απο το περιοδικό ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Οκτωβρίου
Κύριε,
Τό μέγιστο δῶρο Σου στή ζωή μου εἶναι ὁ χρόνος. Ἀφειδώλευτα μοῦ τόν χάρισες, γιά νά τόν ἔχω δικό μου, καταδικό μου, γιά νά τόν γεμίζω ἤ νά τόν σπαταλῶ, νά τόν ἐξαγιάζω ἤ νά τόν ρυπαίνω, ἀνάλογα μέ τίς διαθέσεις μου.
Ὁ χρόνος μου! Πῶς ἄραγε τόν ἀξιοποίησα ὥς τώρα; Ἄν στρέψω τό βλέμμα πρός τά πίσω, βλέπω πτώσεις, θυμούς, σκληρότητα κι ἀμετανοησία. «Ἔτσι εἶμαι, δέν ἀλλάζω», ἡ εὔκολη δικαιολογία. Κι ὅμως, ἀκούω τήν παρήγορη φωνή Σου: «Ἔτσι εἶσαι, ἀλλά ἐγώ σέ ἀλλάζω. Ἀρκεῖ νά τό θέλεις».
Χριστέ μου, δέν Σοῦ ἀνταπέδωσα τό βαρύτιμο δῶρο, δέν φόρτωσα τόν χρόνο τῆς ἕως τώρα ζωῆς μου μέ τά στολίδια τῶν ἀρετῶν. Μά, ἔστω καί τώρα, Σέ ἱκετεύω: Φώτισε τά βήματα, ἁγίασε τίς ἐπιλογές μου, ἀξίωσέ με νά ὀμορφύνω τό ὑπόλοιπο τοῦ βίου μου.
Σύ, ὁ ἄρχων τῆς εἰρήνης, δῶσε μου τοῦτο τόν καρπό τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἐν εἰρήνῃ οἱ σκέψεις, τά λόγια καί οἱ πράξεις μου. Ἐν εἰρήνῃ ἡ συμπεριφορά μου στά εὐχάριστα ἤ τά λυπηρά, στά εὔκολα ἤ τά πειρασμικά. Κάθε ὥρα, κάθε μέρα. Ὅσο ὑπάρχει γιά μένα ὁ «ὑπόλοιπος χρόνος», εὐλόγησέ με νά σκορπίζω τό ἄρωμα τῆς εἰρήνης, τῆς οὐράνιας γαλήνης, πού τόσο λείπει ἀπό τόν ταραγμένο κόσμο μας.
Πρώτιστα, δῶρο δικό Σου ἡ εἰρήνη. Ἀλλά καί ἀποτέλεσμα τῆς μετανοίας μου. Μετάνοια εἰλικρινή, ὁλόψυχη, δυνατή θέλεις νά δεῖς στή βιοτή μου. Καί τότε ἡ δωρεά Σου θά ἔρθει πλουσιοπάροχη, ὁ γνόφος τῆς εἰρήνης θά μέ σκεπάσει. Τότε ὁ θυμός μου θά κατευθύνεται ὀρθά, πρός τόν ἀρχέκακο, καί δέν θά παρεκκλίνει πρός τούς συνανθρώπους.
Κύριε, ὅσος κι ἄν εἶναι ὁ «ὑπόλοιπος χρόνος» μου, ἄς εἶναι γεμᾶτος μέ εἰρήνη καί μετάνοια. Ἄς εἶναι γεμᾶτος μέ Σένα!