«Δεῦτε ἀπό θέας Γυναῖκες Εὐαγγελίστριαι…»- του Καθηγητή Νίκου Νικολαΐδη

Στό πρόσωπο καί στόν ρόλο τῶν Μυροφόρων Γυναικῶν ἀποκαθίσταται καί ἐγκαινιάζεται τό πρόσωπο καί ἡ ἀποστολή κάθε γυναίκας. Τό προπατορικό ἁμάρτημα εἶχε τραγικές καί καταλυτικές ἀναταράξεις καί παρενέργειες στή ζωή τῶν πρώτων ἀνθρώπων καί, δυστυχῶς, ὅλων τῶν ἀπογόνων τους.

Ἡ ἀρχική εὐλογημένη θεότευκτος συζυγία, ὡς κοινωνία ἰσοτίμων προσώπων, τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας, καί ἡ ἀμοιβαία ἐν Θεῷ ἀλληλοπεριχώρησή τους, μέ τήν ἁμαρτία ὄχι μόνο διαταράχθηκε καί ἐκφυλίσθηκε, ἀλλά καί ὁδήγησε στόν κατακερματισμό τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, μέ ὅλα τά τραγικά παρακολουθήματά του. Κατά τήν παρομοίωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τό κατρακύλισμα τῆς πτώσης τῶν Πρωτοπλάστων ἔμοιαζε ὡς πτώση πέτρας στόν κατήφορο μέ αὐξανόμενη πρός τόν κρημνό ἐπιτάχυνση!

Καί σ’ αὐτή τήν ἐπιδεινούμενη τραγικότητα ὀδυνηρές καί ἀκατονόμαστες ὑπῆρξαν οἱ συνέπειες καί στό γυναικεῖο πρόσωπο. Ὁ προειδοποιητικός θεῖος λόγος πρός τή γυναίκα: «Πληθύνων πληθυνῶ τάς λύπας σου καί τόν στεναγμόν σου… καί πρός τόν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου καί αὐτός σου κυριεύσει» (Γεν. 8, 16), δέν ἦταν ἡ ἐπιβολή θείας τιμωρίας, γιατί αὐτή ὑπῆρξε ὁ πρωταίτιος τῆς ἀνυπακοῆς καί παράβασης, ἀλλά συνιστοῦσε ἐπεξήγηση τῆς ἑκούσιας ἀποστροφῆς πρός τή θεϊκή ἐντολή καί τῶν ὅσων κακῶν συνεπειῶν θά ἐπακολουθοῦσαν, προπάντων, γιά τή γυναίκα.

Ἔτσι, ἡ πολυγαμία, ἡ ἀπόλυτη ἐπικυριαρχία τοῦ ἄνδρα ἐπάνω στή γυναίκα, ὁ εὐτελισμός τοῦ σώματός της, τό ἐντός καί ἐκτός τοῦ οἴκου ἀνυπόληπτο τοῦ προσώπου καί τῆς ἀποστολῆς της ὑπῆρξαν τό δυσβάστακτο κράτος, τό ὁποῖο διαρκῶς τήν παρακολουθοῦσε καί τήν καταδυνάστευε.

Ἡ γυναίκα, στήν κατά τά ἄλλα δημοκρατική καί πεπολιτισμένη Ἀθήνα, δέν μποροῦσε νά ἀνήκει στήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου. Σ’ αὐτή ἀνῆκαν μόνο, ὡς μέλη, οἱ ἄνδρες. Τό σατιρικό, τότε, θεατρικό ἔργο «Ἐκκλησιάζουσαι» τοῦ Ἀριστοφάνη συνιστοῦσε μιά κραυγαλέα, ἀλλά χωρίς ἀντίκρυσμα διαμαρτυρία· ὅτι δηλαδή οἱ γυναῖκες κλέβουν τά ἐνδύματα τῶν συζύγων τους καί ἐμφανίζονται ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου. Καί τοῦτο δηλώνει τό ἄδικο καί ἀνελέητο κατάντημα τῆς ἀθηναίας γυναίκας, συζύγου, μητέρας καί πολίτη τῆς Ἀθήνας.

