Ομιλητές ήταν οι: ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος, ο Μητροπολίτης Άρτης κ. Καλλίνικος, ο Ιερομόναχος Γεννάδιος Βατοπαιδινός και ο Γεώργιος Στείρης, Πρόεδρος και Καθηγητής του Τμ. Φιλοσοφίας Αθηνών.

Μία φωτεινή μορφή του 16ου αιώνα, μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, είναι ο άγιος Μάξιμος ο Βατοπαιδινός, ο γνωστός στην Ρωσία ως Maksim Grek, δηλαδή Μάξιμος ο Γραικός.
Ο Μιχαήλ –ο μετέπειτα Μάξιμος ο Γραικός– γεννήθηκε το 1470 στην Άρτα από πλουσίους και ευσεβείς γονείς, τον Μανουήλ Τριβώλη και την Ειρήνη. Οι Τριβώληδες ανήκαν σε μεγάλη βυζαντινή αρχοντική οικογένεια και είχαν φιλική σχέση με τους τελευταίους βυζαντινούς αυτοκράτορες, Θωμά και Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο Δημήτριος Κυδώνης αποδίδει σε έναν Τριβώλη την συμφιλίωση του αυτοκράτορα Μανουήλ του Β΄ με τον δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο τον Α΄. Ο Κάλλιστος Α΄ Τριβώλης έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1350-1354 και 1355-1363) στον «χρυσό αιώνα» της θεολογίας και του ησυχασμού. Έχει καταταγεί στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Από τους Τριβώληδες της Σπάρτης ο Μανουήλ πήγε στην Άρτα, ο δε αδελφός του Δημήτριος εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, όπου δημιούργησε μεγάλη οικογένεια «πού συνδέθηκε με την διοίκηση και την βενετσιάνικη ευγένεια της νήσου». Ο Δημήτριος Τριβώλης ήταν γνωστός βιβλιόφιλος και από τους αξιολογότερους αντιγραφείς κωδίκων «κλασικών ελληνικών έργων», κάτοχος της θείας και της θύραθεν σοφίας. Ήταν μαθητής του Γεωργίου Πλήθωνα, έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη στον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο. Ακολουθεί τον τελευταίο ηγεμόνα της Πελοποννήσου, Θωμά Παλαιολόγο στην Ρώμη, όπου παρέμεινε αρκετό καιρό υπό την προστασία του καρδιναλίου Βησσαρίωνα. Κυμαινόταν μεταξύ Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού. Παρευρίσκεται στους αρραβώνες της Ζωής-Σοφίας Παλαιολογίνας με τον μεγάλο ηγεμόνα της Ρωσίας Ιβάν τον Γ΄. Από το 1462 μέχρι το 1481 τον βλέπουμε να μετακινείται μεταξύ Άρτας και Κέρκυρας. Το τελευταίο του χειρόγραφο τον εμφανίζει, το 1481, κάτοικο της Κέρκυρας. Στην Ιταλία παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά τα έτη 1464 και 1465 βρίσκεται στην ενετοκρατούμενη Κρήτη .
Ο Μιχαήλ Τριβώλης έμαθε τα πρώτα γράμματα κοντά στους γονείς του και σε κατ’ οίκον διδασκαλία από εξαιρετικούς δασκάλους. Η Άρτα ήταν μεγάλη και επιφανής πόλη της Ηπείρου, πλούσια λόγω του εμπορίου. Στο γυμνάσιο, το οποίο ασφαλώς θα υπήρχε, άκουσε ο Μιχαήλ τα εγκύκλια μαθήματα. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πρωτογενείς πηγές για την παιδεία στην Άρτα λόγω της καταστροφής τους από τους Τουρκαλβανούς μετά την μάχη της Άρτας το 1821. «Έτσι δικαιολογείται η έλλειψη άμεσων και αδιαμφισβήτητων πηγών για την παιδεία της Άρτας στον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας» .
Ο Μιχαήλ από νέος «καλλιέργησε την μάθηση», όπως μας πληροφορεί επιστολή που έστειλε ο ηγούμενος της Μονής του Βατοπαιδίου Άνθιμος στον μεγάλο δούκα Βασίλειο Γ΄ Ιβάνοβιτς. Η έφεση και επιθυμία για πληρέστερη μάθηση δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί στην Άρτα. Ο πατέρας του παρακάλεσε τον αδελφό του Δημήτριο να δεχθεί κοντά του τον Μιχαήλ και να φροντίσει για την περαιτέρω πληρέστερη μόρφωσή του. Ήταν τότε είκοσι χρόνων. Στο μικρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο έμεινε στην Κέρκυρα, πριν αναχωρήσει για την Ιταλία, μαθήτευσε στον «ρήτορα και φιλόσοφο και αντιγραφέα χειρογράφων Ιωάννη Μόσχο», του οποίου η ηλικία πρέπει να ήταν πολύ προχωρημένη.
Ο Ιωάννης Μόσχος, ο αξιολογότερος μαθητής και συνεχιστής του έργου του μεγάλου φιλοσόφου Γεωργίου Πλήθωνα Γεμιστού, βρισκόταν στην Κέρκυρα, πρόσφυγας από τον Μυστρά μαζί με τους δύο γιούς του, Γεώργιο και Δημήτριο, και διατηρούσαν σχολή. Ο Ιωάννης δίδασκε φιλοσοφία, ενώ ο γιός του Γεώργιος ιατρική και ρητορική. Τότε ο Μιχαήλ συνδέθηκε με στενή φιλία με τους αδελφούς Γεώργιο και Δημήτριο, τους οποίους θα συναντούσε έπειτα στην Ιταλία, στο παλάτι του φίλου και προστάτη του Τζιανφραντζέσκο Πίκο, ηγεμόνα της Μιραντόλα.
Παραμένοντας στην Ελλάδα ο Μιχαήλ δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την δίψα του για ανώτερη μάθηση. Μετά την τουρκική κατάκτηση το υψηλό επίπεδο παροχής παιδείας υποβαθμίστηκε. Ο πατέρας του, όταν επισκέφθηκε την Άρτα ο φίλος του Ιανός (Ιωάννης) Λάσκαρις, τον παρακάλεσε να περάσει από την Κέρκυρα, να πάρει μαζί του στην Ιταλία τον γιό του, και να φροντίσει για την μόρφωσή του στα σπουδαιότερα πανεπιστήμια.
Η αναγέννηση του ανθρωπισμού με την καλλιέργεια των κλασικών σπουδών δημιούργησε το φαινόμενο της νεωτερικότητας στην Ιταλία. Πολλοί κοσμικοί άρχοντες, αλλά και πάπες, έγιναν πρωτεργάτες στην δημιουργία και τον εμπλουτισμό βιβλιοθηκών με την συγκέντρωση χειρογράφων θησαυρών της αρχαίας ελληνικής αλλά και λατινικής γραμματείας. Άρχοντες, πλούσιες οικογένειες και πολλοί ιδιώτες προστάτευαν τις επιστήμες και την κλασική αρχαιότητα. Οι πόλεις με την πρόσκληση των επιφανέστερων Ελλήνων λογίων προσπαθούσαν να προβάλουν τα πανεπιστήμιά τους. Ιδιαίτερα υποστηρίζονταν οι μεταφραστές των αρχαίων ελληνικών κειμένων, ενώ μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι αναλάμβαναν την έκδοση των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, που γίνονταν με πλούσιες επιχορηγήσεις.
Το 1490 περίπου ο Μιχαήλ Τριβώλης φθάνει στην Βενετία, το «δεύτερο Βυζάντιο» για τους Έλληνες, όπως την ονομάζει ο Βησσαρίων. Βάσιμη θεωρείται η πληροφορία ρωσικού Βίου του Μαξίμου ότι φοίτησε στο ελληνικό σχολείο της πόλεως. Εκεί διδάχθηκε τα λατινικά και τα ιταλικά και πλούτισε την εγκύκλιο μόρφωσή του. Δεν φαίνεται απίθανο να είχε δασκάλους τους λογίους Έλληνες Δημήτριο Μόσχο, Ιουστίνο Δεκάδιο, Αριστόβουλο Αποστόλη και τους Κρητικούς Δημήτριο Δούκα και Ιωάννη Αργυρόπουλο, οι οποίοι από το 1478 ως το 1499 έμεναν στην Βενετία.
Η πλούσια και όμορφη Πάδοβα ήταν ο επόμενος σταθμός για την πανεπιστημιακή μόρφωση του Μιχαήλ. Από τον Αυγουστίνο Nifo, τον «νεοπολιτάνο φιλόσοφο» –έτσι τον ονομάζει ο Μάξιμος– διδάχθηκε την περιπατητική φιλοσοφία.
Για να τελειοποιήσει τις γνώσεις του στην λατινική γλώσσα πήγε στην Φερράρα. Εκεί δίδασκαν πολλοί λατινιστές καθηγητές, Ιταλοί και Έλληνες. Στα συγγράμματά του αναφέρει: «Στην Ιταλία γνώρισα πολλούς που έπασχαν από εθνική (ειδωλολατρική) ασέβεια και έβριζαν τα τιμιώτατά μας μυστήρια. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κάποιος στην Φερράρα ονόματι Κομπέσμικ (πρόκειται για τον Ιταλό ποιητή Νικόλαο Λέλιο Cosmico), ο οποίος υπερέβαλλε όλους στην θύραθεν διδασκαλία, και όταν πέθαινε έλεγε σε μαθητές και φίλους: «Αύριο θα αναπαυθώ στα Ηλύσια πεδία με τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και όλους τους ήρωες». Τόσο πολύ τον είχε γοητεύσει η αρχαιοελληνική διδασκαλία του» .
Πολύ περισσότερο χρόνο ο Μιχαήλ Τριβώλης παρέμεινε στην πόλη της Φλωρεντίας, την «νέα Αθήνα» της Δύσεως, κέντρο καλλιέργειας των ανθρωπιστικών σπουδών και της ιταλικής αναγεννήσεως. Κατά τα πρώτα χρόνια μαθήτευσε στο Studium, όπου δίδασκε ο Λάσκαρις. Εξασφάλιζε την επιβίωσή του αντιγράφοντας χειρόγραφα γι’ αυτόν. Ένα από αυτά, τα Γεωπονικά, βρίσκεται στην Εθνική βιβλιοθήκη του Παρισιού. Στο τέλος του χειρογράφου επισυνάπτοντας το πρώτο του επίγραμμα υπογράφει ως «Μιχαήλ». Το χειρόγραφο το αντέγραψε σε είκοσι οκτώ μέρες.
