ΑΠΌ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ
Ἕνα θέμα πού ἀπασχόλησε τόσο τούς Ἰουδαίους στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ, ὅσο καί στή συνέχεια τούς Χριστιανούς, εἶναι οἱ «συγγενεῖς», οἱ «γονεῖς» καί τά «ἀδέλφια» τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Ἰουδαῖοι συχνά ἀποροῦσαν μέ τό ἔργο καί τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἀκόμα καί οἱ «συγγενεῖς» Του: «Οὐχ οὗτος ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; Οὐχί ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριάμ καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ Ἰάκωβος καί Ἰωσῆς καί Σίμων καί Ἰούδας; καί αἱ ἀδελφαί αὐτοῦ οὐχί πᾶσαι πρός ἡμᾶς εἰσι;».
Ὑπάρχουν ὅμως ἀκόμα καί σήμερα Χριστιανοί πού δέν μποροῦν νά κατανοήσουν τό Μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Βέβαια αὐτό ὀφείλεται κυρίως στό ὅτι ἡ κατήχηση στή ζωή ἑνός νέου Χριστιανοῦ συνήθως εἶναι ἐλλιπής ἕως ἀνύπαρκτη.
Πρέπει νά γνωρίζουμε καλά ὅτι ὁ Χριστός μας δέν εἶχε συγγενεῖς. Ἡ σύλληψή Του ἔγινε «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου», χωρίς τή συμμετοχή τοῦ Ἰωσήφ του Μνήστορος. Μόνο ἡ Παναγία ἦταν ἡ Μητέρα Του, πού Τόν κυοφόρησε, Τόν γαλούχησε καί Τόν μεγάλωσε. Οὔτε ὁ Ἰωσήφ ἦταν πατέρας Του οὔτε ἄλλα ἀδέλφια εἶχε, διότι καί ἡ Παναγία δέν ἔκανε ἄλλα παιδιά.
Ὡστόσο μέσα στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας τά νομιζόμενα ἀδέλφια τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τά παιδιά τοῦ Ἰωσήφ, ἀπέκτησαν τιμητικά τόν τίτλο του Ἀδελφοθέου καί συγκαταριθμήθηκαν στή χορεία τῶν Ἁγίων. Ἕνας «ἀδελφός» τοῦ Χριστοῦ, πού ἰδιαίτερα ἔλαβε τήν προσωνυμία Ἀδελφόθεος, εἶναι ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος πού τιμᾶται στίς 23 Ὀκτωβρίου.
***
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος ἦταν ὁ πρωτότοκος υἱός τοῦ Ἰωσήφ. Ἦταν πολύ συνετός καί δίκαιος, τόσο πού καί οἱ Ἰουδαῖοι τον σέβονταν καί τόν τιμοῦσαν. Ἀκόμα ὅμως καί αὐτός δέν μποροῦσε νά ἀντιληφθεῖ καί νά κατανοήσει τήν παρουσία καί τή δράση τοῦ Χριστοῦ στή γῆ. Τόν ἔβλεπε σάν τόν μικρότερό του ἀδελφό καί ὄχι σάν τόν Μεσσία τοῦ κόσμου. Βέβαια ἡ συναναστροφή μαζί μέ τόν Ἰησοῦ ἀπό μικρή ἡλικία εἶχε δημιουργήσει μιά συμπάθεια στόν δίκαιο Ἰάκωβο. Κατά τή φυγή τοῦ Κυρίου, βρέφος ἀκόμα, στήν Αἴγυπτο, ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ἦταν αὐτός πού μαζί μέ τήν Παναγία καί τόν Ἰωσήφ, ἦταν συνοδοιπόρος Του, καί μάλιστα κρατοῦσε τό σχοινί καί τραβοῦσε τό γαϊδουράκι.
Ὅταν ὁ Ἰωσήφ κατάλαβε ὅτι πλησιάζουν οἱ ἡμέρες τῆς ἀναχωρήσεώς του ἀπό τόν κόσμο, κάλεσε ὡς πατέρας τά παιδιά του γιά νά μοιράσει τήν περιουσία του. Ὁ Ἰάκωβος πρότεινε νά δοθεῖ μερίδιο περιουσίας καί στόν Χριστό, τά ὑπόλοιπα ὅμως ἀδέλφια του δέν δέχθηκαν. Ὁ Ἰάκωβος τότε πῆρε τήν ἀπόφαση ἕνα μερίδιο ἀπό τή δική του κληρονομιά νά τήν μοιραστεῖ μέ τόν μικρότερο «ἀδελφό» του, τόν Ἰησοῦ.
