«’Ελευθέρᾳ μέν ἡ κτίσις γνωρίζεται…»

ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

 

«’Ελευθέρᾳ μέν ἡ κτίσις γνωρίζεται…»

 

Αὐτόν τόν ὕμνο μελωδεῖ ἡ Ἐκκλησία μας ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων. Καί ἀποτελεῖ τροπάρο, ὅπως λέγεται, ἤ Καταβασία τοῦ Ἰαμβικοῦ Εἱρμοῦ τῆς ζ΄ Ὠδῆς τοῦ Κανόνα, τόν ὁποῖο συνέταξε καί μελοποίησε ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ καί Μελωδός, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (675-749 μ.Χ.).

Ὁ Δαμασκηνός Ἰωάννης, γόνος τοῦ ὑπουργοῦ Σεργίου, θά λέγαμε σήμερα, ἐπί Χαλίφη Οὐαλίδ, στό Χαλιφάτο τῆς Δαμασκοῦ, ἔτυχε ὑψηλῆς παιδείας, μαζί μέ τόν υἱοθετημένο ἀδελφό του ἅγιο Κοσμᾶ, τόν Μελωδό, ἀπό τόν δοῦλο, μοναχό Κοσμᾶ, τόν ὁποῖο ὁ πατέρας τους ἐξαγόρασε ἀπό ἕνα σκλαβοπάζαρο τῆς Δαμασκοῦ. Τόν εἶδε νά κλαίει ὁ Σέργιος τόν μοναχό Κοσμᾶ. Καί στήν ἐρώτησή του, γιατί κλαῖς; Αὐτός ἀπάντησε, ὅτι, ὄντας δοῦλος, θά πάει χαμένη ἡ μόρφωσή του! Ἔτσι, ἐλευθερώνοντάς τον καί ἀναθέτοντάς του τή μόρφωση τῶν παιδιῶν του, τοῦ Ἰωάννη καί τοῦ Κοσμᾶ, δέν ἀστόχησε.

Στή συνέχεια, ὁ Ἰωάννης διαδέχθηκε τόν πατέρα του στή θέση τοῦ ὑπουργοῦ, γιά νά περιπέσει, ὡστόσο, σέ κάποια στιγμή, στή δυσμένεια τοῦ Χαλίφη. Πότε; Ὅταν ὁ σαρακηνόφρονας καί εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέοντας ὁ Γ΄ ὁ Ἴσαυρος διεμήνυσε στόν Οὐαλίδ καί ἀπέστειλε χειρόγραφη πλαστή ἐπιστολή, μέ πανομοιότυπο τόν γραφικό χαρακτήρα τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅτι, δῆθεν, τόν καλοῦσε νά ἐκστρατεύσει καί νά ἀπελευθερώσει τή Δαμασκό. Καί στίς διαβεβαιώσεις τοῦ Ἰωάννη, ὅτι οὐδέποτε ἔπραξε κάτι τέτοιο, ὁ Χαλίφης ἄκουε τήν ἀπολογία τοῦ Ἰωάννη, ὡς «ἦχον λύρας εἰς ὦτα ὄνου». Ἔτσι, διέταξε τήν ἀποκοπή «τῆς δεξιᾶς χειρός» τοῦ Δαμασκηνοῦ καί τή διαπόμπευσή της στούς δρόμους! Καί ὁ Ἅγιος, πλήρης ὀδυρμῶν καί ὀδύνης, ἀποσύρθηκε στό «ταμιεῖόν» του, ζητώντας τό δεξί του χέρι, γιά νά τό θάψει. Καί τό ἑσπέρας, ὅταν τό ἔλαβε, γονυπετής καί προσευχόμενος μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς Παναγίας, ἔθεσε τό χέρι του στό σημεῖο τῆς κοπῆς του, γιά νά ἀποκοιμηθεῖ, κάποτε, μαζί του. Καί ὅταν κάποια στιγμή, ξύπνησε, ὦ τοῦ θαύματος, «ἀπεκατεστάθη ἡ δεξιά του», γιά νά δοξάσει τήν ὑπεραγία Θεοτόκο.

Καί αὐτή ἡ Εἰκόνα της, ἡ ὁποία, ἔκτοτε, ἔλαβε ὡς προσωνύμιο: «Παναγία ἡ Τριχεροῦσα», σήμερα φυλάσσεται καί ἀποτελεῖ ἱερό θησαύρισμα στήν Ἱερά Μονή Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους.