Το επίγραμμα, το οποίο πρωτοδημοσίευσε ο Ντενίσωφ έχει ως εξής:
Καθηγητές του στην Φλωρεντία είχε τον ξακουστό για την ικανότητα στην κριτική των αρχαίων κειμένων Αγγελο Politiano, τον Μαρσίλιο Ficino και τους Έλληνες Γεώργιο Τραπεζούντιο, δάσκαλο της ελληνικής γραμματικής, της λατινικής Ρητορικής, της Λογικής και της Διαλεκτικής, τον Δημήτριο Χαλκοκονδύλη, έξοχο ερμηνευτή των Σοφοκλή, Θουκιδίδη και Δημοσθένη. Στην Φλωρεντία συνδέθηκε στενά με τους Μάρκο Μουσούρο, Ιωάννη Γρηγορόπουλο και Σκιπίωνα Φορτιγκουέρρι ή Καρτερομάχο, ο οποίος έγινε αγαπητός φίλος του.
Από τον Μαρσίλιο Ficino διδάχθηκε ο Μιχαήλ την πλατωνική φιλοσοφία, ιδιαίτερα ανάλυση σημαντικών χωρίων από τα έργα του Πλάτωνα, τα οποία μιλούσαν για τον Θεό. Έτσι μπορούσε να γνωρίζει πολύ καλά την σχέση Πλατωνικής φιλοσοφίας και Χριστιανισμού. Η γνώση και η θέση του για τον Πλάτωνα φαίνεται και στον Λόγο περί Πλάτωνος, τον οποίο έγραψε αργότερα.
Μετά την αναχώρηση του δασκάλου και προστάτη του Ιανού Λάσκαρι για το Παρίσι, ο Μιχαήλ πήγε στην Μπολόνια (1495) και γνώρισε τον περίφημο ελληνιστή Αντώνιο Ούρτσεο Κόντρο (Urceo Codro). Οι οικονομικές δυσκολίες του Κόντρο δεν επέτρεψαν την αξιοποίηση του Μιχαήλ. Κατά το 1496 καταλήγει στην Βενετία, όπου βρίσκονταν οι φίλοι του Ιωάννης Γρηγορόπουλος και Σκιπίων Καρτερομάχος. Η Βενετία ήταν τότε σημαντικό κέντρο πνευματικής κινήσεως. Εκεί, ο Αλδος Μανούτιος (1449-1515) ίδρυσε τυπογραφείο, επινοώντας και δικά του τυπογραφικά στοιχεία, και άρχισε να εκδίδει τα πρώτα ελληνικά κείμενα. Ο Μιχαήλ λέει γι’ αυτόν ότι ήταν πολύ ευφυής και φιλόσοφος, κάτοχος της ελληνικής και λατινικής φιλολογίας. Τον είχε γνωρίσει στην Βενετία και πήγαινε πολύ συχνά σε αυτόν για ζητήματα βιβλίων .
Λόγω της επιρροής του κηρύγματος του Ιερωνύμου Σαβοναρόλα, ο Τζιανφραντσέσκο Πίκο στράφηκε προς τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτή η στροφή βοήθησε τον Μιχαήλ να ασχοληθεί με την μετάφραση στα λατινικά και τον σχολιασμό των μεγάλων Ελλήνων Πατέρων για μια τετραετία, από το 1498 ως το 1502, ικανοποιώντας την βαθύτερη δίψα του και γνωρίζοντας σε βάθος την θεολογία τους. Κάτοχος της πατερικής σκέψεως, αντιλαμβανόνταν ότι η φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων δεν μπορούσε να δώσει απάντηση στα θεολογικά προβλήματα της εποχής του. Υπερασπιζόταν την Πατερική Παράδοση, απορρίπτοντας την σχολαστική θεολογία της Δυτικής Εκκλησίας.
Ο Μιχαήλ Τριβώλης έζησε κατά την εποχή των σπουδών του «τήν ακμή του ψευδοκλασικού παραληρήματος»[1] ανάμεσα σε σοφούς άνδρες, αλλά δυστυχώς με ειδωλολατρικά φρονήματα. Εκείνη την εποχή, δηλαδή τέλη του 15ου αιώνα, η Ιταλία υπέφερε πολύ από την αρρώστια της απιστίας και της δεισιδαιμονίας. Δυστυχώς η ανάπτυξη των επιστημών, κατά μίμηση των κλασικών χρόνων της αρχαιότητας, έφερε μαζί της και όλα εκείνα τα παγανιστικά στοιχεία, τα οποία, ενώ θα έπρεπε να αποβληθούν, τελικά επιβλήθηκαν στην κοινωνική ζωή.