Καί ἐπί τοῦ προκειμένου εἶναι χαρακτηριστική καί ταυτόχρονα ἐπώδυνη καί ἀπαξιωτική ἡ νομική ρήτρα τοῦ σοφοῦ τῶν Ἀθηνῶν νομοθέτη Σόλωνα γιά τή γυναίκα. Ναί, ὁρίζει ὁ Σόλωνας στή νομοθεσία του: «Ἡ γυναίκα εἶναι δούλη τοῦ ἀνδρός καί τροφός τῶν τέκνων του»! Καί, ἀκόμη, ὁ ἄνδρας, σύζυγος καί πατέρας εἶχε τό δικαίωμα ζωῆς καί θανάτου γιά τό νεογέννητο παιδί του.

Ὡστόσο, καί στήν ἀρχαία Ρώμη ἀνάλογα συνέβαιναν. Γι’ αὐτό καί, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τή γυναίκα, ἴσχυε ἡ λατινική ρήση, ὅτι αὐτή εἶναι res (ρές), δηλαδή ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης! Ἀλλά καί στό Ταλμούδ, ἕνα βιβλίο, ὅπου ἀναγραφόταν ἡ ἑρμηνεία τοῦ νόμου στούς Ἑβραίους, ὑπῆρχε ἡ διάταξη, ὅτι ὁ ἄνδρας ὄφειλε νά εὐχαριστεῖ τόν Θεό τρίς φορές τήν ἡμέρα, γιατί δέν εἶναι γυναίκα! Ποιός, λοιπόν, λόγος ἀξιοπρέπειας γιά τό γυναικεῖο πρόσωπο στήν πρό τοῦ Χριστοῦ ἐποχή; Γιατί, ἄν στίς πιό πάνω «πολιτισμένες» κοινωνίες, ἀλλά καί στή θεοκρατική κοινωνία τῶν Ἑβραίων, αὐτά ἴσχυαν γιά τή γυναίκα, τότε τί μποροῦμε νά ὑποθέσομε γιά τή θέση τῆς γυναίκας στίς ἄλλες θρησκευτικές, ἐθνικές ἤ κοινωνικές ὁμάδες;

Καί ἡ αὐθαίρετη συμπεριφορά τοῦ ἄνδρα σέ βάρος τῆς γυναίκας ἐπεκτεινόταν καί πρός τά παιδιά. Καί ἐπί τοῦ θέματος θά γράψει ὁ Μ. Βασίλειος: «Εἶδον ἐγώ σήμερον ἐλεεινόν θέαμα. Παῖδας ἑλκομένους εἰς τό πρατήριον ὑπέρ χρεῶν πατρικῶν». Τί φοβερό!

Ὡστόσο, μέ τόν Χριστό παρατηρεῖται μιά ἐκ βάθρων ἀνατροπή τῶν ὅσων κακῶν τή γυναίκα συνέπνιγαν καί τήν παραμόρφωναν γιά αἰῶνες, ἀλλά καί ἀνασκευή καί μεταμόρφωση τοῦ γυναικείου προσώπου καί τοῦ ρόλου της. Ἡ ἐπιλογή γυναικῶν, οἱ ὁποῖες ὡς ὁμάδα διαρκῶς παρακολουθοῦν τόν Κύριο καί τόν συνδράμουν, ἀκόμη, καί τόν διακονοῦν «ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς» (Λουκ. η΄ 3), εἶναι πολυσήμαντη. Ἀλλά καί ἡ ἀνταπόκριση τῶν γυνακῶν, ὡς ἀφοσιωμένων μαθητριῶν τοῦ Χριστοῦ καί πιστῶν συνακολούθων του, εἶναι χαρακτηριστική στά Εὐαγγέλια καί δηλωτική τοῦ θησαυρισμένου θεοτικοῦ πλούτου στή γυναικεία καρδιά.

Αὐτός ὁ Ὅμιλος τῶν Γυναικῶν, παρά τούς φαρισαϊκούς σκορπιούς ὄχι μόνο παρακολουθοῦν τήν ἄνομη καταδίκη τοῦ Διδασκάλου τους, ἀλλά καί συμπορεύονται ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς μέσα στό μαινόμενο φονικό πλῆθος  τῶν σταυρωτῶν του. Ἐνῶ οἱ ἄνδρες Μαθητές του, μέ τή σύλληψή του, «πάντες ἀφέντες αὐτόν ἔφυγον» (Ματθ. κστ΄ 56), πλήν τοῦ νεαρότερου «ἠγαπημένου» Ἰωάννη (Ἰω. ιη΄ 15), αὐτές ἀψηφώντας τόν θανάσιμο κίνδυνο, «κόπτονται (κτυποῦν τό στῆθος τους ἀπό τό πένθος) καί θρηνοῦν αὐτόν» (τόν Κύριό τους) (Λουκ. κγ΄27). Καί μάλιστα, μιά ἀπό αὐτές ἀποτολμᾶ τό μέγιστο· νά τοῦ προσφέρει τό ὁλόλευκο πεντακάθαρο μαντήλι της, γιά νά σπογγίσει «ὁ ἑλκόμενος ἐπί σταυροῦ» Κύριός της τό κάθιδρο καί καταματωμένο ἱερό του πρόσωπο καί νά ἀντιλάβει τήν ἁγία Μορφή του ἀποτυπωμένη. Ναί, τοῦτο τό ἅγιο Μανδήλιο πῆρε ὡς ἀντίδωρο γιά τόν ἑαυτό της, ὡς γυναίκα, ὅπως καί γιά ὅλες τίς γυναῖκες ἡ ἁγία Βερονίκη.