Ὁ Κύριός μας μετά τήν ἔνδοξη Ἀνάσταση καί Ἀνάληψη τίμησε ἰδιαίτερα τόν Ἰάκωβο. Τοῦ ἐμφανίσθηκε προσωπικά καί τόν ἔχρισε πρῶτο Ἐπίσκοπο Ἰεροσολύμων. Ὁ Ἅγιος ἔπειτα ἀπό αὐτό ἔγινε ἀληθινός στυλοβάτης τῆς Ἐκκλησίας. Θεωρήθηκε ὡς ὁ πρῶτος μεταξύ τῶν Ἀποστόλων καί ἡ φήμη του καί ἡ ἀξία του ἦταν δεδομένη σέ ὅλους τούς Χριστιανούς. Ὅταν συγκλήθηκε ἡ πρώτη Ἀποστολική Σύνοδος, τό ἔτος 49 μ.Χ., γιά νά συζητήσει τά θέματα πού προέκυπταν μέ τούς νεοφώτιστους Χριστιανούς, ὁ Ἅγιος προήδρευσε τῆς Συνόδου καί ἐπικύρωσε πρῶτος τίς ἀποφάσεις.
Χαρακτηριστική εἶναι ἡ Ἐπιστολή πού ἔγραψε καί ὀνομάζεται Καθολική, διότι ἀπευθύνεται σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία καί ὄχι σέ κάποια συγκεκριμένη περιοχή ἤ πρόσωπο. Στήν Ἐπιστολή του τονίζει ὅτι ὁ Χριστιανός δέν πρέπει νά εἶναι μόνον ἄνθρωπος πού μένει στά λόγια καί τίς θεωρίες, ἀλλά νά τηρεῖ ἔμπρακτα τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Νά ἐφαρμόζει στή ζωή του συνειδητά αὐτό πού πρεσβεύει καί πιστεύει. Διότι, ὅπως ἐπισημαίνει, θεωρία χωρίς ἔργα εἶναι νεκρή.
Στά ἔργα του συγκαταριθμεῖται καί ἡ πρώτη θεία Λειτουργία, ἡ ἐπονομαζομένη θεία Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου. Ἡ Λειτουργία αὐτή εἶναι ὁ πρῶτος ἐπίσημος τύπος, πού ἐφαρμόσθηκε στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀργότερα ἔγινε σύντμηση ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο καί ἔπειτα ἀπό τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ἐνῶ τήν ἔχουμε μέχρι σήμερα σέ χρήση.
Τό ἔτος 62 μ.Χ. προκλήθηκε μιά ἀναταραχή στά Ἰεροσόλυμα, λόγω τοῦ ὅτι πολλοί ἄνθρωποι πίστευαν στόν Χριστό. Τότε οἱ Ἰουδαῖοι παρακάλεσαν τόν Ἅγιο Ἰάκωβο νά ἀνέβει στό ψηλότερο σημεῖο τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, στό λεγόμενο πτερύγιο τοῦ Ναοῦ, γιά νά τούς βγάλει λόγο καί νά πείσει τό πλῆθος τοῦ λαοῦ ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ὁ Μεσσίας. Ὁ Ἅγιος τότε θεώρησε τήν καλύτερη εὐκαιρία νά ὁμολογήσει τόν Χριστό.
Ἀνέβηκε στό πτερύγιο τοῦ Ναοῦ καί μέ δυνατή φωνή εἶπε: «Τί μέ ἐρωτᾶτε διά τόν Ἰησοῦν; Αὐτός κάθηται εἰς τόν οὐρανόν ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ Πατρός αὐτοῦ, αὐτός πάλι θά ἔλθει ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ καθεζόμενος, νά κρίνει μέ δικαιοσύνην τήν οἰκουμένην ἅπασαν». Ἀκούγοντας τά λόγια αὐτά ὁ λαός δόξαζε τόν Θεό ἐνῶ οἱ γραμματεῖς καί οἱ φαρισαῖοι ἀγανάκτησαν καί φώναζαν: «Ὡς καί ὁ δίκαιος ἐπλανήθη». Ἀνέβηκαν τότε καί αὐτοί στό πτερύγιο καί ἔσπρωξαν τόν Ἅγιο νά πέσει στή γῆ. Καί ἐπειδή πέφτοντας δέν ξεψύχησε, ἄρχισαν νά τόν λιθοβολοῦν μέχρι τήν τελευταία του πνοή. Ἔτσι ὁ Ἅγιος παρέδωσε τήν ψυχή του καθαρή καί ἁγιασμένη στόν «ἀδελφό» του, τόν Ἰησοῦ Χριστό.
***
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος ἄς πρεσβεύει γιά ὅλους μας, νά ζοῦμε μέ δικαιοσύνη. Καί ὅπως μᾶς παραγγέλλει στήν Καθολική Ἐπιστολή του, νά μή μένουμε μόνο στά ὡραῖα λόγια τῆς πίστης μας, ἀλλά καί νά τά ἐφαρμόζουμε στή ζωή μας.