Ο σύγχρονος του Μαξίμου Ιταλός Δομίνικος Μπένιβεν αναφέρει σχετικά: «Τα αμαρτήματα και τα εγκλήματα πολλαπλασιάστηκαν στην Ιταλία, επειδή αυτή η χώρα έχασε την πίστη της στον Χριστό»[2]. Τότε πίστευαν ότι το καθετί στον κόσμο και ιδιαίτερα η μοίρα του ανθρώπου είναι μόνον αποτέλεσμα του παιχνιδιού της τύχης. Απέρριπταν την μέλλουσα ζωή και γελούσαν με την θρησκεία. Οι φιλόσοφοι την εύρισκαν υπερβολικά απλή και κατάλληλη ίσως μόνον για ηλικιωμένες γυναίκες και αμαθείς. Αλλοι την έβλεπαν ως απάτη και εφεύρεση των ανθρώπων. Αυτή η κατάσταση επικρατούσε σε όλη την Ιταλία και ιδιαίτερα στην Φλωρεντία. Όλοι, άνδρες και γυναίκες, στράφηκαν στα ειδωλολατρικά ήθη, ασχολούνταν με προκλητικούς ποιητές, αστρολόγους και διαφόρων ειδών δεισιδαιμονίες. Ακόμη και στους εκπροσώπους της Δυτικής Εκκλησίας η πίστη είχε χαθεί. Οι εκπρόσωποι, τα θεσμικά όργανα της Εκκλησίας, είχαν νοθεύσει, εκκοσμικεύσει και διαστρέψει το μήνυμα του Ευαγγελίου. Δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς αυτή η έκπτωση του Ρωμαιοκαθολικισμού έγινε η αιτία δημιουργίας της Μεταρρύθμισης, ακριβώς λίγο μετά από αυτήν την περίοδο, από τους Λούθηρο, Καλβίνο και Ζβίγγλιο με την εμφάνιση των Προτεσταντικών παραφυάδων. Η Αναγέννηση διαδέχθηκε τον Σχολαστικισμό και με την σειρά της παρέδωσε την σκυτάλη στην Μεταρρύθμιση. Αυτά τα κοινωνικά και θεολογικά ρεύματα που επικράτησαν στην Δύση δεν είχαν, βέβαια, στεγανά χρονολογικά πλαίσια. Για παράδειγμα, η θεολογία στην Δύση δεν έχει ξεφύγει ακόμη από τον σχολαστικό της χαρακτήρα.
Η γενική ασθένεια της απιστίας και διαστρέβλωσης της πίστεως θα μπορούσε να επηρεάσει και τον Μάξιμο, που βρισκόταν σε νεαρή ακόμη ηλικία. Όμως η θεία Πρόνοια δεν τον εγκατέλειψε, και λόγω της βαθείας ευσεβείας που είχε κληρονομήσει από τους γονείς του αξιώθηκε της ιδιαίτερης μυστικής χαρισματικής στηρίξεως, η οποία τον διατήρησε αβλαβή από τον καταποντισμό μέσα στα κύματα της απιστίας. Και πράγματι μέσα στην γενική αρρώστια της απιστίας ήταν αδύνατον για έναν νεαρό να αντισταθεί χωρίς την ιδιαίτερη βοήθεια του Θεού, όταν και οι ίδιοι οι διδάσκαλοί του κατευθύνονταν εκεί, που τους παρέσερνε το κύμα των «ειδωλολατρικών ηθών».
Η Φλωρεντία ξεπερνούσε κάθε Ιταλική πόλη στην ασέβεια και την διαφθορά. Έγινε τέτοια αλλαγή στα ήθη, ώστε να θεωρείται η πόλη αληθινή κόλαση. Η οικογένεια είχε διαλυθεί. Γάμοι γίνονταν σπάνια. Η διοίκηση της πόλεως έδινε βραβεία σε όσους τελούσαν γάμο. Η συζυγική απιστία και τα παρά φύση σαρκικά αμαρτήματα είχαν λάβει φρικτές διαστάσεις. Ο Σίντερμιχ σε ένα ογκώδες βιβλίο του γράφει ότι η περίοδος της Αναγεννήσεως στην Ιταλία ήταν η «περίοδος σκότους».
Η πεποίθηση του Σαβοναρόλα ήταν ότι η σωτηρία θα γίνει μόνο με την επικράτηση του Χριστιανισμού. Η ατομική και κοινωνική διαφθορά είναι αποτέλεσμα του ψευδοκλασικισμού, ο οποίος δεν έχει τίποτε κοινό με τον Χριστό. Καλούσε όλους σε μετάνοια. Έλεγχε τους κληρικούς και τον πάπα. «Η Εκκλησία θα αφανισθεί. Η Εκκλησία είναι ακέφαλη. Ο πάπας δεν είναι ούτε καν χριστιανός». Καταφερόταν κατά των φιλοσόφων της αρχαιότητας και προέτρεπε να καούν τα βιβλία τους ως άχρηστα. Την επιστήμη την θεωρούσε βλαβερή και έπρεπε να ασχολούνται μόνο λίγοι με αυτήν, για να μή χαθούν οι ανθρώπινες γνώσεις. Από την φιλοσοφία θεωρούσε ότι αξίζουν οι συλλογισμοί για την απόκρουση των αιρέσεων. Στηλίτευε με δριμύτητα τους αθέους αστρολόγους και κατηγορούσε τους μοναχούς, οι οποίοι αποκτούσαν προσωπική περιουσία. «Όλη η ζωή σας είναι ύπνος, περίπατοι και νυκτερινά όργια. Είναι ζωή ακαθάρτων ζώων», φώναζε στους κατοίκους της Φλωρεντίας.
