρίσκεται προς τα βορείως της Θεσσαλονίκης.

Εκεί ο Τιμόθεος έγινε επίσκοπος, ο Κομάσιος, στρατιώτης προηγουμένως έγινε μοναχός, ο Ευσέβιος ήταν ήδη μοναχός από τη Νίκαια, και τέλος ο Θεόδωρος ήταν ήδη επίσκοπος από τη Νίκαια και ακόμη και ήταν ένας από τους 318 θεοφόρους Πατέρες, που το 325 είχαν συγκροτήσει την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια. Αυτοί οι τέσσερις συνέπηξαν μυστική αδελφότητα, διήγον βίον ενάρετο και εκήρυτταν το Ευαγγέλιο του Χριστού μέσα στην πόλη και τα περίχωρα. Στην περιοχή αυτή υπήρχαν ελάχιστοι Χριστιανοί ανοργάνωτοι και ξεκομμένοι.

Με την εγκατάσταση των ως άνω Αγίων στην πόλη αναθάρρησαν και πολλοί πλαισίωσαν την μοναστική αδελφότητά τους. Οι πιο διακεκριμένοι οι απ’ αυτούς ήσαν οι Πέτρος, Ιωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος και Νικηφόρος ιερείς, οι Βασίλειος και Θωμάς διάκοινοι, οι Ιερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων και Σωκράτης μοναχοί. Ετσι όλοι μαζί έγιναν δεκαπέντε. Σε λίγο διάστημα εντάχθηκε στην αδελφότητά τους και ένας λαϊκός πρώην στρατιώτης ονόματι Ετιμάσιος.

Ολοι μαζί αυτοί «μελετώντες εν τω νόμω Κυρίου πάντοτε μετεχειρίζοντο μίαν αγγελικήν πολιτείαν, φωτίζοντας με τας ψυχάς των ανθρώπων με το φως της θεογνωσίας, λατρεύοντας δε τα πάθη και τα της ψυχής και τα του σώματος. Μισθόν δε της ιατρείας εζήτουν από τους ασθενείς το να πιστεύσωσιν εις τον Χριστόν». (Αγ. Νικοδήμου: Συναξαριστής. Τόμ. 2ος σελ.205, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, εκδ.Β’).

Όταν τα άκουσαν αυτά οι διοικητές της Θεσσαλονίκης Ουάλης (ή Βέλης) και Φίλιππος, φανατικοί ειδωλολάτρες «θερμοί πληρωταί των προσταγμάτων του ασεβούς βασιλέως», έσπευσαν στην Τιβεριούπολη και συνέλαβαν τους ως άνω αγίους. Αφού τους έσυραν δέσμιους στην κεντρική πλατεία της πόλεως σε δημόσια δίκη, τους ανέκριναν μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήθος τάζοντάς τους μεγάλες τιμές και αμοιβές αν αρνούνταν την πίστη τους και θυσίαζαν στα είδωλα και απειλώντας τους με φοβερά βασανιστήρια και επώδυνο θάνατο αν επέμεναν να κρατούν την πίστη τους.

Τους επετίμησαν διότι «καταφρονούσαν τα βασιλικά προστάγματα και αποστρεφόμενοι τας περί θεών μαρτυρίας, λατρεύουσιν ένα άνθρωπον σταυρωθέντα με τους ληστάς.
Οι δε άγιοι ανοίξαντες το στόμα απέδειξαν με την των ειδώλων ματαιότητα, ωμολόγησαν δε το μυστήριον της ευσεβούς Θεολογίας και της του Θεού Λόγου οικονομίας» (Ευθ’ ανωτ. Σελ. 205-206). Η ευφράδεια, η σοφία και το θάρρος των απολογουμένων αγίων κατέπλησσαν το συγκεντρωμένο πλήθος. Τότε οι δύο διοικητές Ουάλης και Φίλιππος, διέκοψαν απότομα την απολογία τους και τους είπαν: «Ή ομολογείτε ότι θυσιάζετε στους θεούς, ειδεμή θα θανατωθείτε. Οι άγιοι αμέσως, με ένα στόμα εφώναξαν: «Μη γένοιτο ποτέ να θυσιάσωμεν εις τους δαίμονας και εις τα αυτώ είδωλα ημείς οίτινες ελευθερώθημεν από την δουλείαν των δαιμόνων υπό του αληθινού Θεού ημών». Τότε οι εν λόγω διοικητές, επειδή επείγοντο να επιστρέψουν στην Θεσσαλονίκη για δημόσιες υποθέσεις, διέταξαν να φονευθούν οι άγιοι με ξίφος στον τόπο των θανατικών εκτελέσεων.