Μετά τό θαυμαστό αὐτό γεγονός, ὅπως οἱ χρονογράφοι ἱστοροῦν, Ἰωάννης καί Κοσμᾶς ἐγκαταβίωσαν στή Μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα, γιά νά χαρίσουν στήν Ἐκκλησία, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί ἐξαίρετα μελωδήματα, ὅπως τόν Κανόνα μέ τό «Χριστός γεννᾶται δοξάσατε», τοῦ Κοσμᾶ, τοῦ καί, ἀργότερα, Ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ (πόλη Παλαιστίνης), γιά τά Χριστούγεννα, ἤ τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ, γιά τό Πάσχα, «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί…», ἤ γιά τά Θεοφάνεια, τόν Κανόνα «Στείβει θαλάσσης, κυματούμενον σάλον…», ὅπου καί ὑπάγεται ὁ ὑπό ἀναφορά ὕμνος ἤ ὁ Εἱρμός «Ἐλευθέρᾳ μέν κτίσις γνωρίζεται…».

Ἔτσι, θά σταθοῦμε, γιά λίγο, στά πλαίσια τοῦ χώρου, πού μᾶς διατίθεται, γιά νά προσεγγίσομε, μέ τή βοήθεια τοῦ θείου καί πατερικοῦ λόγου, αὐτή τή διακήρυξη: «Ἐλευθέρα μέν ἡ κτίσις γνωρίζεται…».

Ἦταν, δηλαδή, σκλαβωμένη ἡ κτίση; Ναί. Ὅλος ὁ συμπαντικός κόσμος! Πῶς καί γιατί; Μετά τό «πταῖσμα» τοῦ Ἀδάμ ἔπεσεν ὁ βασιλιάς καί ἄρχοντας τῆς κτίσης ὅλης, ὁ ἄνθρωπος, στή δυναστεία τοῦ διαβόλου, ὁπότε, καί αὐτή ἡ κτίση, μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «τῇ ματαιότητι… ὑπετάγη» (Ρωμ. η΄ 20).

Καί ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πτώσης τοῦ Ἀδάμ, ἡ κτίση «συστενάζει καί συνωδίνει» (Ρωμ. η΄ 22), ὑπογραμμίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

Ὁπότε, καί μᾶς διδάσκει καί μᾶς ἐπεξηγεῖ, μέ βάση τά Εὐαγγέλια, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὅτι κατά τή στιγμή τῆς Βάπτισης τοῦ Χριστοῦ στόν Ἰορδάνη ποταμό, ἔχομε τό φοβερό καί συγκλονιστικό γεγονός· ποιό; Τό τῆς φανέρωσης τῆς Ἁγίας Τριάδος: Ὁ Θεός Πατέρας ἀκούγεται νά προσφωνεῖ τόν Υἱό του: «Σύ εἶ ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοί εὐδόκησα» (Μάρκ. α΄ 11). Καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο νά καταβαίνει καί νά ἐπιφαίνεται «σωματικῷ εἴδει ὡσεί περιστεράν ἐπ’ αὐτόν» (Λουκ. γ΄ 22), δηλαδή ἦλθε τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἐμφανίσθηκε μέ σχῆμα καί εἶδος ἐξωτερικό καί σωματικό, τό ὁποῖο ἔμοιαζε μέ περιστέρι, καί κάθισε στήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός, βαπτιζόμενος (βυθιζόμενος μέσα στό νερό τοῦ Ἰορδάνη), ἀνέβη εὐθύς, ὡς ἀναμάρτητος, ἀπό τοῦ ὕδατος (Ματθ. γ΄ 16)· σέ ἀντίθεση μέ ὅλους, τούς ὑπό τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου βαπτιζόμενους, οἱ ὁποῖοι ἐξομολογοῦντο, ὄντας στό νερό, τίς ἁμαρτίες τους.

Αὐτή ἡ ἀποκάλυψη τῆς Τριαδικῆς Θεότητας, κατά τούς Πατέρες μας, ἔχει τήν ἔννοια τῆς θεαρχικῆς πράξης ἀναδημιουργίας τῆς κτίσης καί τῆς ἀνακαίνισής της, ἕνεκα τῆς «παλαιότητας», τήν ὁποία τῆς προκάλεσε ἡ ἁμαρτία. Καί ὅπως ὁ τριαδικός Θεός «ἐποίησεν ἐκ τοῦ μή ὄντος (ἀπό τό μή ὑπάρχειν) τόν κόσμον», ἔτσι τώρα ἀνακατασκευάζει τόν ἄνθρωπο καί  σύνολη τή δημιουργία. Ναί, ὁ Πατήρ δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι «ποιεῖ τά πάντα» καί ἀνακαινίζει τόν κόσμο, λέγουν καί διδάσκουν οἱ Πατέρες μας.

