Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ’ ἔλαβε μέρος στὸ Θεολογικὸ Συνέδριο τῆς Ι. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ διεξήχθη στὴ Θεσσαλονίκή καὶ μίλησε μὲ τὸ θέμα: «Καινῆς Διαθήκης μελέτες στὸ Περιοδικὸ «Θεολογία» κατά τὴν πρώτη πεντηκονταετία (1923 – 1973)».
Παρακάτω παραθέτουμε τὴν Εἰσήγησή του:
Τό ἐπιστημονικό περιοδικό «Θεολογία» ἱδρύθηκε τό 1923. Ἱδρυτής ὑπῆρξε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος καί Ἀκαδημαϊκός Χρυσόστομος (ὁ Παπαδόπουλος).
Ἡ διεύθυνση τοῦ περιοδικοῦ ἀνετέθη ὑπό τοῦ ἰδίου τοῦ ἱδρυτοῦ του στόν καθηγητή – ἀκαδημαϊκό Γρηγόριο Παπαμιχαήλ, ὁ ὁποῖος διηύθηνε τοῦτο μόνος ἀπό τό 1923 καί στή συνέχεια ὡς μέλος τῆς τετραμελοῦς διευθυνούσης ἐπιτροπῆς. Ὡς εἶναι γνωστόν, στίς σελίδες τοῦ περιοδικοῦ, δημοσιεύονται ἐπιστημονικές μελέτες καί πραγματεῖες, ἀναφερόμενες σέ θέματα θεολογικῆς ἐπιστήμης ἀλλά καί σέ συγγενεῖς ἐπιστῆμες (νομική, φιλοσοφία, ἱστορία). Πολυγραφότατοι ὑπῆρξαν οἱ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος καί ὁ καθηγητής Παναγιώτης Μπρατσιώτης. Ἕνας πληρέστατος κατάλογος ὅλων τῶν μελετῶν καί ἄρθρων πού ἔχουν δημοσιευθεῖ στό περιοδικό μέχρι καί τό 1962 ἔχει γραφεῖ σέ μελέτημα τοῦ Σ. Ρουμελιώτου ὑπό τόν τίτλον: «Βιβλιογραφικόν εὑρετήριον πραγματειῶν Ἐπιστημονικόν περιοδικόν «Θεολογία» 1923-1962, Ἀθῆναι 1963. Σπουδαία τυγχάνουν ἐπίσης καί τά διαλαμβανόμενα στό «Κριτικόν καί Βιβλιογραφικόν Δελτίον». Ἐπίσης ἀπό τοῦ τόμου (19ου) δημοσιεύεται Βιβλιογραφικόν Δελτίον ὑπό τοῦ Ἰω. Καρμίρη καί ἀπό τόν 28ο τόμο Βιβλιογραφία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου ὑπό τοῦ καθ. Ἀν. Χριστοφιλοπούλου.
*
Σχετικά μέ μελέτες καί ἄρθρα πού πηγή ἔχουν τήν Καινή Διαθήκη αὐτά εἶναι ἀρκετά στό περιοδικό καί πολύ ἀξιόλογα κατά τήν πεντηκονταετία 1923-1973.
Ἐμεῖς, στήν εἰσήγησή μας αὐτή, θά ἑστιάσουμε τήν προσοχή μας σέ μερικές μελέτες πού παρουσιάζουν ἐξαιρετικό βιβλικό ἐνδιαφέρον.
Ἕνα πρῶτο θέμα πού παρουσιάζεται ἤδη στόν 1ο τόμο (1923) ἀναφέρεται στό λεγόμενο ζήτημα τοῦ τέλους τοῦ κειμένου τοῦ κατά Μάρκον Εὐαγγελίου. Εἶναι ἄρθρο τοῦ Χαριλάου Παπαϊωάννου μέ τόν τίτλο «Τό τέλος τοῦ κατά Μάρκον Εὐαγγελίου».
