Απεβίωσε σε ηλικία 106 ετών ένας από τους τελευταίους ήρωες του Έπους του ‘40

Ένας από τους τελευταίους επιζώντες του Έπους του ’40, ο Δημήτρης Κάλμπαρης, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 106 ετών διατηρώντας ωστόσο μέχρι και τις τελευταίες ημέρες της επίγειας ζωής του τις δυνάμεις του, παρουσιάζοντας μάλιστα μία αξιομνημόνευτη διαύγεια πνεύματος.

Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, ο ήρωας της μάχης του λεγόμενου υψώματος 731, συνομιλούσε με τη νέα γενιά, εξιστορώντας τα γεγονότα που «σημάδεψαν» τη ζωή του. Έδινε συμβουλές στους νέους, να αγαπούν την πατρίδα, με τον ίδιο να ξεχωρίζει για την λεβεντιά, το θάρρος και το μεγαλείο ψυχής που τον χαρακτήριζαν.

Γεννήθηκε το 1917 στην Μακρινίτσα. Αρχικά εργάστηκε ως νοσοκόμος σε κλινική και στη συνέχεια τσαγκάρης. Είχε ακόμα εννέα αδέρφια και από μικρή ηλικία επιχείρησε να σταθεί μόνος στα πόδια του για να δουλέψει και να βοηθήσει την οικογένειά του, κάτι το οποίο κατάφερε.

«Έπρεπε να πολεμήσω και πολέμησα…»

Σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει στην έκδοση της ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ «Πρόσωπα», είχε τονίσει χαρακτηριστικά:

«Έπρεπε να πολεμήσω και πολέμησα. Δεν ξέρω ποιος άγιος με βοήθησε τότε. Μονάχα μία σφαίρα πέρασε ξυστά από το αριστερό αυτί. Ελαφρά τραυματίστηκα. Τους είπα, δεν είναι τίποτα, αφήστε με. Ήμουν πολλές ημέρες νηστικός, είχα φτάσει στο σημείο να τρώω φλούδες από δέντρα. Όχι ότι η Ελλάδα δεν είχε να μας δώσει να φάμε. Δεν έφτανε ο ανεφοδιασμός. Ήμασταν καταδικασμένοι. Όταν πολεμάς στην πρώτη γραμμή, είσαι καταδικασμένος σε θάνατο.

Μέχρι και κιθάρα είχαμε βρει, οι Ιταλοί κατέβαιναν με τα όργανα, σίγουροι ότι θα έκαναν περίπατο. Όμως, τα βρήκαν μπαστούνια από εμάς, γιατί ήμασταν παλικάρια πραγματικά. Έφτασα νύχτα στο Φυτόκο. Στην αρχή δεν με γνώρισε ο ίδιος ο πατέρας μου. Δεν άνοιγε την πόρτα. “Πατέρα, εγώ είμαι”, φώναζα. Ήταν διώροφο το σπίτι. Από πάνω με έβλεπε. Δεν το πίστευε ότι είχα επιστρέψει ζωντανός».

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....