«Πορευόμενοι, λοιπόν, εις τον τόπον της καταδίκης οι του Χριστού γενναίοι αγωνισταί, έχαιρον και ηγάλλουντο με χαράν και αγαλλίασιν ανοκλάλητον. Όθεν αποκεφαλισθέντες έλαβον όλοι παρά Κυρίου Κυρίου τους της αθλήσεως αμαραντίνους στεφάνους» (Ευθ’ ανωτ. Σελ. 206). Ενας εξ αυτών, ο ιερέας Πέτρος, του οποίου η καρδιά άναψε εκείνη την ώρα από ένθεο ζήλο, εφώναξε δυνατά: «ω, εσείς, παραβάτες και εχθροί της αλήθειας, γιατί χύνετε αναίτια τα αίματα των δικαίων για τους οποίους δεν βρέθηκε καμμιά κατηγορία άξια για την επιβολή θανατικής καταδίκης».

Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια «οι μιαροί άρχοντες, θύμωσαν πολύ και πρόσταξαν να ξεγυμνώσουν τον άγιο και να τον ξαπλώσουν καταγής. Επειτα να τον δέρνουν αλύπητα με ραβδιά και να του κόψουν τα χέρια του, έπειτα να τον αποκεφαλίσουν επί τόπου και να κομματιάσουν το σώμα του, πετώντας τις σάρκες του στα σκυλιά. Τότε συνέβη να πέσει το κομμένο χέρι του ιερέως Πέτρου κοντά στα πόδια μιας γυναίκας τυφλής εκ γενετής, η οποία το περιμάζεψε και το διέσωσε στο σπίτι της, όπου το εναγκαλιζόταν και τοα καταφιλούσε. Και τότε «ώ, των θαυμασίων σου Κύριε! Ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί της. Οθεν, βλέπουσα το φως, του ηλίου με μεγάλην φωνήν την του Χριστού και των αγίων εκήρυττε δύναμεων. Είτα λαβούσα την δεξιάν, υπήγεν εις την Θεσσαλονίκην και απεθησαύρισεν αυτήν εις τον εκείσε ναόν της Καλλινίκου μάρτυρος Αναστασίας, όπου διαφυλάχθηκε.

Αυτό το ιερό λείψανο ευρίσκεται σήμερα στον περικαλή ναό των αγίων Δεκαπέντε Μαρτύρων. Τα ιερά λείψανα των υπολοίπων σφαγιασθέντων αγίων τα περισυνέλεξαν μερικοί θαρραλέοι Χριστιανοί και με λαμπάδες και θυμιάματα τα ενταφίασαν στην Τιβεριούπολη. Κάθε λείψανο το τοποθέτησαν σε χωριστή ψειψανοθήκη επιγράφοντας το όνομα, τη ζωή και το αξίωμα καθενός. Από τότε και ύστερα εγίνοντο πολλά θαύματα όχι μόνον σε Χριστιανούς, αλλά και σε ειδωλολάτρες, έτσι που πολλοί απ’ αυτούς παρακινούμενοι από τα θαύματα των αγίων, πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν και έτσι δεν απέμεινε κανένας ειδωλολάτρης στην Τιβεριούπολη (Στρώμνιτσα), ούτε και στην γύρω περιοχή της.

Οι Χριστιανοί της πόλεως ανήγειραν περικαλή ναόν εντός του οποίου ετοποθέτησαν τις ιερές λάρνακες αυτών των Αγίων. Κάποτε όμως επέδραμε στην περιοχή αυτή ένα βάρβαρο έθνος, οι Ομβροι, οι οποίοι λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την πόλη και το ναό των Αγίων Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων. Μετά από πολλά χρόνια οι Βούλγαροι ανακάλυψαν τα λείψανα αυτών των αγίων και τα μετέφεραν στην Κραλινίτσα σε νέο περικαλή ναό.

Στα νεώτερα χρόνια, με βασιλικό διάταγμα, οι Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες της Στρώμνιτσας ανακηρύχθηκαν Πολιούχοι και Προστάτες του Κιλκίς, μια και πολλοί Στρωμνιτσιώτες, μετά την εκχώρηση της Στρώμνιτσας το 1913 από τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις στη Βουλγαρία, εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς.

Η εορτή και πανήγυρις των εν λόγω Αγίων τελείται την 28η Νοεμβρίου κάθε χρόνο με γενική αργία
(Βλέπε και: οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, Τόμ. 2, σελ. 202-207, – Θεοφυλάκτου Αχρίδος (Αρχιεπ. Βουλγαρίας): Οι Δεκαπέντε Μάρτυρες της Τιβεριούπολης, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη ISBN: 978-960-463-047-9 Internet/ Ορθόδοξη Πορεία: 28 Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων 15 Ιερομαρτύρων των εν Τιβεριούπολει, Πολιούχων Κιλκίς, Βίος – Ακολουθία).

Είθε οι Αγιοι Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες να προστατεύουν το Κιλκίς και τους κατοίκους του.

*Θεολόγος, πρώην λυκειάρχης

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....