Τό ζήτημα συνίσταται στό πώς περατοῦται τό κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου. Δηλαδή στή φράση τοῦ 16ου κεφ. στόν στίχο 9 «ἐφοβοῦντο γάρ» ἤ στόν στίχο 20 τοῦ ἰδίου κεφαλαίου «διά τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. Ἀμήν»;
Τοῦτο, καθ’ ὅτι ὑπάρχουν μερικές ἀμφισβητήσεις ὡς πρός τήν αὐθεντικότητα τῶν στίχων 9-20 τοῦ τελευταίου κεφαλαίου 16. Δηλαδή, οἱ στίχοι αὐτοί ἐλλείπουν ἀπό μερικά παλαιά χειρόγραφα. Ὡστόσο, πολλές εἶναι οἱ μαρτυρίες ὅτι καί οἱ στίχοι αὐτοί 9-20 τοῦ ἐπιλόγου τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Μάρκου περιελαμβάνοντο ἐξ ἀρχῆς στό ἐν λόγῳ κεφάλαιο. Οἱ περισσότεροι κώδικες μεγαλογράμματοι καί οἱ μικρογράμματοι περιέχουν καί τούς στίχους αὐτούς. Προσέτι, βρίσκουμε τούς στίχους αὐτούς καί στά Εὐαγγελιστάρια τῶν ἑορτῶν τοῦ Πάσχα καί τῆς Ἀναλήψεως ἀλλά καί στά ἑωθινά Εὐαγγέλια. Ὁ καθηγητής Ἀγουρίδης ἀναφέρει ὅτι «ἡ ἀφήγησις ἐσυνεχίζετο πέραν τοῦ στίχ. 16,8 ἀπωλέσθη ὅμως ἐντελῶς τυχαίως ἤ ἀπεσκορακίσθη δι’ ἄγνωστον εἰς ἡμᾶς αἰτίαν».1
Στόν 5ο Τόμο (1927) παρουσιάζεται μία μελέτη μέ τόν τίτλο «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Τίς ἡ ἔννοια αὐτῆς; Χαρακτηριστικά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ». Εἶναι γραμμένη ἀπό τόν ἀρχιμ. Θεόφιλο Σπυρόπουλο, Καθηγητή τοῦ Ἑλλ. Σεμιναρίου «Ἅγ. Ἀθανάσιος» στήν Ἀμερική.
Ἔχει, πράγματι, πολύ ἐνδιαφέρον ἡ ἔκφραση «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Ἀπαντᾶται στή Καινή Διαθήκη πολλές φορές. Θά λέγαμε ὅ,τι ὁλόκληρη ἡ Κ. Διαθήκη μιλᾶ γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἐκθέτει τούς ὅρους ὑπό τούς ὁποίους θά κατακτήσουμε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁμιλεῖ πολύ χαρακτηριστικά, ποῖοι θά εἰσέλθουν στή νέα αὐτή κατάσταση καί πραγματικότητα καί ποῖοι θά ἀποκλειστοῦν. Ποῖος εἶναι «εὔθετος γι’ αὐτήν καί ποῖος θά εἶναι μείζων». Κατά δέ τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή: «Εὐαγγέλιον ἐστιν ὁ περί τῆς τοῦ Θεοῦ βασιλείας ὑψηλότερος λόγος».2 Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Παράδεισος, ἡ μετά τοῦ Θεοῦ κοινωνία, ἡ κατάσταση τῆς θεώσεως. Καί θέωση εἶναι ἡ μέθεξη τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν, ἡ «πρός τόν Θεόν, ὡς ἐφικτόν, ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις».3
«Ἡ βασιλεία αὕτη, εἰς τήν ὁποίαν θά εἰσέλθουν ἤ ἡ αἰώνιος ζωή ὀνομάζεται ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ καί βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί δή βασιλεία τοῦ Πατρός ἤ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ».
