από το περιοδικο ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΜΑΪΟΥ
Μέ αὐτόν τόν ὑπέροχο ὕμνο καί τρόπο εἰσάγει, κατ’ ἀρχή, ὁ Μελωδός τῆς Ἐκκλησίας μας τό πρόσωπο καί τόν ρόλο τῆς γυναίκας στό μέγεθος τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Καί ἀνήκει τό τροπάριο αὐτό, τοῦ ὁποίου τόν προφωνήσιμο λόγο προτάξαμε, στά λεγόμενα Στιχηρά-μελωδήματα τῶν Αἴνων, τά ὁποῖα διαγγέλλονται ἀνήμερα τό Πάσχα, ἀλλά καί ἐξακολουθοῦν νά μᾶς συντροφεύουν σέ ὅλη τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου. Καί ἀποδίδονται, κατά τή μελωδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, σέ ἦχο, ὅπως τόν θέλει ἡ βυζαντινή μας ἐκκλησιαστική παράδοση, τόν τοῦ πλάγιου τοῦ πρώτου, ὁ ὁποῖος καί χαρακτηρίζεται ὡς «φωνή ἀγαλλιάσεως καί θριάμβου», γιατί διακηρύττει στεντόρεια τό εὗρος καί τό μεγαλεῖο, τό ὁποῖο παρήγαγε στόν κόσμο ἡ τοῦ Χριστοῦ ἔγερση.
Ὡστόσο, αὐτό, τό ὁποῖο παρατηρεῖται καί σκοπεύεται στόν ὕμνο τοῦτο, ὅπως καί στόν ἑπόμενο, τό τρίτο ἀπό τά τέσσερα διάδοχό του στιχηρό, τοῦ ὁποίου οἱ ἀγγελτικοί του λόγοι διαμηνύουν: «Αἱ Μυροφόροι γυναῖκες», εἶναι ἡ ἔξαρση καί ἡ ἀπόδοση τιμῆς καί εὔφημης μνείας στό πρόσωπο τῆς κάθε γυναίκας, τήν ὁποία γυναῖκα, ἐπί τοῦ προκειμένου, ἐκπροσωποῦν καί εὐπροσωποῦν οἱ Μυροφόρες Κόρες.
Καί τό πρόσωπο καί τόν ρόλο τοῦ Ὁμίλου τῶν Γυναικῶν αὐτῶν μᾶς τόν διασώζουν τά κείμενα τῶν Εὐαγγελιστῶν, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν Ὑπέραγνη Κόρη τῆς Ναζαρέτ, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν ὁποία ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἀποκαλεῖ «τό κειμήλιον ἁπάσης τῆς οἰκουμένης» καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τήν προσαγορεύει, ὡς τό «Θεοῦ θεόμορφον κειμήλιον». Καί τοῦτο, γιατί, θά μᾶς ἐξηγήσει ὁ Ψαλμωδός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ δεύτερος τῆς ἁγίας Τριάδος δι’ αὐτῆς, «εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο» (Ψαλμ. 92, 1)· τό ὁποῖο σημαίνει, κατά τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο, πώς «διά τῆς Μαρίας κατέστη δυνατή ἡ εἴσοδος τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, ἐνδυομένου τήν εὐπρέπειαν, τουτέστι τήν σάρκα, δηλαδή τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν ὁποία τοῦ προσφέρει ἡ Παρθένος Μαρία». Ἄρα, ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ δάνειο τῆς Κόρης τῆς Ναζαρέτ. Καί αὐτή τή θεανθρώπινη πράξη, εὔγλωττα καί εὔηχα διασημαίνει καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδός στήν θ΄ Ὠδή τοῦ Κανόνα του τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν διθυραμβικά μελωδεῖ: «Μή τῆς φθορᾶς διαπείρᾳ (Παναγία μου) κυοφορήσασα καί παντεχνήμονι Λόγῳ σάρκα δανείσασα».
Καί στό κορυφαῖο ὑπούργημα τῆς Παναγίας, τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου μας, συνυπουργός ὑπάρχει καί ὁ ὑπόλοιπος Ὅμιλος Γυναικῶν. Γιά τόν ὁποῖο θά μᾶς πληροφορήσει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὅτι ἀκολουθοῦσαν, κατά πόδας, τόν Χριστό «γυναῖκες… (ὅπως ἡ Μαρία, ἡ καλουμένη Μαγδαληνή,… καί Ἰωάννα γυνή Χουζᾶ ἐπιτρόπου Ἡρώδου, καί Σουσάνα καί ἕτεραι πολλαί, αἵτινες διηκόνουν αὐτῷ ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῶν» (Λουκ. η΄ 2-3). Ὤ, τί μεστή καί ὑπέροχη συνοδεία!
