Ἅλωση τῆς Πόλης – Ἡ μαύρη ἐπέτειος

 

Μερικές στιγμές τῆς ἱστορίας δέν εἶναι ἁπλῶς γεγονότα. Εἶναι ὁρόσημα, εἶναι σημεῖα καμπῆς, ἱκανά νά ἀλλάξουν ἀκόμα καί ὁλόκληρο τόν ροῦ τῆς ἱστορίας. Ἡ 29η Μαΐου τοῦ 1453 εἶναι ἕνα ὁρόσημο, πού ἔχει χαραχθεῖ ἀνεξίτηλα στή μνήμη τῆς ἀνθρωπότητας. Ἰδιαίτερα γιά ἐμᾶς τούς Ἕλληνες εἶναι μιά πληγή. Ἡ ἡμερομηνία αὐτή δέν σήμανε μόνο τό τέλος τῆς χιλιόχρονης βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Δέν σήμανε μόνο τήν πτώση τῆς Βασιλεύουσας. Γιά ἐμᾶς τούς Ἕλληνες σήμανε τήν ἔναρξη 500 καί πλέον χρόνων σκλαβιᾶς. Δίκαια λοιπόν ὀνομάζεται καί «Μαύρη ἐπέτειος».

Ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν πόλη «μοναδική», γι’ αὐτό καί τά μάτια ὅλων ἦταν στραμμένα πάνω της. Ἦταν χτισμένη στό πέρασμα ἀνάμεσα σέ Εὐρώπη καί Ἀσία. Μποροῦσε νά ἐλέγχει τά ἐμπορικά καί στρατιωτικά περάσματα μεταξύ Μεσογείου καί Εὔξεινου Πόντου. Ἀλήθεια, ποιός δέν θά ἤθελε ἡ πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας του νά ἔχει μιά τόσο σπάνια καί σημαντική στρατηγική θέση; Γι’ αὐτό, δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού ἡ Κωνσταντινούπολη ὑπῆρξε στόχος τῶν ἐχθρῶν.

Πρίν τήν ἅλωση τοῦ 1453, ἡ Πόλη των πόλεων γνώρισε πολλές στιγμές κρίσης: ἡ πολιορκία ἀπό τούς Ἄραβες, ἡ πολιορκία ἀπό τούς Σταυροφόρους τό 1204, ἡ πολιορκία ἀπό τούς Νορμανδούς καί τούς Σελτζούκους Τούρκους. Ὅλες αὐτές οἱ πολιορκίες, πού ὑπέστη ἡ Κωνσταντινούπολη, εἶχαν σοβαρές συνέπειες, τόσο γιά τήν ἴδια τήν πόλη, ὅσο καί γιά ὁλόκληρη τήν αὐτοκρατορία. Κάθε πολιορκία, ἐπιτυχημένη ἤ ἀποτυχημένη, ἄφησε τά δικά της σημάδια στή βυζαντινή αὐτοκρατορία. Κι αὐτά τά σημάδια ἔγιναν ἀνοιχτές πληγές, πού δέν μπόρεσε νά ἐπουλώσει. Ἔτσι στήν τελική της πολιορκία, τό 1453, ἦταν πλέον μιά εὔκολη λεία γιά τόν ἐχθρό.

Στά μέσα τοῦ 15ου αἰῶνα, ἡ ἄλλοτε κραταιά βυζαντινή αὐτοκρατορία δέν ἦταν τίποτα ἄλλο ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, μερικά νησιά καί ἕνα κομμάτι τῆς Πελοποννήσου. Εἶχε ἀποδυναμωθεῖ πολιτικά, στρατιωτικά, οἰκονομικά, ἐνῶ στό ἐσωτερικό της ἐπικρατοῦσαν διχόνοιες γιά τήν ἕνωση μέ τούς παπικούς. Οἱ ἐλπίδες, ὅτι ἡ Δύση θά στείλει βοήθεια σέ αὐτή τήν κρίσιμη στιγμή, ἀποδείχθηκαν μάταιες.

Ἀπέναντι ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, πού ἔκανε τά πάντα γιά νά κρατηθεῖ ζωντανή, στεκόταν ἕνας νέος καί ἀποφασισμένος σουλτᾶνος, ὁ Μωάμεθ Β΄ ὁ πορθητής, ὁ ὁποῖος, ἀνεβαίνοντας στόν θρόνο, εἶχε ἕνα ξεκάθαρο σκοπό: τήν κατάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης. Καί γιά νά εἶναι ἐπιτυχημένος αὐτός ὁ σκοπός του, ἐπιστράτευσε κάθε μέσο. Γι’ αὐτό καί ὅταν ξεκίνησε τήν πολιορκία στίς 6 Ἀπριλίου τοῦ 1453, εἶχε συγκεντρώσει ἕναν τεράστιο στρατό, πού ἐκτιμᾶται ὅτι ξεπερνοῦσε τούς 80.000 ἄνδρες. Στά χέρια του εἶχε τό σημαντικότερο ὅπλο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς: τά τεράστια κανόνια τοῦ Οὕγγρου μηχανικοῦ Οὐρβανοῦ, πού χτυποῦσαν ἀδιάκοπα τά ἀδιάρρηκτα ἐπί αἰῶνες Θεοδοσιανά τείχη.