*
Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καί ἡ μελέτη ὑπό τόν γενικόν τίτλον «Ἑρμηνευτική» τοῦ ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Διονυσιάτη στόν 6ο τόμο (1928). Στήν μελέτη του αὐτή, ὁ ἁγιορείτης συγγραφεύς, ἑρμηνεύει ἀρκετές λέξεις καί φράσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀναφέρουμε ἐδῶ μερικές: «Ἀνθρακιά» (Ἰω. 21,9). Σημειώνεται ἡ λέξη αὐτή στήν μετά τήν Ἀνάστασή Του ἐμφάνιση στούς ἑπτά μαθητές στήν Τιβεριάδα, ὅπου ὁ Χριστός στόν αἰγιαλό προσφέρει ἄριστον στούς μαθητές. Ἐκεῖνοι κατάκοποι, ὅταν ἀπεβιβάσθησαν στή ξηρά μετά τήν ἁλιεία, εἶδαν «ἀνθρακιάν κειμένην, δηλ. ἕνα σωρό ἀναμμένα κάρβουνα καί ὀψάριον ἐπικείμενον καί ἄρτον» (Ἰω. 21,9). Ἡ ἀνθρακιά, τό ὀψάριον καί ὁ ἄρτος δηλώνουν τήν θεία Πρόνοια.5
Ἄλλη φράση τῆς μελέτης εἶναι «ἐρευνᾶτε τάς γραφάς» (Ἰω. 5,39). Πρόκειται γιά λόγο τοῦ Χριστοῦ πρός τούς Ἰουδαίους μετά τήν θεραπεία τοῦ παραλύτου τῆς Βηθεσδᾶ, οἱ ὁποῖοι τόν κατέκριναν ὅτι ἡμέρα Σάββατο ἐθεράπευσε τόν παράλυτον καί ζητοῦσαν νά τόν φονεύσουν ὡς καί τόν θεραπευθέντα, διότι ἡμέρα Σάββατο μετέφερε τό κρεββάτι του ὅπου ἦταν σ’ αὐτό ἄρρωστος 38 ἔτη. Βέβαια, ἤθελαν νά τόν φονεύσουν ὄχι μόνον ὅτι τό Σάββατο ἔκαμνε ὁ Χριστός τό θαῦμα καί ἔτσι κατέλυσε τήν ἀργία, ἀλλά διότι ἔλεγε ὅτι ἔχει Πατέρα του τόν Θεόν καί ἔκανε τόν ἑαυτόν του ἴσον πρός τόν Θεό. Στή διδασκαλία του αὐτή τούς εἶπε καί τήν φράση ὅτι «ἐρευνᾶτε τάς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωήν αἰώνιον ἔχειν˙ καί ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περί ἐμοῦ» (Ἰω. 5,39). Δηλαδή σεῖς ἐξετάζετε μέ προσκόλληση στό ἐξαιρετικό γράμμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, διότι νομίζετε ὅτι μέ μόνη τήν ἀνάγνωση θά ἔχετε αἰώνιο ζωή. Ἀλλά αὐτές μαρτυροῦν γιά τόν Κύριο. Ἡ ἔννοια ἐδῶ τῆς λέξεως «ἐρευνᾶτε» ὑποδηλώνει ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἐπιφανειακά ἀναγιγνώσκουν τήν Ἁγία Γραφή χωρίς νά εἰσέρχονται στό βάθος τοῦ περιεχομένου της. «Ὁ Χριστός εἶναι ὁ θησαυρός καί ὁ πολύτιμος μαργαρίτης ὁ κεκρυμμένος ἐν τῷ ἀγρῷ. Εἶναι τό ὕδωρ, τό ὑπάρχον εἰς τά βαθέα φρέατα τῶν γραφῶν».6
