Στις 13 Οκτωβρίου 1904, ο Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Παύλος Μελάς έπεσε νεκρός ποτίζοντας με το αίμα του την ιερή γη της Μακεδονίας.
Γόνος επιφανούς οικογενείας των Αθηνών, αξιωματικός καριέρας, θα μπορούσε να ολοκληρώσει με προφανή ευχέρεια τη σταδιοδρομία του στο απυρόβλητο των σαλονιών της αθηναϊκής κοινωνίας.
Προτίμησε όμως να τεθεί πρωτοπόρος στον αγώνα για την εθνική υπόθεση της Μακεδονίας και με την εθελοθυσία του να συνεγείρει το Έθνος, που μετά από λίγα χρόνια αποδύθηκε στην επική εξόρμηση του 1912-13.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
Ἕνας Εὔελπις, τήν πρώτη μέρα μετά τήν εἴσοδό του στή Στρατιωτική Σχολή, λαμβάνει ἀπό τόν τεταρτοετή Εὔελπι, πού ἀναλαμβάνει τή διαπαιδαγώγησή του, ἕνα γράμμα, στό ὁποῖο ἀναφέρονται τά ἑξῆς: «Ἡ ζωή εἶναι πόλεμος. Ἡ γῆ σου εἶναι φρούριο καί χρέος σου ἡ νίκη… Πολέμα γιά τά ἰδανικά σου, γιά τά ἑλληνικά ἰδανικά τοῦ ἀνθρωπισμοῦ… Νεαρέ Εὔελπι, μάθε καί ἐξασκήσου νά εἶσαι ἁπλός, ὀλιγόλογος, συγκρατημένος, σεμνός. Λίγα λόγια, πολλά ἔργα. Ἀνθρωπιά μεγάλη, πειθαρχία, πεῖσμα, ἀντοχή».
Τό γράμμα, πού δίνεται στόν πρωτοετή Εὔελπι, γράφτηκε ἀπό ἕναν ἥρωα, ὁ ὁποῖος, 200 καί πλέον χρόνια μετά τόν θάνατό του, μιλάει δυνατά στίς καρδιές τῶν σύγχρονων Εὐέλπιδων, ἀλλά καί ὅλων μας. Τό γράμμα αὐτό εἶναι τοῦ Παύλου Μελᾶ, τοῦ ἥρωα τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, πού φύτεψε τόν σπόρο τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Μακεδονίας.
Ὁ Παῦλος Μελᾶς, ἕνα ἀπό τά ἑπτά παιδιά τοῦ Μιχαήλ Μελᾶ καί τῆς Ἑλένης Βουτσινᾶ, γεννήθηκε στή Μασσαλία τῆς Νότιας Γαλλίας στίς 29 Μαρτίου τοῦ 1870. Στήν πόλη αὐτή, πού ἀποτελοῦσε σημαντικό ἐμπορικό κέντρο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ὁ πατέρας του δραστηριοποιοῦνταν ὡς ἔμπορος. Σέ ἡλικία τεσσάρων ἐτῶν ἐπιστρέφει μαζί μέ τήν οἰκογένειά του στήν Ἀθήνα. Τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ κατακερματισμένη Ἑλλάδα προσπαθοῦσε νά ἀνορθωθεῖ μετά τά δύσκολα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας. Τά Ἑπτάνησα τό 1864 καί ἡ Θεσσαλία (ἐκτός τῆς Ἐλασσόνας) τό 1881, δόθηκαν πίσω στήν Ἑλλάδα, ἐνῶ ἀκόμα ἀνέμεναν τήν ἐλευθερία τους ἡ Ἤπειρος, ἡ Μακεδονία, ἡ Θράκη καί τά νησιά τοῦ Αἰγαίου.
Ἡ Μεγάλη Ἰδέα, ἡ προσπάθεια δηλαδή γιά τήν ἐνσωμάτωση τῶν περιοχῶν πού ἀκόμα βρίσκονταν κάτω ἀπό τόν τουρκικό ζυγό, διαδιδόταν ὅλο καί πιό πολύ. Ὁ πατέρας τοῦ Παύλου Μελᾶ συμμεριζόταν αὐτό τό ὅραμα καί δαπάνησε σημαντικό μέρος τῆς περιουσίας του γι’ αὐτόν τόν σκοπό. Σέ ἕνα τέτοιο λοιπόν ἰδεολογικό κλίμα ἀνατράφηκε καί μεγάλωσε ὁ Παῦλος Μελᾶς.
Τό 1885, μόλις τελείωσε τή δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση, ὁ νεαρός τότε Παῦλος, μπαίνει στή Σχολή Εὐελπίδων. Καί τό 1891 ἀποφοιτᾶ μέ τόν βαθμό τοῦ ἀνθυπολοχαγοῦ τοῦ Πυροβολικοῦ. Τόν ἑπόμενο χρόνο παντρεύεται τή Ναταλία Δραγούμη καί ἀποκτοῦν δύο παιδιά, τόν Μιχαήλ καί τή Ζωή.
Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα τόν ἀπασχολεῖ ἔντονα ἡ κατάσταση στήν τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Τόν ἀνησυχεῖ ἰδιαιτέρως ἡ δράση τῶν Κομιτατζήδων, πού προσπαθοῦσαν μέ ὕπουλο τρόπο νά προσαρτήσουν τήνΜακεδονία στή Βουλγαρία. Μέ τό ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, (ἀπό τά χαϊδευτικά ὀνόματα τῶν παιδιῶν του), συμμετέχει μαζί μέ ἄλλους τρεῖς ἀξιωματικούς σέ μυστική ἀποστολή στή Μακεδονία. Συνοδευόμενοι ἀπό Μακεδόνες ἀγωνιστές φτάνουν καί δραστηριοποιοῦνται στή Δυτική Μακεδονία, ἀλλά δυστυχῶς σύντομα οἱ κινήσεις τους γίνονται ἀντιληπτές ἀπό τούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν ἀπό τήν ἑλληνική κυβέρνηση τήν ἀνάκλησή τους. Ἐπιστρέφουν στήν Ἀθήνα χωρίς νά χάσουν τίς ἐλπίδες τους καί ἑτοιμάζουν νέο σχέδιο.
Τόν Ἰούλιο τοῦ 1904, ἐνῶ ὑπηρετοῦσε στήν σχολή Εὐελπίδων, ζητά 20ήμερη ἄδεια καί μέ πλαστό διαβατήριο, πάνω στό ὁποῖο ἀναγραφόταν τό ὄνομα Πέτρος Δέδες καί ἐπάγγελμα ζωέμπορος, φτάνει γιά δεύτερη φορά στή Μακεδονία. Στήν Κοζάνη συναντιέται μέ τό ντόπιο στοιχεῖο καί ἀποφασίζουν τή συγκρότηση ἔνοπλων σωμάτων μέ τή στρατολόγηση ἀνδρῶν ἀπό τίς γύρω περιοχές καί τήν ἀνάληψη ἄμεσης δράσης στή Δυτική Μακεδονία.
Ἐπιστρέφει ξανά στήν Ἀθήνα καί ζητᾶ αὐτή τή φορά τετράμηνη ἄδεια, γιά νά ἀναλάβει ἐπίσημα τήν ἀρχηγία τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Στίς 28 Αὐγούστου λοιπόν τοῦ 1904 ἐγκαταλείπει γιά χάρη τῆς Μακεδονίας τήν οἰκογένειά του καί τό ἀξίωμά του καί γιά τελευταία φορά περνᾶ τά σύνορα, γιά νά βάψει μέ τό αἷμα του τή μακεδονική γῆ. Ἄλλωστε σέ γράμματα, πού καθημερινά ἔγραφε στή σύζυγό του, ἀνέφερε: «Ἄν τό αἷμα ἑνός ἐπιφανοῦς Ἕλληνα βάψει τή μακεδονική γῆ, σύσσωμο τό Ἔθνος θά ἐγερθεῖ καί ἡ Μακεδονία θά σωθεῖ».
Στίς 13 Ὀκτωβρίου 1904 ὁ Παῦλος Μελάς βρισκόταν στή Στάτιστα. Τήν ἴδια μέρα ὁ Βούλγαρος ἀρχικομιτατζής, γνωρίζοντας ποῦ βρίσκεται ὁ Παῦλος Μελᾶς, ἔστειλε μία χωρική νά ἐνημερώσει τούς Τούρκους πώς τάχα στή Στάτιστα κρυβόταν ὁ ἴδιος μέ τή συμμορία του. Ἔστειλε σκόπιμα αὐτό τό παραπλανητικό γράμμα, καθώς γνώριζε πώς οἱ Τοῦρκοι δέν ἐπιτίθονταν στίς ἑλληνικές ἔνοπλες δυνάμεις, πού τούς ἀπάλλασσαν ἀπό τήν καταδίωξη τῶν κομιτατζήδων. Βρῆκε λοιπόν τήν εὐκαιρία νά σκοτώσει τόν ἀρχηγό τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα.
Οἱ Τοῦρκοι τό πίστεψαν καί νομίζοντας πώς κυνηγᾶνε τόν Βούλγαρο ἀρχικομιτατζή ἔφτασαν στό σπίτι πού βρισκόταν ὁ Παῦλος Μελᾶς. Τό σπίτι περικυκλώθηκε καί ἀμέσως ξέσπασαν πυροβολισμοί. Στή συμπλοκή πού ἀκολούθησε ὁ Παῦλος Μελᾶς τραυματίστηκε σοβαρά στήν ὀσφυική χώρα. Τελευταία του ἐπιθυμία ἦταν νά δοθεῖ ὁ σταυρός του στή γυναίκα του καί τό τουφέκι στόν γιό του. Μετά ἀπό μισή ὥρα ὁ ταπεινός μά δυναμικός πρωτεργάτης τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα ξεψύχησε.
Ἡ θυσία του σηματοδότησε τήν οὐσιαστική ἔναρξη τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, πού κορυφώθηκε στούς Βαλκανικούς Πολέμους.