Καί τώρα, ἐνῶ ὁ Κύριος ὁδεύει πρός τό πάθος του, αὐτές οἱ Γυναῖκες δέν ἀφίστανται τῆς ἀκολουθίας του καί, μάλιστα, οἱ πιό πολλές τόν «κατακολουθοῦν», κατά τήν τελευταία πορεία του ἀπό τή Γαλιλαία πρός τήν Ἰερουσαλήμ (Λουκ. κγ΄ 55).
Καί σ’ αὐτές ἀξίζει καί ἀπονέμεται ὁ κάθε ἔπαινος, γιατί παραμένουν πιστές καί ἀφοσιωμένες Μαθήτριές του, παρά τούς κινδύνους, πού ἐλλοχεύουν, μέχρι τέλους, ἀψηφώντας, προπάντων, καί τούς ἐχθρούς τοῦ Διδασκάλου των, οἱ ὁποῖοι τόν μισοῦσαν θανάσιμα.
Γι’ αὐτό καί τίς βλέπομε νά συνοδεύουν τόν «αἵροντα τόν Σταυρόν του Κύριον» στόν ἀνηφορικό λιθόστρωτο πρός τόν Γολγοθᾶ, οἱ ὁποῖες «καί ἐκόπτοντο (κτυποῦσαν τό στῆθος τους) καί ἐθρήνουν αὐτόν» (Λουκ. κγ΄ 27). Γιά νά στραφεῖ, τότε, ὁ Κύριος πρός αὐτές καί νά τίς παραμυθήσει, ἀλλά καί γιά νά προφητεύσει γιά τό σκληρό καί ἀδυσώπητο τῶν ἡμερῶν, οἱ ὁποῖες θά ἔλθουν γιά τήν Ἰερουσαλήμ καί τόν θεοκτόνο λαό της (Λουκ. κγ΄ 28-31), ἕνεκα τοῦ θεοστυγοῦς ἀνομήματός τους, τό τῆς σταύρωσής του.
Ἡ ἀγάπη τους πρός τόν Διδάσκαλο καί Κύριό τους, τίς στερεώνει, ὥστε νά παραμένουν «παρά τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ» ἀχώριστες καί ἀπό τή βαρυπενθοῦσα Μητέρα του καί τόν θαρραλέο ἀγαπημένο Μαθητή του Ἰωάννη (Ἰω. ιθ΄ 25-26). Καί, ὁπωσδήποτε, ὄντας ἐκεῖ, ἄκουσαν τό θριαμβευτικό του «τετέλεσται» (Ἰω. ιθ΄ 30) καί συμμετεῖχαν στήν κήδευση τοῦ ἀξιολάτρευτου Διδασκάλου τους, ἀπό τούς Ἰωσήφ καί Νικόδημο.
Ὡστόσο, «ὑποστρέψαντες (στήν πόλη) ἡτοίμασαν ἀρώματα καί μύρα (γι’ αὐτό καί Μυροφόρες), καί τό μέν Σάββατον (λόγῳ καί τοῦ Ἑβραϊκοῦ Πάσχα) ἡσύχασαν κατά τήν ἐντολήν» (Λουκ. κγ΄ 56). «Τῇ δέ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέως» πηγαινοέρχονταν στό μνημεῖο, φορτωμένες ἀρώματα, γιά νά ἀλείψουν τό Σῶμα τοῦ Κυρίου τους. Καί αὐτό ἦταν τό προκάλυμμά τους. Στήν πραγματικότητα εἶχαν ἔντονα στερεωμένη μέσα στήν καρδιά τους τήν προφητική του ρήση, «μετά τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι» (Ματθ. κζ΄ 63).
Γι’ αὐτό καί πρῶτες, ἀπό ὅλους τούς ἄλλους, γιά τήν ἄδολη πεποίθηση καί τήν πιστική ἀφοσίωσή τους, ἔλαβαν τό μέγιστο δῶρο, «τό φαιδρόν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα ἐκ τοῦ Ἀγγέλου», κατ’ ἀρχή, καί στή συνέχεια προσυπάντησαν τόν Ἀναστάντα Χριστό καί «ἐπλήσθη χαρᾶς τό στόμα καί ἡ καρδία τους».
