Πῶς πρέπει νά προσευχόμαστε

απο το περιοδικό ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

 

Ἡ προσευχή εἶναι ἄρρηκτα συνυφασμένη μέ τή ζωή τοῦ Χριστιανοῦ. Ὡστόσο, τό θέμα δέν εἶναι μόνο νά προσευχόμαστε, ἀλλά νά ξέρουμε καί πῶς πρέπει νά προσευχόμαστε. Γιά νά ἔχει ἀποτέλεσμα ἡ προσευχή στήν ψυχή μας, γιά νά ἔρθει ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά γίνεται μέ συγκεκριμένο τρόπο. Ὄχι μόνο νά ἐπαναλαμβάνουμε μηχανικά τήν εὐχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» ἤ κάποια ἄλλη προσευχή. Δέν φθάνει ἁπλῶς νά προσευχόμαστε. Σημασία ἔχει ἡ στάση ἡ πνευματική, πού πρέπει νά πάρουμε μέσα μας.

Ἀρχικά, κατά τήν προσευχή, δέν χρειάζεται νά ὑποδεικνύουμε στόν Θεό πῶς νά μᾶς βοηθήσει. Νά εἴμαστε σίγουροι ὅτι τά δικά μας θελήματα δέν συμφωνοῦν μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ Θεός θέλει τό καλό τῆς ψυχῆς μας, ἐνῶ ἐμεῖς δέν ζητᾶμε πάντα αὐτό πού μᾶς συμφέρει! Ἐμεῖς νά λέμε: «Θεέ μου, γενηθήτω τό θέλημά Σου». Νά ζητοῦμε νά γίνει, ὄχι αὐτό πού θέλουμε ἐμεῖς, ἀλλά αὐτό πού ἀρέσει στόν Θεό.

Ἀπό τήν ἄλλη, νά μή ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό ὑλικά ἀγαθά, γιατί ὁ Θεός ξέρει καλύτερα ἀπό μᾶς τί μᾶς χρειάζεται, ἀλλά μόνο πνευματικά: «Μή μεριμνήσετε γιά τήν τροφή καί τό ἔνδυμα. Διότι, ἄν γιά τά ἄλογα ζῶα καί τά πετεινά καί γι’ αὐτά τά ἄψυχα φροντίζει καί μεριμνᾶ ὁ Κύριος, δέν θά φροντίσει πολύ περισσότερο γιά σᾶς; (Ματθ. στ΄ 26-28). Ἀλλά νά ζητᾶτε μᾶλλον τή Βασιλεία Του καί τήν ἐπικράτηση τοῦ θελήματός Του στή γῆ, καί ὅλα τά ἄλλα θά ἀκολουθήσουν» (Ματθ. στ΄ 33).

Ὅταν ὁ Θεός ἀργεῖ νά ἀπαντήσει στίς ἱκεσίες μας, νά μή χάνουμε τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα μας. Ὁ Θεός, ὡς καρδιογνώστης, ξέρει πότε θά εἴμαστε ἕτοιμοι, γιά νά μᾶς δώσει τά δῶρα Του.

Ἐάν μᾶς ἔρχονται φαντασίες τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, πρέπει νά τίς διώχνουμε, ἀκόμη κι ἄν φαίνονται καλές καί ἅγιες. Ἐπίσης, νά διώχνουμε καί ὅλους τούς λογισμούς, πού μᾶς ἔρχονται καί μᾶς ἀποσποῦν ἀπό τήν προσευχή. Πρέπει ὁ νοῦς μας νά παρακολουθεῖ μέ προσοχή τά λόγια τῆς προσευχῆς. Ἐπιπλέον, νά ἔχουμε τήν πρέπουσα εὐλάβεια καί τή συναίσθηση ὅτι συνομιλοῦμε μέ τόν Θεό.

Ἐάν θέλουμε νά εἰσακουσθεῖ ἡ προσευχή μας, ὀφείλουμε νά ἔχουμε ἀπόλυτη αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καί ἀναξιότητάς μας. Νά προσευχόμαστε μέ πνεῦμα γεμᾶτο συντριβή, μέ πόνο ψυχῆς καί ταπείνωση, πιστεύοντας ὅτι δέν ἔχουμε τίποτα καλό νά ἐπιδείξουμε. Δέν γίνεται ὁ Θεός νά ἐλεήσει κάποιον πού ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του.

