Την Τρίτη, 25 Μαρτίου, πανηγύρισε με εκκλησιαστική λαμπρότητα ο περικαλλής Ιερός Καθεδρικός Ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στο Σύδνεϋ. Επί τη μεγάλη Θεομητορική εορτή του Ευαγγελισμού, τελέστηκε Πολυαρχιερατικό Συλλείτουργο προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ.κ. Μακαρίου, συλλειτουργούντων του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σεβαστείας κ. Σεραφείμ, των Θεοφιλεστάτων Επισκόπων Τολιάρας και Νοτίου Μαδαγασκάρης κ. Προδρόμου, Πέρθης κ. Ελπιδίου, Μιλητουπόλεως κ. Ιακώβου και Μαγνησίας κ. Χριστοδούλου, Αρχιγραμματέως της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, του Πρωτοσυγκέλλου και Ιερατικώς Προϊσταμένου του Καθεδρικού Ναού, Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου κ. Χριστοφόρου Κρικέλη, και άλλων κληρικών της πόλεως του Σύδνεϋ.
Κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας ανεγνώσθη εν πληθούση εκκλησία, στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, το μήνυμα του Σεβασμιωτάτου κ.κ. Μακαρίου για τη διπλή εορτή της 25ης Μαρτίου, τον Ευαγγελισμό της Αειπαρθένου Μαρίας και την Ελληνική Επανάσταση του 1821. «Το γεγονός του Ευαγγελισμού αποτέλεσε το προοίμιο μίας καινούργιας εποχής για το ανθρώπινο γένος, μιας εποχής όπου το σκοτάδι υποχωρεί και εξαπλώνεται το φως, όπου η απελπισία αντικαθίσταται από την εν Χριστώ χαρά και την ελπίδα της αιώνιας ζωής», σημείωνε, μεταξύ άλλων, στο μήνυμά του ο Αρχιεπίσκοπος.

Προ της Απολύσεως και σε ατμόσφαιρα βαθειάς συγκινήσεως, εψάλη επιμνημόσυνη δέηση υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κυρού Στυλιανού, επί τη συμπληρώσει έξι ετών από την εκδημία του. «Τον ενθυμούμαστε με πολλή ευγνωμοσύνη, διότι πραγματικά ήταν μία μεγάλη και λαμπρά εκκλησιαστική και θεολογική προσωπικότητα», ανέφερε εισαγωγικά, για τον μακαριστό προκάτοχό του, ο Σεβασμιώτατος κ.κ. Μακάριος. «Δοξάζω το Θεό», συνέχισε, «που ανέλαβα αυτή τη μεγάλη και ιστορική Επαρχία του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου μετά από την αρχιερατεία μεγάλων και αξίων Πρωθιεραρχών, μεταξύ των οποίων ο Αυστραλίας Στυλιανός, ο οποίος διηκόνησε τον λαό μας σε δύσκολες εποχές, με πολλά προβλήματα, με πολλούς διχασμούς και με μεγάλη φτώχεια. Και κυρίως αυτός, μαζί με τον άμεσο προκάτοχό του Αρχιεπίσκοπο Ιεζεκιήλ, αντιμετώπισαν το μεγάλο κύμα μετανάστευσης από την Ελλάδα». «Αναμφισβήτητα, ο αοίδιμος Στυλιανός παρέδωσε την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας πολύ καλύτερη από ό,τι την είχε παραλάβει», υπογράμμισε σε άλλο σημείο, ενώ κατακλείοντας ευχήθηκε ο Θεός να τον αναπαύσει μετά των Αγίων και Δικαίων.
Παρόντες ανάμεσα στο εκκλησίασμα, ήταν ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στο Σύδνεϋ κ. Ιωάννης Μαλλικούρτης, οι Βουλευτές εξ Ελλάδος κ.κ. Σταύρος Κελέτσης, Αθανάσιος Παπαθανάσης, Στέφανος Παραστατίδης και Μιλτιάδης Ζαμπάρας, μέλη αντιπροσωπίας της Βουλής των Ελλήνων που επισκέπτεται την Αυστραλία για τους εορτασμούς της 25ης Μαρτίου, και ο κ. Θεοδόσιος Πενκλής, Άρχων της Μ.τ.Χ.Ε. και Αντιπρόεδρος του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου.