Μία ἄλλη φράση πού παρουσιάζει καί ἐπεξηγεῖ ὁ συγγραφεύς εἶναι ἡ φράση – χαιρετισμός τοῦ Ἀπ. Παύλου ἀπό τήν Ρώμη, ὅπου ἦταν δέσμιος, στήν ἐπιστολή του πρός τόν Φιλήμονα. Στόν στίχο 1 καί 2 γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «δέσμιος Χριστοῦ Ἰησοῦ καί Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, Φιλήμονι τῷ ἀγαπητῷ καί συνεργῷ ἡμῶν καί Ἀπφίᾳ τῇ ἀγαπητῇ καί Ἀρχίππῳ τῷ συστρατιώτῃ ἡμῶν καί τῇ κατ’ οἶκον σου ἐκκλησίᾳ» (Φιλ. 1-2). Ἑστιάζει τήν προσοχή ὁ μελετητής στήν τελευταία φράση «καί τῇ κατ’ οἶκον σου ἐκκλησίᾳ». Ἐδῶ πρόκειται γιά τήν σύναξη τῶν πιστῶν, ἡ ὁποία συναθροίζεται στό σπίτι, ὅπως συνέβαινε τούς Ἀποστολικούς χρόνους. Ἐν προκειμένῳ, ἦσαν οἱ πιστοί χριστιανοί πού συναθροίζονταν στήν οἰκία τοῦ εὐπόρου χριστιανοῦ Φιλήμονος στίς Κολοσσές, ὅπου εἶχε ἀσπασθεῖ τόν χριστιανισμό ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀπ. Παῦλο.
*
Σπουδαιοτάτης σημασίας εἶναι στόν 7ο τόμο τοῦ περιοδικοῦ (1929), ἡ μελέτη τοῦ καθηγητοῦ Παν. Μπρατσιώτου μέ τόν τίτλο: «Ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, συμβολή εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ ὅρου». Πράγματι, ὁ Χριστός, τό δεύτερον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος ὀνομάζεται Υἱός τοῦ Θεοῦ, Ἰησοῦς Χριστός, Μεσσίας, Ἐμμανουήλ, Λόγος, Κύριος, Προφήτης, Ναζωραῖος, Παῖς, ὁ Ἐρχόμενος καί ἄλλα καί βεβαίως καί «Υἱός τοῦ ἀνθρώπου». Ὁ καθηγητής καί Ἀκαδημαϊκός Παναγιώτης Μπρατσιώτης στή μελέτη του αὐτή ἑρμηνεύει καί ἀναλύει ἀλλά καί ἐμβαθύνει ἱστορικά καί θεολογικά στόν βιβλικό αὐτό χριστολογικό ὅρο «Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» πού ἔχει ρίζες στή Π. Διαθήκη.
Εἶναι, τῷ ὄντι, ἄξιο προσοχῆς ὅτι «Υἱός τοῦ Θεοῦ» ἀλλά καί «Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» εἶναι δύο ὀνόματα καί τίτλοι γιά τόν Χριστό. Τό μέν πρῶτο, δηλώνει τήν θεότητά Του, τό δέ δεύτερο τήν ἄκρα συγκατάβαση, τήν ἄπειρο ταπείνωση στήν ὁποία ὑπεβλήθη γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός χρησιμοποίησε τήν ἔκφραση αὐτή γιά τόν ἑαυτό Του καί μάλιστα γιά νά συγκαλύψει τήν δόξα Του.7 Ὅλοι οἱ Εὐαγγελιστές ἔχουν τήν φράση αὐτή καί ἐπί πλέον ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος, μάλιστα, ὅπως διαβάζουμε στίς Πράξεις βλέπει καί λέγει γιά τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου «ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα»8.
*
Ἀξιόλογη θεολογική ἐργασία εἶναι στόν 18ο Τόμο (1940) τοῦ καθηγητοῦ Βασ. Ἰωαννίδη, μέ τόν τίτλο «Ἡ περί θείας Χάριτος διδασκαλία τῆς Κ. Διαθήκης».
Τό θέμα, Θεία Χάρις εἶναι πολύ σπουδαῖο καί λίαν καινοδιαθηκικό, ἀφοῦ ἡ Κ. Διαθήκη προσδιόρισε τήν ἔννοια τῆς ἐκφράσεως αὐτῆς. Εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀντίθεση Νόμου τῆς Π. Διαθήκης καί Θείας Χάριτος τῆς Καινῆς. Αὐτή ἡ Χάρις, ὡς ὄντως θεία δωρεά, ἀποκαλύπτει καί δίδεται ἀπό τόν Θεό Πατέρα στόν Υἱό Του τόν Μονογενῆ, τόν Χριστό καί στό πανάγιο Πρόσωπό Του «ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια ἐγένετο»9. Ὁ Ἀπ. Παῦλος μάλιστα θά τονίσει «γινώσκετε γάρ τήν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι’ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν»10. Ἔτσι ἡ θεία Χάρις εἶναι ἐκείνη πού ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο καί αὐτή ἡ Χάρις εἶναι τό δῶρο τῆς ζωῆς. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό μάλιστα ὅτι στή Θ. Λειτουργία καί στό κέντρο αὐτῆς ἀκούγεται ἡ ἐκφώνηση: «Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ἡμῶν». Ἐκεῖ στή Θεία Εὐχαριστία ἀλλά καί στά ἄλλα Ἱερά Μυστήρια μεταδίδεται ἡ Χάρις. Ἐπακριβῶς, γιατί «ἡ ἱστορική πραγματοποίηση τοῦ προαιωνίου θελήματος τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, συντελεῖται διά τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ «οἰκονομία τῆς χάριτος».11
*
Στόν 22ο τόμο (1951) ἔχουμε μελέτη τοῦ Ἁμ. Ἀλιβιζάτου πού ἦταν ὁ Γεν. Γραμματέας τῆς Ἐπιτροπῆς Ἑορτασμοῦ Ἀπ. Παύλου μέ τίτλο: «Ὁ κόπος του». Εἶναι ὁ λόγος ὁ ἐκφωνηθείς ἐν τῇ μεγάλῃ αἰθούσῃ τελετῶν τοῦ Παν. Ἀθηνῶν ἐπί τῇ 1900η ἐπετείῳ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀπ. Παύλου εἰς Ἑλλάδα, 29 Ἰουνίου 1951, σελίδες 163-180. Ἀναφέρεται στό χωρίο: «Εἰδότες ὅτι ὁ κόπος ἡμῶν τῆς ἀγάπης οὐκ εἰς κενόν ἐγένετο» (Α’ Κορ. 15,58 καί Α’ Θεσσ. 1,3 καί 3,5). Καί στή συνέχεια, τό περιοδικό «Θεολογία» ἔχει ὁλόκληρο ἀφιέρωμα στόν Ἀπ. Παῦλο μέ ἄρθρα τῶν: Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου (Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν (συνεχίζεται καί ἑπόμενος τόμος μέχρι τόν 25ο καί τῶν: τοῦ λογίου πρωτοπρεσβυτέρου Διευθυντοῦ Τύπου καί Διαφωτίσεως στήν Ἀπ. Διακονία κατά τήν δεκαετία 1940-1950 Ἐμμανουήλ Μυτιληναίου (1900-1960) καί τοῦ καθηγητοῦ καί ἀκαδημαϊκοῦ Κων. Μπόνη (†1990).
*
Ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν γιά τούς μελετητές τῆς Καινῆς Διαθήκης καί βέβαια γιά ὅλους τούς πιστούς, οἱ δύο μελέτες τοῦ καθηγητοῦ Ἰω. Καραβιδόπουλου, ἡ μέν πρώτη στόν 34ο τόμο (1963) μέ τόν τίτλο «Ὁ Χριστολογικός ὕμνος ἐν Φιλιππησίοις 2, 6-11» ἡ δέ δεύτερη μέ τόν τίτλο «Ἡ ἔννοια τοῦ ἅλατος εἰς λόγιον τοῦ Ἰησοῦ» στόν 39ο τόμο (1968).
