Αναδημοσιεύουμε ένα εξαιρετικό διήγημα
από το περιοδικό
ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Σεπτεμβρίου , με αφορμή την εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού :
Κάτω ἀπό τή σκιά τοῦ Σταυροῦ
— Ἀλεξάνδρα, γύρισα.
— Καλῶς τον, ἀπάντησε ἐκείνη, καθώς ἔβγαινε ἀπό τήν κουζίνα νά τόν ὑποδεχτεῖ.
Πῶς πέρασες σήμερα; ἤθελε νά ρωτήσει. Ἀλλά τόν εἶδε τόσο στεναχωρημένο πού τρόμαξε.
— Τί ἔχεις, Βαγγέλη;
— Καλά εἶμαι. Ἔλα λίγο νά καθίσουμε.
— Συμβαίνει κάτι; τρέμει τώρα ἡ φωνή τῆς Ἀλεξάνδρας.
Ὁ σύζυγος, ἀντί νά ἀπαντήσει, τή ρωτάει:
— Τί ἐπιθυμεῖς περισσότερο ἀπ’ ὅλα στή ζωή σου;
Μιά βαρειά, ἀμήχανη σιωπή ἔπεσε ἀνάμεσα στό ζευγάρι.
— Τί ἐρώτηση εἶναι αὐτή πού μοῦ κάνεις, Βαγγέλη! Λές καί δέν ξέρεις. Μά, νά γυρίσει πίσω τό παιδί μας, ὁ Ἀντρέας μας. Ἔμαθες κάτι; Μή μέ κρατᾶς σέ ἀγωνία. Εἶναι καλά τό παιδί μας;
— Ἡσύχασε. Κάτι μάθαμε. Τό διερευνοῦν οἱ συνάδελφοι. Δέν μοῦ λένε πολλά-πολλά, καταλαβαίνεις. Ἐπειδή εἶναι γιός μου, δέν μοῦ δίνουν πολλές πληροφορίες. Μήν κάνω κάτι καί πάει στράφι ἡ ἐπιχείρηση. Τό μόνο πού μποροῦμε νά κάνουμε εἶναι νά προσευχόμαστε. Ναί, Ἀλεξάνδρα μου;
Ὁ Βαγγέλης ἦταν ἀστυνομικός καί μέ τήν Ἀλεξάνδρα εἶχαν τρία παιδιά. Τρία… ἤ μήπως δύο; Γιατί τά τελευταῖα δύο χρόνια ὁ πρωτότοκός τους, ὁ Ἀντρέας, ἔμοιαζε νά ’χει σβηστεῖ ἀπ’ τή ζωή τους. Ἀπό τότε πού μπῆκε στό Πανεπιστήμιο, ἄλλαξε. Στήν ἀρχή ἁπλᾶ ἀπομακρύνθηκε, ὕστερα σιγά-σιγά χανόταν γιά μέρες. Παρέες, ξενύχτια, ψέματα. Κι ὅσο κι ἄν ὁ Βαγγέλης προσπάθησε μέ τό μυαλό καί τίς γνωριμίες του νά βρεῖ τί συνέβαινε, δέν μπόρεσε. Οὔτε καί ἡ Ἀλεξάνδρα μέ τό ἄγρυπνο μάτι τῆς μάνας.
Ἡ Ἀλεξάνδρα ἔνιωθε πώς τό παιδί της μπερδεύτηκε στόν λαβύρινθο τῆς ξέφρενης νιότης, χωρίς ὅμως νά κρατάει τόν μίτο, πού θά τόν ὁδηγοῦσε στήν ἔξοδο. Δέν ἄκουγε τίποτα ὁ Ἀντρέας. Τίποτα καί κανένα. Μιά μέρα μόνο κατάφερε ἡ μάνα νά τόν κρατήσει καί νά τοῦ μιλήσει λίγα λεπτά. Καί στά λόγια της ξεχείλιζε ἡ ἀγάπη. Κατάλαβε ἀπό τό βλέμμα του ὅτι τήν ἄκουγε κι ἄς μήν ἔλεγε κουβέντα. Τότε ἔβγαλε ἀπό τήν τσέπη της μιά ἁλυσίδα μέ ἕνα σταυρό. Μικρό, χωρίς στολίδια.
— Ἀγόρι μου, γιά ἕνα πρᾶγμα σέ παρακαλῶ μόνο. Μήν τόν βγάλεις τόν σταυρό ποτέ ἀπό πάνω σου. Ποτέ. Ἀκοῦς;
Κι ὁ Ἀντρέας, καθώς ἔβλεπε τά βουρκωμένα της μάτια, κούνησε τό κεφάλι. Σάν νά τῆς ἔλεγε: «Ναί, μάνα. Αὐτό θά τό κάνω. Ἀλλά μόνο αὐτό».
Μέ τό ἀλάνθαστο μητρικό της ἔνστικτο καταλάβαινε ὅτι τῆς φεύγει ὁ γιός της. Κι ὄντως ἔφυγε. Στίς προσευχές της ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό νά γίνει ὁ σταυρός τό σχοινί πού θά τόν σώσει ἀπό τήν τρικυμία, πού θά τοῦ δείξει τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.