Καί, ἐδῶ, μιά σημαντική διευκρίνιση, στήν ὁποία προβαίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί μᾶς τήν παραδίδει. Καί ποιά εἶναι αὐτή; Νά τήν ἐπισκεφθοῦμε. Λέγει ὁ Ἅγιος: «Ἡ πρώτη, ἡ ὁποία ὑπῆρξε μάρτυρας τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου, ἦταν ἡ Θεοτόκος Μαρία, ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου. Αὐτή πρώτη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες Γυναῖκες τόν ὑποδέχθηκε καί αὐτή ἄκουσε ἀπό τό στόμα του τούς λόγους του καί αὐτή μέ τά χέρια της, ἀφοῦ ἔπεσε στά ἄχραντα πόδια του, τά ἀγκάλιασε· παρόλο πού οἱ Εὐαγγελιστές γι’ αὐτή τή συνάντηση δέν μᾶς ἀναφέρουν τίποτε. Καί ξέρετε, γιατί οἱ Εὐαγγελιστές τό ἀποφεύγουν; Διότι δέν θέλουν ἡ μαρτυρία τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ νά προέρχεται ἀπό τήν Παναγία καί τοῦτο, ‘‘ἵνα μή τοῖς ἀπίστοις ὑποψίας ἀφορμήν δῶσι’’, ὅτι, δηλαδή, αὐτή ἡ Μητέρα ἀνέστησε τόν Υἱό της».
Κι ἐνῶ ὁ Ὅμιλος τῶν Γυναικῶν μέ κορυφαία τήν Θεοτόκο διαλαλοῦσε τοῦ Χριστοῦ τήν Ἀνάσταση, οἱ Μαθητές του χαρακτηρίζουν τό ἄγγελμα αὐτό ὡς «λῆρον», δηλαδή τῶν Γυναικῶν φλυαρία καί φαντασίωση, γι’ αὐτό καί δέν τίς ἐμπιστεύονται (Λουκ. κδ΄ 11).
Ὁπότε καί τό ἀναστάσιμο ἄγγελμα τῶν Μυροφόρων Γυναικῶν ὁ Μελωδός τοῦ τροπαρίου, τό ὁποῖο καί προτάξαμε στό παρόν κείμενο, τό μετακενώνει σέ ἕνα ἄλλο ἀπροσμέτρητο μέγεθος, ἀφοῦ καλεῖ τίς Μυροφόρες Κόρες πρῶτες νά γίνουν Εὐαγγελίστριες στή Σιών: «Δεῦτε ἀπό θέας Γυναῖκες εὐαγγελίστριαι καί τῇ Σιών εἴπατε δέχου παρ’ ἡμῶν χαρᾶς εὐαγγέλια τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ. [Καί ἀκόμη]. Τέρπου, χόρευε καί ἀγάλλου Ἰερουσαλήμ τόν Βασιλέα Χριστόν θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος ὡς Νυμφίον προερχόμενον».
Τί φοβερά καί συγκλονιστικά εἶναι τά μηνύματα καί οἱ ἀλήθειες αὐτές! Καί δέν ὑπονοεῖ ὁ Μελωδός ἐδῶ μέ τό «Σιών καί Ἰερουσαλήμ» τόν γεωγραφικό τόπο, ἀλλά ἀπευθύνεται κατ’ εὐθεῖαν στό μέγεθος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, ὡς κοινωνία Θεοῦ καί κόσμου, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, μέ τήν ἀποστασία τῶν Πρωτοπλάστων, ἐξέπεσε. Καί τώρα καλεῖται, ἀπό τίς Μυροφόρες Γυναῖκες, νά δεχθεῖ τά χαρᾶς Εὐαγγέλια τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔρχεται μέ τήν ἀνάστασή του, ὄχι μόνο ὡς θριαμβευτής Βασιλιᾶς, ἀλλά καί ὡς ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας.
Τούς γάμους, λοιπόν, τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ μετά τῆς Ἐκκλησίας του διαγγέλλουν καί ἐγκαινιάζουν πρῶτες οἱ Μυροφόρες Γυναῖκες, γι’ αὐτό καί παραμένουν αἰώνια Εὐαγγελίστριες!
Καί αὐτά, ὡς παρακαταθήκη, γιά τήν κάθε χριστιανή γυναίκα.