Στήν μέν πρώτη μελέτη του ὁ καθηγητής Καραβιδόπουλος μελετᾶ ἐπισταμένως τούς θαυμασίους στίχους 6-11 τοῦ 2ου κεφαλαίου μιᾶς ἐκ τῶν ἐπιστολῶν αἰχμαλωσίας τοῦ Ἀπ. Παύλου πρός τούς Φιλιππησίους. Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ὅτι τήν Ἐκκλησία τῶν Φιλίππων εἶχε ἱδρύσει ὁ ἴδιος ὁ Ἀπ. Παῦλος κατά τήν δευτέρα ἀποστολική του ὁδοιπορία. Ἡ ὅλη ἐπιστολή ἔχει θερμό καί οἰκεῖο ὕφος καί εἰδικότερα οἱ παραπάνω στίχοι προβάλουν τόν Χριστό, ὡς τό κατ’ ἐξοχήν παράδειγμα πρός μίμησιν. Προβάλλεται κυρίως ὅτι ὁ Χριστός εἶναι πρότυπον αὐταπαρνήσεως καί ταπεινώσεως. Καί οἱ στίχοι αὐτοί ἔχουν ὀνομασθεῖ, ὡς ἕνας χριστολογικός ὕμνος, τούς ὁποίους καί ἑρμηνεύει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος στόν Η’ Λόγο του ὑποδεικνύοντας τήν μεγάλη ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης.12
Στό κείμενο ὑπάρχει τριμερής διαίρεση. Τό πρῶτο τμῆμα 6-7α ἀφορᾶ τόν προϋπάρχοντα Χριστόν, τό δεύτερο 7β-8 τόν «ἱστορικό» Χριστό καί τό τρίτο τμῆμα 9-11, τόν δεδοξασμένο Χριστό. Δηλαδή, ὁ Χριστός παρουσιάζεται α) «ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων», β) σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος καί γ) «ὁ Θεός αὐτόν ὑπερύψωσε». Γιά τό «ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων» λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: «Ἐγώ καί τό ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχειν, φημί. Ὡς γάρ τό μορφήν εἰληφέναι δούλου, ἐν τῇ οὐσίᾳ τῆς ἀνθρωπότητος τόν Κύριον ἡμῶν γεγενήσθαι σημαίνει οὕτω… καί τό, ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχειν, τῆς θείας οὐσίας παρίστησι πάντως τήν ἰδιότητα»13. Καί στή συνέχεια, ἔχουμε τήν παρουσία μέ ἄκρα ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο ἤτοι, ὁ προϋπάρχων Χριστός «ἑαυτόν ἐκένωσε» μέ τήν σάρκωση τοῦ Λόγου καί ὁ Θεός – Πατήρ «αὐτόν ὑπερύψωσε»14.
Στή δέ δεύτερη μελέτη του, ὁ καθηγητής Καραβιδόπουλος μελετᾶ καί ἑρμηνεύει τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. «Καλόν τό ἅλας˙ ἐάν δέ τό ἅλας ἄναλον γένηται ἐν τίνι αὐτό ἀρτύσετε; ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς ἅλας καί εἰρηνεύετε ἐν ἀλλήλοις»15. Ἔπειτα: «Καλόν τό ἅλας˙ ἐάν δέ καί τό ἅλας μωρανθή, ἐν τίνι ἀρτυθήσεται»16. Καί τά πιό γνωστά λόγια Του στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία Του: «Ὑμεῖς ἐστε τό ἅλας τῆς γῆς˙ ἐάν δέ τό ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἀλισθήσεται; εἰς οὐδέν ἰσχύει ἔτι εἰ μή βληθῆναι ἔξω καί καταπατεῖσθαι ὑπό τῶν ἀνθρώπων»17.