Οἱ μέρες περνοῦσαν βαριές. Ὁ μικρός τους, ὁ Γιῶργος, ρωτοῦσε συχνά: «Μαμά, ὁ Ἀντρέας γιατί δέν ἔρχεται πιά;». Ἡ Ἀλεξάνδρα χαμογελοῦσε μέ κόπο καί ἄλλαζε κουβέντα. Μόνο τά βράδυα, ὅταν ὅλοι κοιμόντουσαν, γονάτιζε μπροστά στό εἰκονοστάσι καί μιλοῦσε μέ δάκρυα. «Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ, δῶσε μου πίσω τό παιδί μου».
Κι ἔφτασε ὁ Σεπτέμβριος μέ τίς πρῶτες δροσιές, τό ἄρωμα ἀπό τά βασιλικά καί μιά γλυκιά μελαγχολία στόν ἀέρα. Στίς 14 τοῦ μηνός, γιορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τό ἀντρόγυνο πῆρε τόν δρόμο γιά τήν ἐκκλησία. Ἐκεῖ ἄλλωστε ἀκουμποῦσαν τήν τελευταία τους ἐλπίδα. Στόν Θεό.
Ὁ ναός ἦταν γεμᾶτος. Οἱ ψάλτες ἔψελναν «Σῶσον Κύριε τόν λαόν σου» καί ὁ Βαγγέλης ἔνιωθε νά ραγίζει ἡ καρδιά του. Ἡ Ἀλεξάνδρα, κι αὐτή μέ ματωμένη τή μητρική της καρδιά, προσευχόταν: «Κύριε, σῶσε τό παιδί μου κι ἄς μήν τό βλέπω ἐγώ. Κράτα το κάτω ἀπό τή σκέπη Σου. Κάτω ἀπό τή σκιά τοῦ Σταυροῦ Σου, Χριστέ μου».
Κι ἐνῶ ἡ Λειτουργία πλησίαζε στό τέλος, ἡ Ἀλεξάνδρα γύρισε διστακτικά τό κεφάλι πίσω. Δέν ἤξερε γιατί. Μόνο ἤθελε νά κοιτάξει. Δέν ἦταν κάτι πού συνήθιζε, ἀλλά τό ἔκανε. Καί τότε… εἶδε στά τελευταῖα στασίδια μέ σκυμμένο κεφάλι νά στέκεται ὁ Ἀντρέας. Ὁ γιός της. Ὁ Ἀντρέας της.
Γιά μιά στιγμή νόμισε πώς ἔβλεπε ὄνειρο. Ὁ γιός της, ἀδυνατισμένος, ταλαιπωρημένος, μά ζωντανός. Τά χείλη του σάν νά ἔτρεμαν, σάν νά ψιθύριζε μιά προσευχή. Σήκωνε τό βλεμμα γιά λίγο, κοιτοῦσε ἀπέναντι στόν Σταυρό πάνω ἀπό τό τέμπλο καί πάλι κατέβαζε τό κεφάλι.
Ἡ μάνα δέν ἄντεξε. Πῆγε κοντά του ὅσο πιό διακριτικά μποροῦσε, τόν ἄγγιξε σάν νά ἤθελε νά βεβαιωθεῖ πώς εἶναι ἀλήθεια. Ἐκεῖνος δέν ἔλεγε τίποτα. Μόνο τήν κοιτοῦσε μέ ἐκεῖνα τά μάτια πού τά λένε ὅλα.
Ὁ ἱερέας ἔλεγε τό «δι’ εὐχῶν» καί ὁ Ἀντρέας ψιθύρισε μέσα στόν λυγμό του.
— Μάνα… συγγνώμη. Θέλω νά γυρίσω σπίτι.
Τά δάκρυα τῆς Ἀλεξάνδρας κύλησαν καυτά, ἀλλά ἦταν δάκρυα χαρᾶς. Ὁ Βαγγέλης εἶχε φτάσει κι αὐτός κοντά τους. Στάθηκε δίπλα τους, ἔβαλε τό χέρι του στόν ὦμο τοῦ γιοῦ.
— Γύρισες, ἀγόρι μου. Αὐτό φτάνει.
Ἡ καμπάνα χτύπησε πανηγυρικά. Ἡ γιορτή τοῦ Σταυροῦ γινόταν γιορτή ἐπιστροφῆς καί ἀνάστασης γιά τήν οἰκογένειά τους. Κανείς δέν ρώτησε λεπτομέρειες· δέν εἶχε σημασία ποῦ ἦταν τόσον καιρό ὁ Ἀντρέας. Σημασία εἶχε ὅτι γύρισε.
Ἐκεῖνο τό μεσημέρι τό σπίτι γέμισε ξανά μέ φωνές. Ὁ Γιῶργος κρεμάστηκε ἀπό τόν ἀδελφό του, ἡ μικρή Μαρία χόρευε γύρω του. Κι ἡ Ἀλεξάνδρα εὐχαριστοῦσε καί δοξολογοῦσε τόν Θεό.
Γιατί οἱ σταυροί πού σηκώνουμε στή ζωή δέν εἶναι γιά νά μᾶς γονατίσουν, ἀλλά γιά νά μᾶς ὁδηγήσουν πίσω, στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς περιμένει. Γιά νά μᾶς ὁδηγήσουν κάτω ἀπό τή σκιά τοῦ Σταυροῦ. Καί ὅσο κι ἄν νιώθουμε τό βάρος τοῦ Σταυροῦ ἀσήκωτο, εἶναι δίπλα μας ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, πού μᾶς δείχνει τόν δρόμο. Τόν δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ, πού ὁ ἴδιος πρῶτος βάδισε καί πού ὁδηγεῖ πάντα στήν Ἀνάσταση.