Το δράμα της ζωής του Σαβοναρόλα, με όλες τις λεπτομέρειές του, το παρακολούθησε ο Μιχαήλ, και έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την μετέπειτα ζωή του. Ως Μάξιμος μοναχός, μετά από χρόνια γράφει για τον Σαβοναρόλα και τους άλλους δύο μοναχούς, οι οποίοι καταδικάσθηκαν: «Με χαρά θα κατέτασσα αυτούς που βασανίσθηκαν ανάμεσα στους αρχαίους υπέρμαχους της ευσέβειας, αν δεν ήταν Λατίνοι στο δόγμα. Γιατί είδα να φανερώνεται από αυτούς τους οσίους μοναχούς θερμός ζήλος για την δόξα του Χριστού, για την σωτηρία και την διόρθωση των πιστών. Δεν τα άκουσα από άλλους. Ήμουν αυτόπτης. Πολύ συχνά άκουα τα κηρύγματά τους και είδα στα πρόσωπά τους, όχι μόνο τον ζήλο της ευσέβειας, αλλά και την σοφία και γνώση των θεοπνεύστων Γραφών… Τα γράφω δε αυτά όχι για να πώ ότι η λατινική πίστη είναι καθαρή και σε όλα ορθή –μή με κατηγορήσετε για τέτοιο παραλογισμό–, αλλά για να δείξω στους Ορθοδόξους, ότι και οι Λατίνοι οι οποίοι έχουν λανθασμένο φρόνημα δείχνουν μεγάλη μέριμνα και επιμέλεια για τις σωτήριες εντολές και ζήλο, «ου κατ’ επίγνωσιν»[8], όπως λέει ο Παύλος, για την πίστη στον Χριστό»
Όταν ο Μιχαήλ βρισκόταν στην Φλωρεντία εργαζόμενος στον Τζιανφραντσέσκο Πίκο, αυτός βρισκόταν σε πόλεμο με τον αδελφό του, από τον οποίο ηττήθηκε. Ο Μιχαήλ κινδυνεύοντας ζήτησε βοήθεια από τον συγγενή του Τζιανφραντσέσκο, καρδινάλιο Oliviero Carafa. Αυτός τον έστειλε στον βιβλιοθηκάριο της Μονής του Αγίου Μάρκου Ζηνόβιο Ατσαγιόλι για να συνεχίσει το έργο της μετάφρασης και σχολιασμού των πατερικών κειμένων από τα ελληνικά στα ιταλικά.
Η είσοδος του Μιχαήλ στην Μονή του Αγίου Μάρκου, όπως δημοσίευσε πρώτος ο Ντενίσωφ το 1943, καταγράφεται δήθεν σε Χρονικό του Ulbalini, γραμματέα του Savonarola της Μονής των Καρτουσιανών ως εξής: «Ο αδελφός Μιχαήλ του Εμμανουήλ, από την πόλη Άρτα, λεγόμενος με το ίδιο όνομα και προηγουμένως κατά κόσμο, δέχθηκε το σχήμα από τα χέρια του αδελφού Ματθαίου Μάρτσι, στην δεκάτη τετάρτη ημέρα του Ιουνίου, στην πρώτη περίπου ώρα της νύχτας, στο έτος του Κυρίου 1502». Η μαρτυρία αυτή σχολιάσθηκε ότι φανερώνει την ένταξη του Μιχαήλ, ως μοναχού, σε ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι.
Νέα στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητος αρχίζουν να διαλευκαίνουν την υπόθεση αυτή. Ο Ντενίσωφ, όπως ομολογεί ο ίδιος σε ένα επόμενο άρθρο του το 1948, όταν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επισκέφθηκε ο ίδιος την Μονή του Αγίου Μάρκου και θέλησε να δεί την καταγραφή (γιατί το 1943 δεν την είχε δεί, απλά είχε πληροφορηθεί για αυτήν), δεν την βρήκε στο συγκεκριμένο Χρονικό. Του έδειξαν όμως ένα άλλο χειρόγραφο με τον τίτλο «Liber vestitionum», που είχε αυτήν την καταγραφή. Τελικά η Nina Sinicyna, με έρευνα που έκανε στα αρχεία της Μονής του Αγίου Μάρκου στην Φλωρεντία τον Απρίλιο του 2003, ανακαλύπτει το πραγματικό(;) Μοναχολόγιο με τον τίτλο «Spoglio generate» (χειρόγραφο του 1911), στο οποίο δεν αναγράφεται ο Μάξιμος ως μοναχός της Μονής, αλλά ως δόκιμος. Σύμφωνα με αυτό ο Μάξιμος παρέμεινε στην Μονή από τις 14 Ιουνίου 1502 ως τον Απρίλιο του 1503, δηλαδή για 10 μήνες.
Το σενάριο αυτό με τα πολλά Χρονικά/Μοναχολόγια είναι σύνηθες φαινόμενο στο πλαίσιο της προπαγάνδας των Ρωμαιοκαθολικών. Αποτελεί πάγια τακτική των Λατίνων η νόθευση και πλαστογράφηση χειρογράφων, ώστε να παρουσιάζονται οι ορθόδοξοι ως λατινόφρονες και ενωτικοί, ειδικά μετά την Σύνοδο της Φερράρας Φλωρεντίας (1439).