Ἐδῶ τό ἅλας ἔχει μεταφορική ἔννοια. Ἡ ἔννοια εἶναι ἐκείνη πού σχετίζεται μέ τό «ἅλας τῆς διαθήκης» ὅπως ἀναγράφει τό Λευϊτικό18 δηλ. μία διαθήκη πού διαρκεῖ, μία διαρκῆ σχέση μέ τόν Θεό καί τήν ἀλήθειά Του.
Ἀλλά περαιτέρω ἐκτός ἀπό τήν πρώτη ἔννοια τῆς διατηρήσεως ἔχει καί τήν δεύτερη ἔννοια τῆς νοστιμιᾶς καί τῆς ὑγείας. Ἔτσι ὁ πιστός χριστιανός ἔχει πνευματική εὐθύνη καί πρέπει νά εἶναι τό «ἅλας τῆς γῆς», νά διατηρεῖ τήν ἐπικοινωνία του μέ τό Θεό ἀλλά καί νά νοστιμίζει τόν κόσμο, νά τόν προφυλάσσει ἀπό τήν ἠθική σαπίλα μέ τήν μαρτυρία του, διατηρῶντας τήν διαθήκη μέ τόν Θεό. Διαφορετικά εἶναι ἄχρηστος. Ὁ Ἀπ. Παῦλος μάλιστα θά πεῖ: «Ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος, εἰδέναι πώς δεῖ ὑμᾶς ἑνί ἑκάστῳ ἀποκρίνεσθαι»19.
*
Μετέπειτα στόν 36ο Τόμο (1965) ἔχουμε μία λίαν ἀξιόλογη μελέτη τοῦ καθηγητοῦ Γ. Γαλίτη (τότε ὑφηγητοῦ) μέ τό θέμα: «Τά ἑρμηνευτικά προβλήματα τῶν ἐν τῇ Κ. Διαθήκῃ παραλλήλων διηγήσεων περί τοῦ τέλους τοῦ Ἰούδα».
Πρόκειται γιά τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη, διότι ὑπάρχει μέ τό ὄνομα αὐτό καί ὁ Θαδδαῖος, ὁ Ἀπόστολος. Ὁ Ἰσκαριώτης εἶναι ἐκεῖνος ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ «εἷς ἐκ τῶν Δώδεκα» πού τόν ἐπρόδωσε διά τριάκοντα ἀργυρά νομίσματα. Μετά τήν πράξη του ἐπιστρέψας τά ἀργύρια, ὡς ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος «ἀπελθών ἀπήγξατο»20. Στίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» γίνεται καί ἐκεῖ λόγος γιά τό τέλος τοῦ Ἰούδα μέ τά λόγια τοῦ Ἀπ. Πέτρου. Γράφει συγκεκριμένα τό ἱερό κείμενο. «Οὗτος μέν οὖν ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας καί πρηνής γενόμενος ἐλάκησε μέσος καί ἐξεχύθη πάντα τά σπλάγχνα αὐτοῦ καί γνωστόν ἐγένετο πᾶσι τούς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλήμ, ὥστε κληθῆναι τό χωρίον ἐκεῖνο τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ αὐτῶν Ἀκελδαμᾶ, τουτέστι χωρίον αἵματος»21. Ὁ μέν Εὐαγγελιστής Ματθαῖος λιτά ἀναφέρει «ἀπελθών ἀπήγξατο», δηλαδή ἐπῆγε καί ἐπνίγη μέ σκοινί. Ὁ δέ Ἀπ. Πέτρος ὅτι «καί πρηνής γενόμενος» δηλαδή ὅταν αὐτοκτόνησε ἔπεσε ἀπ’ ἐκεῖ πού κρεμάστηκε μέ τό πρόσωπο κατά γῆς καί «ἐλάκησε μέσος καί ἐξεχύθη πάντα τά σπλάγχνα αὐτοῦ», δηλαδή ἔπαθε διάρρηξη στό μέσον τοῦ σώματος καί ἐχύθηκαν ἔξω ὅλα τά σπλάγχνα του.
Ὁ καθηγητής Γαλίτης στή μελέτη του αὐτή διερχόμενος, ὅπως γράφει, τίς συμπληγάδες τῶν διαφόρων ἑρμηνειῶν συμβάλλει μ’ αὐτή, στήν εὕρεση τῆς ὀρθοτέρας ἑρμηνείας τοῦ ζητήματος τῶν παραλλήλων διηγήσεων περί τοῦ τέλους τοῦ Ἰούδα. Ἑρμηνεύει κατά πρῶτον στίς παράλληλες διηγήσεις τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Λουκᾶ τά δύο ρήματα «ἐκτήσατο», τό χωρίον. Ἔπειτα προσεγγίζει ἑρμηνευτικά τήν φράση «ἀγρός αἵματος», δηλαδή ἑρμηνεύει στό πού ὀφείλεται τό ὄνομα. Στό αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἤ στόν θάνατο τοῦ Ἰούδα; Τέλος, ἀναφέρεται στό εἰδικότερο θέμα τοῦ θανάτου τοῦ Ἰούδα.
Ἐνδιαφέρουσες βέβαια μελέτες εἶναι καί τῶν Ἀνδρέα Θεοδώρου: «Ἡ περί τοῦ Ἀντιχρίστου ἰδέα» (τόμος 40ος, 1969), τοῦ Ἰωάννου Παναγόπουλου: «Αἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί ἡ κριτική αὐτῶν ἔρευνα» (τόμος 42, 1971) ὡς καί τοῦ Μέγα Φαράντου «Ἡ θέσις καί ἡ σημασία τῆς Θεοτόκου εἰς τήν πίστιν καί εἰς τήν ζωήν» (τόμος 44ος, 1973).
*
Ἐν κατακλεῖδι, τό περιοδικό ἔγραψε, τῷ ὄντι, καί γράφει ἱστορία. Ἱστορία τῆς ἐπιστήμης τῆς θεολογίας. Στό βάθος, βέβαια, μακάρι ὅλοι μας, νά βρίσκουμε καί τήν οὐσία τῆς θεολογίας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
- Ἀγουρίδου Σάββα: Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σελ. 120.
- Μαξίμου Ὁμολογητοῦ: Περί διαφόρων ἀποριῶν, ΡΚΓ’ Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν ΕΠΕ, Θεσ/κη 1993, σελ. 92.
- Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, PG 3, 376A.
- Μητσοπούλου Νικ. Θέματα ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας, Ἀθῆνα 1983, σελ. 393.
- Τρεμπέλα Π.: Ὑπόμνημα εἰς τό Κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, Ἀθῆνα 1969, σελ. 723.
- Ὅπ. παρ. σελ. 200.
- Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας (Xavier Lèon – Dufour), Ἀθήνα 1980, σελ. 953-958 καί Ἀγουρίδη Σ., «Χριστός Ἰησοῦς», ΘΗΕ 12, στ. 227-228.
- Πράξ. 7,56.
- Ἰω. 1,17.
- Β’ Κορ. 8,9.
- Τσίγκου Βασ., Θεσμική καί Χριστιανική διάσταση τῆς Ἐκκλησίας, Θεσ/κη 2010 σελ. 83.
- Ἰω. Χρυσοστόμου: ΕΠΕ, 21, 528-563.
- Μεγ. Βασιλείου, Κατά Εὐνομίου Ι,18 PG29,552-553.
- Γιά τήν νεωτέρα ἐπιστημονική βιβλική κριτική τοῦ χριστολογικοῦ ὕμνου εἰς Γ. Γρατσέα, ΘΗΕ, τόμ. 11, στ. 1088-1090.
- Μάρκ. 9,50.
- Λουκ. 14,34.
- Ματθ. 5,13.
- Λευϊτικόν 2,13.
- Κολ. 4,6.
- Ματθ. 27,5.
- Πράξ. 1, 18-19.