Ὡστόσο, παραμένει τό ἐρώτημα: Ποιό; Γιατί ὁ Χριστός ἔρχεται καί ἵσταται μέσα στά ἰορδάνεια ρεῖθρα; Δέν μποροῦσε νά ἦταν κάπου ἀλλοῦ; Ὄχι, ἀποφαίνεται ἡ Ἁγία Γραφή καί ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Δηλαδή;

Γράφει, χαρακτηριστικά, ὁ Μέγας Βασίλειος στήν «Ἑξαήμερόν» του, ἑρμηνεύοντας τό κείμενο τῆς Γενέσεως κεφ. 1,2: «Ἡ δέ γῆ ἦν ἀόρατος καί ἀκατασκεύαστος, καί σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καί Πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος»· ὅτι δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπισκίαζε τό νερό, γιατί αὐτό ἦταν τό πρωτογενές στοιχεῖο τῆς δημιουργίας, ἀπό τό ὁποῖο καί θά προέκυπτε, στή συνέχεια, ὁ φυσικός κόσμος. Συνέβαινε, δηλαδή, αὐτό, τό ὁποῖο ἀκριβῶς, παρατηρεῖται, ὅταν «ἡ ὄρνις (ὄρνιθα-κότα) κάθεται ἐπάνω στ’ αὐγά της, προκειμένου, μέ τή θαλπωρή της, αὐτά νά ἐκκολάψουν τούς νεοσσούς». Ὁπότε, ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες μας, ὁ σατανᾶς, μέ τόν ὑποσκελισμό (τήν ἐξαπάτηση) τοῦ ἀνθρώπου, ὡς κυρίαρχου τῆς φύσης, εἰσῆλθε καί ἐμφώλευσε μέσα στό νερό, στό κύτταρο τῆς δημιουργίας, στά ἔγκατά του, γιά νά κυβερνᾶ καί, ἔτσι, νά μολύνει ὅλη τήν κτίση.

Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός, βαπτιζόμενος, παραμένει, ἱστάμενος, μέσα στά ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, καί γιά νά ἁγιάσει ὅλη τή φύση, ἀλλά καί γιά νά συντρίψει τόν κρυμμένο, «τόν ἐμφωλεύοντα», μέσα στά νερά διάβολο.

Γι’ αὐτό καί τό ψαλμικό κείμενο (73, 13-14) διαδηλώνει: «Σύ συνέτριψας τάς κεφαλάς τῶν δρακόντων (δαιμόνων) ἐπί τοῦ ὕδατος. Σύ συνέθλασας τάς κεφαλάς τοῦ δράκοντος». Ὁπότε καί στήν εὐχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, ἀλλά καί στήν Ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος ἀναφωνεῖ ἡ Ἐκκλησία μας: «Σύ (Χριστέ μου) καί τά Ἰορδάνεια ῥεῖθρα ἡγίασας, οὐρανόθεν καταπέμψας τό Πανάγιόν σου Πνεῦμα, καί τάς κεφαλάς τῶν ἐκεῖσε ἐμφωλευόντων συνέτριψας δρακόντων».

Ἰδού, λοιπόν, γιατί καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων (4ος αἰ.), ὁ μεγάλος αὐτός Κατηχητής Πατέρας, διδάσκει, ὅτι ὁ Χριστός, μέ τή βάπτισή του, μετέδωσε διά τοῦ τεθεωμένου σώματός του τήν καταλυτική θεία του δύναμη στό νερό καί διέλυσε «τό ἐμφωλεῦον» κράτος τοῦ σατανᾶ, ἤ, κατά τόν ἅγιο Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως (8ος αἰ.) «ἐνίησι (μεταγγίζει) τόν ἁγιασμόν τῷ ὕδατι», ἐλευθερώνοντας τόν Ἀδάμ καί ἀνακαινίζοντας τά πάντα!

Ἔτσι, ἔχοντας καί κατέχοντας καί ὁ ἱερός Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὅλα αὐτά, εὔλογα διαλαλεῖ: «Ἐλευθέρα μέν ἡ κτίσις γνωρίζεται…».

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....