Ὁ Θεός δέν ἀκούει τίς προσευχές ἐκείνων πού εἶναι ὀργισμένοι καί θυμωμένοι ἐναντίον τοῦ πλησίον. Δέν γίνεται νά ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά τιμωρήσει τόν ἐχθρό μας. Γιατί μία τέτοια προσευχή εἶναι ἀντίθετη μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου, πού μᾶς προτρέπει νά συγχωροῦμε τόν ἐχθρό μας. Ἀντίθετα, χρειάζεται νά εἴμαστε συμπονετικοί γιά τόν κάθε ἄνθρωπο καί νά μήν ἔχουμε στήν καρδιά μας κακία γιά κανέναν. Ἐάν ἐμεῖς δέν συγχωροῦμε, πῶς ὁ Θεός θά συγχωρήσει ἐμᾶς;

Ἄλλος ἕνας βασικός κανόνας εἶναι νά μήν πέφτουμε σέ πολυλογία κατά τή διάρκεια τῆς προσευχῆς. Ἀναφέρει τό Εὐαγγέλιο: «Ὅταν προσεύχεσθε, μή φλυαρεῖτε, ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες, πού νομίζουν ὅτι μέ τήν πολυλογία τους θά εἰσακουσθοῦν (Ματθ. στ΄ 7). Ἡ ἀξία τῆς προσευχῆς βρίσκεται ὄχι στήν ποσότητά της, ἀλλά στήν ποιότητά της. Τά ἁπλᾶ καί ἀνεπιτήδευτα λόγια εὐχαριστοῦν καί ἱκανοποιοῦν περισσότερο τόν οὐράνιο Πατέρα. Μία μονάχα σύντομη φράση τοῦ τελώνου συγκίνησε τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Ἡ πολυλογία στήν προσευχή διασπᾶ τήν προσοχή καί φέρνει φαντασίες. Ὁ Θεός δέν θέλει ὡραῖα λόγια, θέλει ὄμορφη ψυχή.

Στήν περίπτωση πού περνᾶμε μιά δοκιμασία καί παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς βοηθήσει, ὀφείλουμε νά τά ἀφήσουμε ὅλα σ’ Αὐτόν, ἔχοντας τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός θά ἐνεργήσει, ὅπως Αὐτός ξέρει. Νά μή βλέπουμε τήν ἀνάγκη ἤ τή δοκιμασία. Νά μήν ἐπηρεαζόμαστε ἀπό αὐτά. Γιατί, ὅταν εἴμαστε ἀγχωμένοι καί φοβισμένοι ἤ μᾶς ἔχει καταλάβει ἡ δειλία καί προσευχόμαστε, τότε ἡ προσευχή αὐτή δέν ἔχει καμιά δύναμη. Χρειάζεται νά εἴμαστε ψύχραιμοι. Ὅταν καταφεύγει κανείς στόν Θεό μέ τήν προσευχή, σημαίνει ὅτι ξεχνάει τά πάντα, ἀφήνεται ἐν λευκῷ στόν Θεό. Καί τότε ὁ Θεός ἐπεμβαίνει.

Τέλος, γιά νά εἰσακουστεῖ ἡ προσευχή μας, πρέπει νά ἀπέχουμε ἀπό τό κακό καί νά δουλεύουμε τήν ἀρετή. Οἱ προσευχές μας, δηλαδή, πρέπει νά ὑποστηρίζονται ἀπό τόν πνευματικό μας ἀγῶνα καί τίς καλές μας πράξεις. Ὅταν ὁ νοῦς μας εἶναι αἰχμάλωτος ἀπό τή λαιμαργία, τήν πορνεία, τή φιλαργυρία, τήν ὀργή καί τά ἄλλα πάθη, σκοτίζεται καί δέν μπορεῖ νά προσευχηθεῖ, ὅπως πρέπει.

Κάποτε ἕνα πρόσωπο ἀσκοῦσε μέ φλόγα τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Προσευχόταν, δηλαδή, ἐπαναλαμβάνοντας τή φράση: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Σταδιακά ἄρχισε νά προσθέτει προσευχή στήν προσευχή. Κι ἔφτασε νά λέει κάθε ἡμέρα, τό πρωί, στό μπαλκόνι του, πέντε χιλιάδες φορές τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ζοῦσε σέ μιά μεγαλούπολη, στή μέση τοῦ κόσμου. Θεωροῦσε ὅτι ἦταν προχωρημένος στά πνευματικά. Κι ἕνα πρωινό, καθώς ἦταν πρός τό τέλος τῆς προσευχῆς, ἐνοχλήθηκε ἀπό τόν γείτονά του, ὁ ὁποῖος λογομαχοῦσε με κάποιον κι ἔκανε φασαρία. Τόσο πολύ ἐκνευρίστηκε ὁ προσευχόμενος, πού κατέληξε νά πετάει πιάτα στόν γείτονά του. Αὐτό σημαίνει ὅτι τά πάθη κρύβονταν μέσα του. Κι ὅταν ἦρθε ἡ εὐκαιρία, ἐκδηλώθηκαν.

Δίκαια λοιπόν χαρακτηρίζεται ἡ «τέχνη» τῆς προσευχῆς «ἐπιστήμη». Χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος νά ἐπιστρατεύσει ὅλες του τίς δυνάμεις, σωματικές καί πνευματικές, στόν ἀγῶνα τῆς προσευχῆς. Μή μᾶς ἀποθαρρύνει τό γεγονός ὅτι ὁ τρόπος πού προσευχόμαστε δέν εἶναι σωστός ἤ ὅτι ἡ προσευχή μας δέν εἶναι ὅπως πρέπει. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί μέ τόν συνεχή ἀγῶνα ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει τελικά νά προσεύχεται!

 

 

 

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....