Αγαπητοί μου αδελφοί,
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή αφορά στη μνήμη του Ευαγγελιστή Ματθαίου. Μας φέρνει μπροστά σε ένα γεγονός που μοιάζει απλό, μα είναι βαθύ σαν άβυσσος ελέους. Ο Χριστός περνά και βλέπει έναν άνθρωπο καθισμένο στο τελωνείο, τον Ματθαίο, και του λέει μόνο δύο λόγια: «Ἀκολούθει μοι». Και ο Ματθαίος, χωρίς δισταγμό, χωρίς λόγια, «ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ».
Μέσα σε αυτή τη μικρή σκηνή κρύβεται ολόκληρο το μυστήριο της θείας αγάπης. Ο Χριστός δεν προσπερνά, δεν αποστρέφεται, δεν υπολογίζει το παρελθόν. Βλέπει βαθιά στην καρδιά του ανθρώπου, εκεί όπου υπάρχει μια κρυφή καλλιέργεια, μια σπίθα φωτός. Και μ’ ένα βλέμμα γεμάτο κατανόηση και πρόσκληση, ξυπνά μέσα στον Ματθαίο την επιθυμία της νέας ζωής.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: «Οὐδὲν οὕτως ἐλκύει τὸν Θεὸν ὡς ψυχὴν ταπεινὴν καὶ προθύμως ὑπακοῦσαν».
Ο Κύριος καλεί, κι ο άνθρωπος, μόλις ακούσει τη φωνή Του, σηκώνεται. Δεν χρειάζεται συζητήσεις, επιχειρήματα, αποδείξεις. Μόνο ένα βλέμμα πίστεως και μια καρδιά που δέχεται τη χάρη. Ο Χριστός δεν ψάχνει για τέλειους ανθρώπους, αλλά για καρδιές που θέλουν να αγαπήσουν ξανά. Ο Χριστός δεν καλεί Αγίους, αλλά μας κάνει Αγίους. Αυτό ακριβώς συμβαίνει εδώ. Ο Ματθαίος, τελώνης και περιφρονημένος, γίνεται από εκείνη τη στιγμή μαθητής του Θεού. Από συλλέκτης φόρων γίνεται συλλέκτης ψυχών. Κάνει μια συμφέρουσα οικονομική συναλλαγή. Τα πωλεί όλα για να αγοράσει τον πολύτιμο θησαυρό.
Λίγο αργότερα, ο Κύριος κάθεται στο τραπέζι με τελώνες και αμαρτωλούς. Και οι Φαρισαίοι αγανακτούν: «Διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν»; Κι εκείνος, με εκείνη τη θεϊκή απλότητα, απαντά «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾽ οἱ κακῶς ἔχοντες… Πορευθέντες μάθετε τί ἐστιν· Ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν». Αυτός ο λόγος είναι το κλειδί όλης της χριστιανικής πίστης. Ο Θεός δεν ζητά από τον άνθρωπο εξωτερικές πράξεις χωρίς καρδιά. Θέλει το έλεος, την αγάπη, τη συμπόνια.
Ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας μάς διδάσκει: «Ἔλεος ἐστὶν ἡ καρδία τοῦ Θεοῦ· ὅπου ἔλεος, ἐκεῖ Θεός». Χωρίς έλεος, ακόμη και η πιο μεγάλη θυσία είναι άδεια. Αλλά με το έλεος, ακόμη και η πιο μικρή πράξη γίνεται θυσία ευάρεστη στον Κύριο. Ο Χριστός δεν ήρθε για να ελέγξει, αλλά για να θεραπεύσει· όχι για να καταδικάσει, αλλά για να σώσει. Όπως ο γιατρός σκύβει πάνω από τον άρρωστο με αγάπη, έτσι κι ο Κύριος σκύβει πάνω στην πληγή του ανθρώπου με έλεος. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει: «Μη λες ότι ο Θεός είναι δίκαιος· πες ότι είναι ελεήμων. Γιατί αν ήταν μόνο δίκαιος, ποιος θα σωζόταν»;
Αδελφοί μου, πόσο μας συγκλονίζει αυτή η σκέψη! Εμείς, πολλές φορές, μοιάζουμε με τους Φαρισαίους: βλέπουμε τους άλλους με κατάκριση, θεωρούμε ότι είμαστε καλύτεροι, αλλά ο Χριστός μάς καλεί να σταθούμε όπως ο Ματθαίος – ταπεινά, με συναίσθηση της αδυναμίας μας. Να αναγνωρίσουμε πως έχουμε ανάγκη του Ιατρού των ψυχών και των σωμάτων.
Δεν είναι η αμαρτία που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό, αλλά η αμετανοησία. Ο Θεός μπορεί να συγχωρήσει τα πάντα, εκτός από τη σκληρή καρδιά που δεν θέλει να αλλάξει. Και γι’ αυτό ο Χριστός λέει: «Πορευθέντες μάθετε τί ἐστιν· Ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν». Θέλει πρώτα να μάθουμε, να νιώσουμε, να καταλάβουμε τι είναι έλεος. Να το ζήσουμε.
Ας κοιτάξουμε μέσα μας: Πόσο εύκολα θυμώνουμε, πόσο δύσκολα συγχωρούμε! Πόσες φορές νηστεύουμε, προσευχόμαστε, αλλά κρατάμε μέσα μας πίκρα ή περηφάνια! Αυτές είναι οι «θυσίες χωρίς έλεος». Ο Θεός, όμως, περιμένει κάτι άλλο: τη θυσία της καρδιάς. Όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον· καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην, ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει».
Να Τον πλησιάσουμε, λοιπόν, όχι με περηφάνια, αλλά με ταπείνωση· όχι με κατάκριση, αλλά με συμπάθεια· όχι με αλαζονεία, αλλά με δάκρυ ελέους. Τότε θα ακούσουμε κι εμείς τη φωνή του Κυρίου, που απευθύνθηκε κάποτε στον τελώνη Ματθαίο: «Ἀκολούθει μοι».
Και τότε, όπως κι εκείνος, θα σηκωθούμε — θα αφήσουμε πίσω μας το παλιό τελωνείο των παθών και θα Τον ακολουθήσουμε στον δρόμο της νέας ζωής, του φωτός και της αγάπης.
Αμήν. π.Παντ.Κρ.
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας