ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ
Πρίν γεννηθεῖ ἡ μικρή Χρυσή
— Καλημέρα, Ἀντωνία μου. Τί κάνετε; Ζωηρή καί χαρούμενη καλημέρισε ἡ Ἀλεξάνδρα τήν ἀδελφή της, τήν Ἀντωνία, στό τηλέφωνο.
— Καλημέρα. Καλά εἴμαστε. Ἄτονη καί λυπημένη ἀπάντησε ἡ Ἀντωνία.
— Συμβαίνει κάτι, ἀδελφή; Δέν μοῦ ἀκούγεσαι καλά.
— Ὅλα καλά. Ἔκανε μιά ἀπέλπιδα προσπάθεια ἡ Ἀντωνία νά κρύψει τήν ἀλήθεια, ἀλλά τά ἀδέλφια εἶναι ἀδέλφια. Ὅλα τά καταλαβαίνουν.
— Μεῖνε ἐκεῖ. Ἔρχομαι.
Δέν πρόλαβε νά φέρει ἀντίρρηση. Ἄλλωστε, βαθιά μέσα της ἔνιωσε ἀνακούφιση. Ἤθελε μέ κάποιον νά μοιραστεῖ τήν ἀγωνία της, τό ἀδιέξοδο, στό ὁποῖο βρισκόταν. Ὅταν ἔφτασε ἡ ἀδελφή της, ἡ Ἀντωνία ἔπεσε στήν ἀγκαλιά της καί τά δάκρυα ἔτρεχαν ἀβίαστα ἀπό τά μάτια της. Κάθισαν στόν καναπέ καί μέ σπασμένη φωνή τῆς ἀνακοίνωσε:
— Εἶμαι ἔγκυος.
— Τί εἶπες; Ρώτησε ἡ Ἀλεξάνδρα, περισσότερο γιά νά ἐπεξεργαστεῖ τό ἀναπάντεχο νέο.
— Εἶμαι ἔγκυος. Τί θά κάνω; Τί θά γίνει; Ἄν τό μάθει ὁ Στέλιος… δέν ξέρω τί θά κάνει. Θά γίνει ἔξαλλος, θά… θά θελήσει νά… τό σκοτώσουμε τό παιδί. Θυμᾶσαι πόσες φορές μέ προειδοποίησε γιά τόν μικρό μας, τόν Σωτήρη.
— Θυμᾶμαι, πῶς δέν θυμᾶμαι. Ἀντωνία μου, ἐσύ τί θέλεις; Θέλεις νά τό κρατήσεις;
— Μά, τί ἐρώτηση εἶναι αὐτή; Δῶρο Θεοῦ εἶναι. Μέ ἀξιώνει νά φέρω ἀκόμα μιά ζωούλα στόν κόσμο καί θά πάω μέ δική μου θέληση νά τό σκοτώσω;
— Ἐμεῖς, νά ξέρεις, θά εἴμαστε ὅλοι δίπλα σου. Ὅλοι.
Καί πραγματικά ἡ Ἀντωνία χρειαζόταν ὅλων τή βοήθεια γιά νά ἀνακοινώσει στόν σύζυγό της τά νέα. Καί κυρίως τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔκαναν τό δεύτερο παιδί τους, μέ κατηγορηματικό ὕφος τῆς εἶχε πεῖ:
— Τέλος μέ τά παιδιά. Ἄλλο δέν θά κάνουμε.
Νόμιζε ἡ Ἀντωνία ὅτι δέν τό ἔλεγε σοβαρά. Ἀλλά, καθώς μεγάλωναν τά παιδιά, συχνά-πυκνά τήν προειδοποιοῦσε. Καί ἦρθε τό τρίτο, τό στερνοπούλι τους, ὁ Σωτήρης. Ὅλοι ἔπεσαν πάνω του γιά νά τόν πείσουν νά μήν ἀναγκάσει τήν Ἀντωνία νά κάνει φόνο, δηλαδή ἔκτρωση. Ἔμαθε ὅτι εἶναι καί ἀγόρι καί συγκατένευσε.
Ἀπό τότε πέρασαν δέκα χρόνια. Καί τώρα θά πρέπει νά τοῦ ἀνακοινώσει ὅτι εἶναι καί πάλι ἔγκυος. Οἱ μέρες περνοῦν καί τά σημάδια ἄρχισαν νά φαίνονται. Καί τό μωρό εἶναι κοριτσάκι.
Ναί, χρειαζόταν βοήθεια μεγάλη ἡ Ἀντωνία καί σίγουρα ὄχι μόνο ἀνθρώπινη. Γιατί ὅταν τό ἔμαθε ὁ Στέλιος, ἔγινε ἔξαλλος. Δέν μποροῦσε νά συγκρατηθεῖ. Ἀπό τήν ὀργή του ἔσπαγε ὅ,τι ἔβρισκε μπροστά του. Ἦρθαν τρέχοντας ἀπό τά διπλανά σπίτια οἱ γονεῖς του καί τ’ ἀδέλφια του νά τόν ἠρεμήσουν. Ἡ Ἀντωνία ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη καί μόνο κοιτοῦσε τήν εἰκόνα τῆς ἀγαπημένης της Ἁγίας, τῆς ἁγίας Χρυσῆς, γιά νά πάρει δύναμη.
— Θά τό πετάξεις τό παιδί, ἀκοῦς; Κι ἄν δέν τό κάνεις μόνη σου, νά ξέρεις, θά τό κάνω ἐγώ ὁ ἴδιος.
Τά τελευταῖα λόγια τοῦ Στέλιου τούς ἔκαναν ὅλους νά παγώσουν. Ἔφυγε. Ἡ Ἀντωνία, μέ καταγωγή ἀπό ἕνα χωριό κοντά στό χωριό τῆς ἁγίας Χρυσῆς, στόν νομό Πέλλας, παρακαλοῦσε θερμά τήν Ἁγία. Αὔριο, 13 Ὀκτωβρίου, ἦταν ἡ μνήμη της.
— Ἁγία μου Χρυσή, βοήθησέ με! Ἐσύ ἤσουν μικρή κοπέλα. Προστάτεψε καί τό κοριτσάκι μου ἀπό τόν ἴδιο του τόν πατέρα. Ἐσύ δέν λύγισες, ἀκόμα καί στά μαρτύρια. Καί ἀνέβηκες περίλαμπρη στούς οὐρανούς. Πρέσβευε καί γιά τό κοριτσάκι μου. Κάνε τήν καρδιά τοῦ Στέλιου μου νά μαλακώσει. Καί τό ὄνομά σου θά πάρει τό σπλάχνο μου.
Ἀποκοιμήθηκε ἡ Ἀντωνία καί δέν κατάλαβε πότε ἐπέστρεψε ὁ ἄντρας της. Τό πρωί μάζεψε τό κουράγιο της καί τόν ξύπνησε.
— Στέλιο μου, καλημέρα. Ξέρω ὅτι εἶσαι ταλαιπωρημένος, ἀλλά θέλεις νά ἑτοιμαστοῦμε νά πᾶμε μέχρι τό χωριό, τή Χρυσή, πού σήμερα γιορτάζει ἡ Ἁγία;
Σηκώθηκε ἀμίλητος. Δέν ἦταν κακός ἄνθρωπος ὁ Στέλιος της. Ἀγαποῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο ἀληθινά. Ἀλλά στό θέμα τοῦ παιδιοῦ… κάτι τόν ἔπιανε. Καθέναν ἀπό μᾶς ὁ διάβολος προσπαθεῖ μέ κάτι νά τόν ἁρπάξει στά νύχια του. Ψάχνει νά βρεῖ τίς ἀδυναμίες μας καί μᾶς χτυπάει ἐκεῖ. Ἔτσι καί μέ τόν ἄντρα της. Βρῆκε ἕνα ἀδύναμο σημεῖο του καί ἔριχνε τά βέλη του.
Βγῆκαν στόν δρόμο χωρίς νά ἀλλάξουν κουβέντα. Τότε ἔγινε τό κακό. Λίγο ἡ ταχύτητα, λίγο ἡ στροφή, πού δέν εἶχε ὁρατότητα, λίγο τό τρακτέρ, πού πῆγε χωρίς προτεραιότητα νά βγεῖ στόν δρόμο, μέσα σέ κλάσματα δευτερολέπτου βρέθηκαν στά χωράφια μέ τουμπαρισμένο τό αὐτοκίνητο.
Πότε πρόλαβε ὁ Στέλιος νά σκεφτεῖ τόσα πολλά; Μέσα σέ λίγες στιγμές πέρασε μπροστά ἀπό τά μάτια του ὅλη του ἡ ζωή. Καί ὅλες οἱ εἰκόνες εἶχαν μέσα τήν Ἀντωνία του, γιατί αὐτή ἦταν ἡ ζωή του ὅλη. Ἡ γυναίκα του καί τά παιδιά του. Στά αὐτιά του σφύριζαν τά τελευταῖα λόγια πού τῆς εἶπε: «Θά τό πετάξεις τό παιδί, ἀκοῦς; Κι ἄν δέν τό κάνεις μόνη σου, νά ξέρεις, θά τό κάνω ἐγώ ὁ ἴδιος».
— Θεέ μου, Παναγία μου, τί ἔκανα; Κραυγή ἀπό ἀρχαία τραγωδία ἦταν ἡ φωνή του, καθώς συνῆλθε καί εἶδε τήν Ἀντωνία δίπλα του ἀναίσθητη.
Ἔπεσε τό βλέμμα του στό χέρι τῆς γυναίκας του, πού κρατοῦσε ἀκόμα σφιχτά μιά εἰκονίτσα τῆς Ἁγίας Χρυσῆς, καί σπάραξε:
— Ἁγία μου Χρυσή, σῶσε τή γυναίκα μου καί τό παιδί μας. Σέ παρακαλῶ, Θεέ μου, συγχώρεσέ με!
Κάποιες στιγμές μοιάζουν αἰῶνες. Ὅμως, ὁ χρόνος μέσα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἔχει ἄλλο μέτρημα. Καί γιά τόν Στέλιο οἱ στιγμές αὐτές μετροῦσαν μετάνοια καί συγχρόνως εὐγνωμοσύνη. Ἡ Ἀντωνία ἄνοιξε τά μάτια της καί τόν κοίταξε μέ ἀγάπη, ἀλλά καί πόνο. Ἤξερε πώς ἐκεῖ, ἀνάμεσα στά παλιοσίδερα, ὅλα θά πήγαιναν καλά καί μέ τόν Στέλιο καί μέ τό μωρό τους. Ἡ Ἁγία Χρυσή εἶχε κάνει τό θαῦμα της, τό ἔνιωθε.
Ἀπό τό νοσοκομεῖο βγῆκαν σέ λίγες μέρες χωρίς κανένα πρόβλημα. Καί τό πρῶτο πρᾶγμα πού ἔκαναν, ἦταν νά πᾶνε νά προσκυνήσουν τήν Ἁγία τους. Μαζί πῆγαν καί στόν Πνευματικό τους γιά νά κλείσουν κάθε παραθυράκι πειρασμοῦ καί νά συνεχίσουν τόν ἀγῶνα τῆς ζωῆς. Μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.