Με τη δέουσα εκκλησιαστική λαμπρότητα και με την παρουσία πολυπληθούς εκκλησιάσματος, τελέστηκε τη Δευτέρα, 24 Μαρτίου, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ.κ. Μακαρίου, ο Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός επί τη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στον εορτάζοντα Ιερό Καθεδρικό Ναό του Σύδνεϋ. Συγχοροστάτησαν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σεβαστείας κ. Σεραφείμ και οι Θεοφιλέστατοι Επίσκοποι Τολιάρας και Νοτίου Μαδαγασκάρης κ. Πρόδρομος, Πέρθης κ. Ελπίδιος, Μιλητουπόλεως κ. Ιάκωβος και Μαγνησίας κ. Χριστόδουλος, Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας. Συμμετείχαν στην Ακολουθία ο Πρωτοσύγκελλος και Ιερατικώς Προϊστάμενος του Καθεδρικού Ναού, Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου κ. Χριστοφόρος Κρικέλης, ο Οσιολογιώτατος Ιερομόναχος π. Αντίπας, Γέροντας του Ιβηριτικού Κελλίου της Αγίας Άννης στις Καρυές του Αγίου Όρους, και πλήθος κληρικών της πόλεως του Σύδνεϋ.
Στο τέλος του Εσπερινού, προ του κηρύγματος, ο Σεβασμιώτατος κ.κ. Μακάριος χαιρέτισε με θερμούς αδελφικούς λόγους την παρουσία των συγχοροστατούντων Αρχιερέων, όπως και του Αγιορείτη Ιερομονάχου π. Αντίπα, ο οποίος επισκέπτεται την Αυστραλία για να διακονήσει το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως κατά την περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Στη συνέχεια, δοξάζοντας τον Πανάγιο Θεό, εξέφρασε τη χαρά και την ευαρέσκειά του για την πρόοδο του έργου της ανακαινίσεως του Ιερού Καθεδρικού Ναού, ενός εγχειρήματος απαιτητικού το οποίο πλέον οδεύει προς την ολοκλήρωσή του. «Αυτό είναι το σπίτι της Παναγίας», σημείωσε χαρακτηριστικά, «και το σπίτι της Παναγίας πρέπει να είναι το πιο όμορφο σε όλη την Αυστραλία». «Και θα γίνει», επεσήμανε με έμφαση, «διότι αξίζει μια λαμπρή μαρτυρία στους μετανάστες που ήρθαν εδώ και εργάστηκαν και μόχθησαν και αγωνίστηκαν».

Εστιάζοντας, έπειτα, στο κοσμοσωτήριο γεγονός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ο Σεβασμιώτατος υπογράμμισε την υπακοή που επέδειξε η αειπαρθένος Μαρία στο θέλημα του Θεού. Επεσήμανε δε ότι, αντίθετα με την Εύα, η οποία με την ανυπακοή της έβγαλε από τον Παράδεισο το ανθρώπινο γένος, η Παναγία, ως «νέα Εύα», άνοιξε εκ νέου τις πόρτες του Παραδείσου με την απόκρισή της: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου».
Τέλος, ο Αρχιεπίσκοπος κ.κ. Μακάριος μίλησε με υπερηφάνεια για την Εθνική Επέτειο της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 και ανέδειξε τον πρωτεύοντα ρόλο που διεδραμάτισε η ορθόδοξη πίστη στον ξεσηκωμό και την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων. Επικαλούμενος τη μαρτυρία του ιδίου του Αρχιστρατήγου της Εθνεγερσίας, Θεοδώρου Κολοκοτρώνη -ότι «όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος»-, ο Σεβασμιώτατος προέτρεψε άπαντες να μη λησμονούν αυτή την ιστορική αλήθεια, που αποτέλεσε θεμέλιο για τη μετέπειτα πορεία του ελληνικού έθνους. «Όταν αυτό το ξεχνάμε», υπογράμμισε, «δε χάνουμε την πίστη μας -διότι η πίστη θα υπάρχει εις αιώνας αιώνων- αλλά χάνουμε την ελληνική μας ταυτότητα. Δεν μπορεί να υπάρξει ελληνική ταυτότητα, χωρίς ορθόδοξη πίστη. Δεν μπορεί να υπάρξει Ελληνισμός, χωρίς Ευαγγέλιο. Δεν μπορεί να υπάρξει Ελλάδα χωρίς Χριστό. Και αν προσπαθήσουμε να διαχωρίσουμε τον Ελληνισμό από την πίστη στον Χριστό εν ονόματι του μοντερνισμού, της προόδου και όλων αυτών που λέγονται κατά καιρούς, τότε θα αποτύχουμε. Η Εκκλησία θα υπάρχει, όμως το Γένος μας, το κράτος μας, η γλώσσα, οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά μας θα χαθούν. Γι’ αυτό, πρέπει να ακούμε στα αυτιά μας με κάθε ευκαιρία αυτόν τον λόγο του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη».