Το μήνυμα της Κυριακής από την Μητρόπολη Λέρου

Ο Χριστός πορεύεται σε μια μικρή πόλη, την Ναΐν, απαρατήρητος ίσως από πολλούς. Εκεί, στην πύλη της Ναΐν, συναντώνται δύο πομπές· η πομπή της ζωής που έρχεται, και η πομπή του θανάτου που εξέρχεται. Ο Ερχόμενος Ζωοδότης και ο εξερχόμενος νεκρός. Η συνάντηση αυτή είναι ο πυρήνας της σωτηριολογίας μας· η ζωή συναντά τον θάνατο, και ο θάνατος νικιέται. Η χήρα της Ναΐν είναι η ανθρωπότητα ολόκληρη· η πληγωμένη, η άτεκνη, η μόνη. Ο θάνατος του μονογενούς υιού της εκφράζει την απώλεια, την απελπισία, το αδιέξοδο κάθε καρδιάς, η οποία βλέπει τον έσχατο εχθρό να κυριαρχεί. Κι όμως, ο Χριστός στέκεται μπροστά της, συγκινείται βαθιά· «και εσπλαγχνίσθη επ’ αυτή». Δεν την κρίνει για τα δάκρυά της, δεν την ελέγχει για έλλειψη πίστης. Αντιθέτως, συμμετέχει στη θλίψη της· ο Θεός των ουρανών σπλαγχνίζεται το πλάσμα Του.

Και τότε, η θεία φωνή αντηχεί: «Μη κλαίε». Όχι γιατί το πένθος είναι αμαρτία, αλλά γιατί το πένθος, όταν συναντά τον Χριστό, μεταμορφώνεται σε ελπίδα. Ο Κύριος αγγίζει το φέρετρο-πράξη ασύλληπτη για τους Ιουδαίους, γιατί η επαφή με νεκρό επέφερε τελετουργική ακαθαρσία. Όμως ο Χριστός δεν μολύνεται, αλλά καθαίρει. Δεν υποτάσσεται στη φθορά, αλλά Εκείνος καταλύει τη φθορά. Και λέγει· «Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι». Η φωνή που εκάλεσε το φως εκ του σκότους, η ίδια φωνή εγείρει τον νεκρό από τον Άδη. Και ο νέος ανίσταται· ο Λόγος έγινε πνοή, και η πνοή έγινε ζωή. Όμως, όπως ορθά διακρίνουμε, ούτε ο νέος της Ναΐν, ούτε ο Λάζαρος, ούτε η κόρη του Ιαείρου αναστήθηκαν για να ζήσουν ατελεύτητα εν χρόνω. Όλοι τους έζησαν πάλι τον φυσικό θάνατο. Η ανάστασή τους δεν ήταν σκοπός, αλλά σημείο· ήταν επιβεβαίωση ότι ο Χριστός είναι «η Ανάσταση και η Ζωή». Ότι ο θάνατος δεν έχει την τελευταία λέξη, αλλά ο Λόγος του Θεού.

Η σημερινή διήγηση, λοιπόν, δεν είναι ιστορικό θαύμα μονάχα, αλλά θεολογικό γεγονός. Μας καλεί να δούμε πέρα από τη συγκυρία του πόνου, πέρα από το φέρετρο της Ναΐν. Ο Χριστός δεν ήλθε για να αναστείλει προσωρινά τον φυσικό νόμο, αλλά για να καταργήσει τον θάνατο ολοκληρωτικά. Όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος». Ο νέος της Ναΐν αναστήθηκε για να δείξει ότι ο Θεός δεν αδιαφορεί, αλλά στέκεται στην πύλη κάθε Ναΐν, σε κάθε άνθρωπο, ο οποίος συνοδεύει τα όνειρά του στον τάφο.

Η εμπειρία του πένθους είναι κοινή σε όλους μας. Ο πόνος της απώλειας εγγράφεται βαθιά στην ψυχή. Όμως ο Χριστιανός δεν πενθεί ως άπιστος. Ο άνθρωπος του Θεού γνωρίζει ότι ο θάνατος είναι μεν δραματικός, αλλά εν τέλει προσωρινός. Όταν ο Κύριος αγγίζει το φέρετρο, αγγίζει τον ίδιο μας τον φόβο. Και όταν λέγει «Μη κλαίε», δεν ακυρώνει την ανθρώπινη θλίψη, αλλά τη μεταμορφώνει σε ελπίδα Ανάστασης. Αντί να βλέπουμε τον θάνατο ως το αμετάκλητο τέλος, μας καλεί να τον αντιληφθούμε ως πέρασμα, ως διάβαση από τη φθορά στην αφθαρσία.

Όμως, ο λόγος του Θεού δεν απευθύνεται μόνο σε εκείνον που έχασε άλλον. Απευθύνεται και σε εμάς τους «ζώντες νεκρούς», που έχουμε ψυχή νεκρωμένη από αμέλεια, αδιαφορία και αμαρτία. Ο Κύριος πλησιάζει την πομπή της ψυχικής μας αποσύνθεσης και λέγει· «Σοι λέγω, εγέρθητι». Η Ανάσταση της Ναΐν δεν έγινε μόνο για εκείνον τον νέο, αλλά για κάθε ψυχή που αποθνήσκει πριν τη φυσική της έξοδο. Όταν η μετάνοια ξυπνά, όταν η καρδιά ακούει τη φωνή του Χριστού, τότε κι εμείς ανασταινόμαστε, έστω και εν μέρει, από τον πνευματικό μας Άδη.

Γι’ αυτό, αδελφοί, ο πενθών Χριστιανός δεν απελπίζεται. Ο άνθρωπος του Θεού θρηνεί αλλά ελπίζει. Κλαίει, αλλά πιστεύει ότι «πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα». Ο Χριστός ήλθε να αγκαλιάσει κάθε χήρα της Ναΐν, κάθε ορφανό, κάθε πληγωμένο άνθρωπο, και να του εμπνεύσει ότι ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία. Η ζωή του Θεού δεν εγκλωβίζεται στον τάφο.

Η Εκκλησία, με τον αναστάσιμο χαρακτήρα της, μας μαθαίνει να μετατρέπουμε το πένθος σε προσευχή και τη λύπη σε ελπίδα. Η μνήμη του θανάτου γίνεται για μας κίνητρο μετάνοιας, όχι απόγνωσης. Η «κατά Θεόν λύπη» γεννά μετάνοια σωτήρια. Ο Χριστιανός πενθεί όχι για όσα έχασε, αλλά για όσα δεν έδωσε στον Θεό. Και στο τέλος κάθε Ναΐν, στην πύλη κάθε ζωής, ο Κύριος περιμένει· με βλέμμα στοργής και λόγο ζωής: «Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι».

Και τότε, η πομπή του θανάτου μετατρέπεται σε πανήγυρη ζωής· η σιωπή γίνεται δοξολογία· και ο πόνος, προανάκρουσμα της κοινής Ανάστασης. Αμήν.

Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως, π.Παντ.Κρ.

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....