Ἀλλά καί ἐπί τοῦ φρικτοῦ Γολγοθᾶ οἱ Γυναῖκες «εἱστήκεισαν παρά τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ» (Ἰω. ιθ΄ 25), βλέποντας καί ἀσφαλῶς κλαίοντας τόν ἀγαπημένο Κύριο καί Διδάσκαλό τους (Λουκ. κγ΄ 49). Καί, ἀναμφίβολα, αὐτός ὁ Ὅμιλος τῶν Μαθητριῶν εἶχε ὡς κορυφαῖο στέλεχος καί ἐμπνευστή τή Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Καί δέν ἔφυγαν ἀπό τόν Κρανίου τόπο, μέχρι τό μύρωμα καί τόν ἐνταφιασμό τοῦ Σώματος τοῦ Κυρίου τους ἀπό τόν Νικόδημο καί τόν εὐσχήμονα Ἰωσήφ (Ἰω. ιθ΄ 38-41). Ὁπότε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία, -ἡ ὁποία, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, εἶναι ἡ Παναγία-, ὅπως καί οἱ ἄλλες Γυναῖκες, παρέμειναν «καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου» (Λουκ. κζ΄ 61). Ὡστόσο, φεύγοντας ἀπό τόν Γολγοθᾶ, «ἡτοίμασαν ἀρώματα καί μῦρα, καί τό μέν Σάββατον (ἐπειδή ἦταν τό Ἑβραϊκό Πάσχα) ἡσύχασαν κατά τήν ἐντολήν (τοῦ νόμου)» (Λουκ. κγ΄ 56).

Τήν ἐπαύριον «ὄρθρου βαθέος» προστρέχουν πρός τό Μνημεῖο. Καί ἀντί νά ἀλείψουν μέ τά μῦρα τῆς ἀγάπης τό «τεθαμμένο» ἀλλά ζωηφόρο Σῶμα τοῦ Κυρίου τους, «εὗρον τόν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπό τοῦ μνημείου» καί τόν Τάφο χωρίς τό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καί στήν ἀπορία τους: Πῶς συμβαίνουν αὐτά; Δύο ἄγγελοι, ὡς ἄνδρες, μέ στολές, οἱ ὁποῖες ἄστραπταν ἀπό τή λαμπρότητα, τούς ἀνακοινώνουν τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτές, μή ἀντέχοντας τήν ὅλη λάμψη τους, σκύβουν τά πρόσωπά τους, γιά νά φύγουν στή συνέχεια ὁλοταχῶς πρός τήν ὁμήγυρη τῶν Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν ἄλλων Μαθητῶν. Καί ἐνῶ ὅλοι ἀπιστοῦν καί φαίνονται «ὡσεί λῆρος» (φλυαρία) τά λόγια τους (Λουκ. κδ΄ 1-12), αὐτές σέ ἀλλεπάλληλες πρός τό Μνημεῖο ἐπισκέψεις τους συναπαντοῦν τόν ἀναστημένο Κύριό τους καί δέχονται, ἀπό ὅλους πρῶτες, στίς καρδιές τους τό ζείδωρο διάγγελμα τῆς ἀνάστασής του.

Γι’ αὐτό καί διακρατοῦν τό ἐμπίστευμα αὐτό καί μποροῦν καί ἀποβαίνουν, οἱ πρώην καταφρονημένες, πλέον θεοχαρίτωτες, ὡς οἱ «ἀπό θέας Γυναῖκες Εὐαγγελίστριαι», τότε, στούς Ἀποστόλους καί διαχρονικά στήν οἰκογένειά τους, στήν κοινωνία καί στήν Ἐκκλησία.

 

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΜΑΪΟΥ

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....