Ο Βλάσιος Φειδάς γράφει: «Εν τούτοις τα πράγματα δεν είναι τόσον σαφή, όσον γενικώς νομίζεται, διότι ο ίδιος ο Μιχαήλ δεν θα απέφευγε να αναφερθή εις εν τόσον σημαντικόν γεγονός της ζωής του… Η απόλυτος σιγή του Μιχαήλ διά το γεγονός υποδηλοί ότι ο ίδιος δεν είχε την συνείδησιν βαρείαν εκ της παραμονής εις την Μονήν του Αγίου Μάρκου, την οποίαν προφανώς ουδέποτε ηννόησεν ως ένταξιν εις τον μοναχικόν βίον… Αυτή όμως θα ηδύνατο να ερμηνευθή και ως απλή επίδοσις του χαρακτηριστικού μοναδικού ενδύματος διά την διευκόλυνσιν της δι’ άλλους ίσως λόγους παρατεταμένης παραμονής του Μιχαήλ εις την ιδιότυπον Μονήν».
Ο Κωνσταντίνος Τσιλιγιάννης θεωρεί ότι η καταγραφή του Μιχαήλ στο Χρονικό της Μονής ως μοναχού είναι «ψευδής και υστερόβουλος» και οφείλεται στην «παπική προπαγάνδα»
Πώς έγινε ο Μιχαήλ μοναχός, χωρίς προηγουμένως να δοκιμαστεί ως δόκιμος τουλάχιστον δύο χρόνια; Και γιατί δεν άλλαξε το κοσμικό του όνομα, όπως συνηθιζόταν; Και γιατί οι εχθροί του δεν χρησιμοποίησαν το επιχείρημα της προδοσίας της ορθόδοξης πίστεως εναντίον του και δεν τον κάλεσαν να απολογηθεί; Εάν έκανε τέτοια παραχώρηση, δεν θα φανερωνόταν αυτή στο προπύργιο της Ορθοδοξίας, στο Άγιον Όρος; «Προσχώρησίς του άλλως τε στον λατινισμό δεν συνεβιβάζετο ούτε με τον γνωστόν αντιλατινισμό του ούτε με το φιλοπατερικό του πνεύμα». Ο ίδιος σε έναν λόγο του ομολογεί: «Εσύ όμως, φιλάνθρωπε Δέσποτα, ικετεύω την άρρητη αγαθότητά Σου, μην στείλεις εναντίον μου κάτι τέτοιο, αλλά, όπως ευδόκησες να προφυλάσσεις μέχρι τώρα εμένα, το αχάριστο δημιούργημα των χειρών Σου, εντός της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως, έτσι ευδόκησε, πανάγαθε Δέσποτα, και μέχρι το τέλος να με προφυλάξεις ακλόνητο έχοντας μέσα μου το μέγα της ευσεβείας μυστήριον. Ξέρεις, Δέσποτα, ότι το αγάπησα από την νεότητά μου και το αγαπώ με όλη την ψυχή μου και δεν έσφαλα στην επιθυμία μου, αλλά με την μεγάλη φιλανθρωπία και την Χάρη Σου αξιώθηκα, να ενταχθώ στην θεάρεστη σύναξη των μοναχών»
Εάν γινόταν πράγματι δομηνικανός μοναχός, θα έγραφε κάποιο έργο για να εξηγήσει τις αιτίες της πράξεώς του και θα ζητούσε συγχώρηση μετανοώντας για το ατόπημά του, κάτι που δεν βλέπουμε να γίνεται. Ούτε οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι οποίοι βρίσκονταν τότε στην Μόσχα, κατηγόρησαν τον Μάξιμο στον μεγάλο ηγεμόνα και τον πατριάρχη ότι ήταν κάποτε μοναχός δικός τους, πράγμα το οποίο θα έδινε όπλα στους εχθρούς του. Ούτε στις δύο Συνόδους του 1525 και του 1531 αναφέρθηκε αυτή η κατηγορία για τον άγιο Μάξιμο, ενώ ασύστολα ειπώθηκαν τόσες άλλες ψευδείς κατηγορίες εναντίον του.
Κάποιοι μάλιστα επιχειρηματολογούν ότι η αιτία που ο άγιος Μάξιμος δεν έλαβε εκκλησιαστικά αξιώματα στο Άγιον Όρος ήταν η προσχώρησή του στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα. Δεν γνωρίζουν όμως όσοι κάνουν αυτούς τους συλλογισμούς την Αγιορειτική Παράδοση, και ειδικά εκείνη την εποχή, ότι σε μία αγιορειτική Μονή υπήρχαν μόνο ένας ή το πολύ δύο ιερομόναχοι για τις λειτουργικές ανάγκες της. Ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, παρόλο που ήταν ηγούμενος, δεν ήταν ιερομόναχος, αλλά είχε μόνο έναν ιερομόναχο στην Μονή του για τα χρέη του εφημερίου. Στις Μονές του Αγίου Όρους μόλις μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 άρχισε να εμφανίζεται το φαινόμενο της ταυτίσεως του αξιώματος του ηγουμένου με αυτό του ιερομονάχου, αλλά και της «εις πρεσβύτερον» χειροτονίας μοναχών περισσοτέρων του ενός. Ως προς το αξίωμα του προϊσταμένου, υπάρχει η παράδοση η οποία ισχύει ακόμη και σήμερα, ότι κάποιος, για να λάβει το ισόβιο διοικητικό αξίωμα του προϊσταμένου, πρέπει να έχει κάνει στην Μονή τουλάχιστον 10 χρόνια. Ο άγιος Μάξιμος έμεινε στο Βατοπαίδι για 10 χρόνια, και βέβαια δεν ξέρουμε τί θα γινόταν στην συνέχεια. Αν υπήρχε κενή θέση προϊσταμένου, νομίζουμε ότι σίγουρα θα την λάμβανε. Επίσης νομίζουμε ότι, αν τελικά η υπακοή του το επέβαλλε, ο ταπεινός Μάξιμος θα αποδεχόταν και το λειτούργημα της ιερωσύνης, αφού χάριν της υπακοής προς τους πατέρες της Συνάξεως της Μονής, όπως λέγει και ο ίδιος, πήγαινε και έκανε περιοδείες και εράνους στην τότε Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.