Ἐντός τῶν τειχῶν τῆς Πόλης, ὑπῆρχαν περίπου 7.000 ὑπερασπιστές καί ὁ τελευταῖος βυζαντινός αὐτοκράτορας, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος. Ὁ Κωνσταντῖνος, ἄν καί ἤξερε πώς οἱ πιθανότητες γιά ἐπιτυχία ἦταν μηδαμινές, ἐν τούτοις ἐπέλεξε νά ὑπερασπιστεῖ τήν πόλη του μέχρι τέλους.

Γιά 53 ὁλόκληρες μέρες οἱ Ὀθωμανοί σφυρηλατοῦσαν τά τείχη τῆς Πόλης. Τά ξημερώματα τῆς 29ης Μαΐου τοῦ 1453, ὁ Μωάμεθ ἔδωσε τή διαταγή γιά τήν τελική ἐπίθεση. Τό πρῶτο κῦμα ἐπίθεσης κατευθύνθηκε στήν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ, τό σημεῖο ἀπό ὅπου ὑπερασπιζόταν τήν πόλη ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος.

«Ὅποιος θέλει καί μπορεῖ νά σώσει τόν ἑαυτό του ἄς τό κάνει. Καί ὅποιος εἶναι ἕτοιμος νά ἀντικρύσει τόν θάνατο ἄς μέ ἀκολουθήσει». Αὐτά ἦταν τά τελευταῖα λόγια τοῦ αὐτοκράτορα. Ἡ ἀποφασιστική στιγμή ἦρθε ὅταν οἱ Ὀθωμανοί κατάφεραν νά παραβιάσουν τήν Πύλη τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ, τό πιό ἀδύναμο σημεῖο τῆς βυζαντινῆς ἄμυνας. Μόλις οἱ Ὀθωμανοί πέρασαν καί τήν τελευταία γραμμή ἄμυνας, ξέσπασε μέσα στήν Πόλη σφοδρή μάχη σῶμα μέ σῶμα.

Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, μπροστά στήν ἀδιέξοδη κατάσταση, ἔβγαλε τή βασιλική του στολή καί ἐπιτέθηκε στούς Ὀθωμανούς, γνωρίζοντας πώς ἦταν ἡ τελευταία του μάχη. Ἀκολούθησαν λεηλασίες, σφαγές καί τό ἴδιο βράδυ ὁ Μωάμεθ εἰσῆλθε πανηγυρικά στήν Ἁγία Σοφία, ὡς «Πορθητής». Προσευχήθηκε στόν Ἀλλάχ «ἀναβάς ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης», ὅπως λένε οἱ χρονικογράφοι τῆς ἐποχῆς.

Ὁ Γεώργιος Φραντζῆς, ἕνας ἀπό τούς ἀνώτερους ἀξιωματούχους τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, πού ἔζησε τίς ὀδυνηρές στιγμές καί τόν θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, γράφει στό «Χρονικόν» του: «Τό θέαμα πού ἀντίκρυζε κανείς ἦταν τρομερό, οἱ θρῆνοι πολλοί καί ποικίλοι, ἀμέτρητοι οἱ ἀνδραποδισμοί εὐγενῶν ἀρχοντισσῶν καί παρθένων ἀφιερωμένων στόν Θεό. Ποιός θά μποροῦσε νά περιγράψει τίς κραυγές καί τό κλάμα τῶν παιδιῶν; Τή λεηλασία τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν, τή φρίκη πού ἀκουγόταν; Μποροῦσε νά δεῖ κανείς τό θεῖο αἷμα καί σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά χύνεται καί νά ρίχνεται καταγῆς…».

Καί γιά τόν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο ἀναφέρει: «Ἡ διάρκεια ζωῆς τοῦ ἀειμνήστου, γαληνοτάτου καί μάρτυρος βασιλέως ἦταν 49 ἔτη, τρεῖς μῆνες καί εἴκοσι μέρες».

Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου καί τῶν σύν αὐτῷ ἀθανάτων ὑπερασπιστῶν τῆς Βασιλεύουσας ἔστω ἡ Μνήμη Αἰωνία.

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....