Ο Μιχαήλ Τριβώλης μετά την εγκατάλειψη της ρωμαιοκαθολικής Μονής αισθανόταν ότι μέσα του είχε πεθάνει ο θαυμαστής του ανθρωπισμού της Ιταλικής Αναγεννήσεως και η πίστη του στην αξία της επιστήμης. «Τον παλαιόν Μιχαήλ αντικατέστησεν ο Μιχαήλ του χριστιανικού ανθρωπισμού»[20]. Ζώντας το κίνημα του ανθρωπισμού στην Ιταλία θαύμαζε τις ιδέες των προγόνων του, αλλά δεν έγινε Λατίνος ουμανιστής, όπως οι σύγχρονοί του. Ο Ντενίσωφ ονομάζει «χριστιανικό» τον ουμανισμό του. Ο π. Γεώργιος Φλορόφσκυ γράφει: «Παρόλο που δεν ήταν ανθρωπιστής, με την δυτική έννοια της λέξης, ο Μάξιμος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βυζαντινός ανθρωπιστής… Το θρησκευτικό ύφος του Μαξίμου υπήρξε βυζαντινό»
«Φαίνεται», γράφει ο καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου γέροντας Γεώργιος, «ότι καθ’ όλον το διάστημα της παραμονής του στην Ιταλία γινόταν μέσα του μια πνευματική διεργασία, ίσως και μια πάλη των δύο τρόπων ζωής και θεολογίας, του δυτικού και ουμανιστικού-ανθρωποκεντρικού και του ορθοδόξου και θεανθρωποκεντρικού»[25]. Προτίμησε τον δεύτερο τρόπο ζωής. Ποθώντας να κατορθώσει τον ύψιστο προορισμό του ανθρώπου, την θέωση, αποφάσισε να βρεί την ανάπαυση, την οποία ζητούσε το πνεύμα του, στο αγιορειτικό μοναστήρι του Βατοπαιδίου.
Στην απόφασή του να εγκαταλείψει την κοσμική ματαιότητα και σύγχυση και να εκλέξει την μοναχική ζωή συνετέλεσε βέβαια το παράδειγμα του εναρέτου και αυστηρού μοναχού Σαβοναρόλα, αλλά και η μελέτη των Πατέρων της Εκκλησίας[26]. Ο ίδιος ευγνωμονεί την πρόνοια του Θεού. «Εάν ο Θεός που φροντίζει για την σωτηρία όλων των ανθρώπων δεν έδειχνε γρήγορα σε μένα το έλεός του και δεν με επισκεφτόταν με την Χάρη Του φωτίζοντας με το φως του την διάνοιά μου[27], προ πολλού θα χανόμουν μαζί με τους εκεί (στήν Ιταλία) αντιπροσώπους της ασεβείας»[28]. Ο Θεός επισκέφθηκε με την χάρη της μνήμης του θανάτου τον Μιχαήλ και του χάρισε το βίωμα της νεκρώσεως κάθε εφήμερου, γήινου και κοσμικού. Η εμπειρία αυτή αποτελεί ένδειξη κλήσεως στον μοναχισμό[29]. Εκείνη την περίοδο ο Μιχαήλ δεν συνειδητοποίησε τί του συνέβαινε, γιατί δεν είχε κάποιον έμπειρο πνευματικό καθοδηγητή για να τον συμβουλευθεί. Γι’ αυτό γράφοντας το 1504 στον Σκιπίωνα Καρτερομάχο αναφέρεται στα ασυνήθιστα συναισθήματά του[30].
Την άνοιξη του 1505 έφθασε στην Άρτα, όπου έμεινε έναν ολόκληρο χρόνο. Η εγκατάστασή του στο Άγιον Όρος, την άνοιξη του 1506, δεν ήταν αποτέλεσμα νεανικού ενθουσιασμού, αλλά ώριμης σκέψεως. Είχε συνειδητοποιήσει την κλήση του από τον Θεό για την μοναχική πολιτεία. Ήταν πλέον ώριμος πνευματικά να αφιερωθεί στην πραγμάτωση του ορθόδοξου ασκητικού ιδεώδους μακριά από τα συμβατικά κριτήρια του κόσμου[31].
Ίσως ο κύριος λόγος επιλογής της Μονής Βατοπαιδίου ήταν, ότι εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην Μονή ο άγιος Νήφων και όχι ότι το Βατοπαίδι είχε πλούσια βιβλιοθήκη, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι μελετητές του βίου του αγίου Μαξίμου.
Ο άγιος Νήφων, λόγιος και πρώην οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ήταν ο αγαπητός φίλος της οικογένειας του Μανουήλ Τριβώλη (πατέρας του αγίου Μαξίμου), και βρισκόταν τότε στο Βατοπαίδι μαζί με τους δύο μαθητές του Μακάριο και Ιωάσαφ, τους οσιομάρτυρες . Ο άγιος Νήφων, ως ιεροδιάκονος, ήταν υποτακτικός του γέροντος Ζαχαρία, βατοπαιδινού ιεραπόστολου και μετέπειτα επισκόπου Αχρίδος. Από αυτόν πήρε ευλογία και ήλθε στο Άγιον Όρος. Η πρώτη Μονή στην οποία κάθησε ήταν το Βατοπαίδι. Στις συζητήσεις που είχε με τον άγιο Νήφωνα ο μοναχός Μάξιμος κατανόησε «βαθύτερον το οξύ αντιλατινικόν φρόνημα του ορθοδόξου μοναχισμού»[33]. Ασφαλώς ο λόγιος πατριάρχης θα μετέδωσε σε αυτόν από την πλούσια κατά Θεόν σοφία και εμπειρία του. Ο Μιχαήλ λαμβάνει το μέγα και αγγελικό σχήμα των μοναχών μετονομαζόμενος Μάξιμος. Ο ίδιος φανερώνοντας την τέλεια αποταγή και ξενιτεία του αλλάζει και την γραφή του επωνύμου του από Τριβώλης σε Τριβόλης. Δεν γνωρίζουμε ποιός ήταν ο γέροντας του αγίου Μαξίμου. Ίσως κάποιος από τους γέροντες προηγουμένους Κύριλλο, Νεόφυτο, Συμεών[34]. Ίσως να τον έκειρε και ο ίδιος ο άγιος Νήφων.
Η επιλογή του μοναχικού του ονόματος νομίζουμε ότι συνδέεται με τον κοιμηθέντα στην Μονή πρώην πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μάξιμο τον Δ΄, τον οποίο διαδέχθηκε κατά την δεύτερη πατριαρχεία του ο άγιος Νήφων[35]. Ασφαλώς το μαρτύριο του αγίου Μακαρίου στην Θεσσαλονίκη το 1507 θα συγκλόνισε τον άγιο Μάξιμο και θέρμανε την καρδία του στην αρχή της μοναχικής του ζωής με ζήλο που αυξήθηκε στην συνέχεια και διατηρήθηκε μέχρι τέλους της ζωής του[36].
Κατά θεία Πρόνοια η Μονή Βατοπαιδίου είχε γίνει χώρος συναντήσεως επιφανών πνευματικών προσωπικοτήτων και μεγάλων μορφών της Εκκλησίας μας κατά την περίοδο της εκεί παραμονής του αγίου Μαξίμου. Ασφαλώς θα επωφελείτο πολύ από την παρουσία τους και θα ενισχύετο στην διαμόρφωση και απόκτηση υψηλής πνευματικής καταστάσεως. Μερικοί από αυτούς επέλεξαν, παραιτούμενοι από τις θέσεις τις οποίες κατείχαν, την Μονή Βατοπαιδίου ως τόπο ασκήσεως. Έτσι ο Μακάριος Παπαγεωργόπουλος, λόγιος μητροπολίτης αρχικά της Κορίνθου και κατόπιν της Θεσσαλονίκης, παραιτήθηκε από τον θρόνο του, ήλθε στο Βατοπαίδι, έγινε μεγαλόσχημος μοναχός και έζησε μέχρι τέλους της ζωής του[49].
Ο Μάξιμος έλαβε εξαιρετικά μεγάλη ωφέλεια από τις επισκέψεις του οσιομάρτυρος Ιακώβου (†1519), που επισκεπτόταν τακτικά εκείνη την περίοδο την Μονή, επειδή και ο πρώτος υποτακτικός του, Μαρκιανός, ήταν πρώην βατοπαιδινός[50]. Ο άγιος Ιάκωβος προσκαλούμενος από τους βατοπαιδινούς, αν και απλός μοναχός μή έχοντας την ιερωσύνη, συμβούλευε και εξομολογούσε τους Πατέρες. Θεωρούσε την ιερωσύνη, κατά κάποιον τρόπο, ως εμπόδιο εξαιτίας της ευθύνης απέναντι στον Θεό, στην βίωση της αληθινής χαρισματικής μοναχικής ζωής[51]. Από τον άγιο Ιάκωβο ίσως θα επηρεάστηκε ο Μάξιμος να παραμείνει απλός μοναχός και να μή λάβει την χάρη της ιερωσύνης. Κατά μίμηση του αγίου Ιακώβου έζησε στην Ρωσία. Πλήθη ανθρώπων, όλων των κοινωνικών τάξεων, τον συμβουλεύονταν, παρόλο που ήταν μοναχός και όχι ιερομόναχος εξομολόγος.
Αυτός έγραψε την πρώτη βιογραφία του αγίου Νήφωνος και πολλά άλλα αγιολογικά κείμενα. Ο Γαβριήλ, ο μετέπειτα μεγαλόσχημος Σεραφείμ, ήταν ο πρώτος, ο οποίος κατέγραψε διήγηση με το θαύμα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, που συνδέεται με τον ύμνο «Αξιόν Εστιν» και την εφέστια θαυματουργό εικόνα του Αγίου Όρους. Η καταγραφή έγινε πριν το 1516, αφού ο άγιος Μάξιμος την γνωρίζει και την μεταφράζει κατά την παραμονή του στην Ρωσία.
Ο Μάξιμος μυήθηκε και παρέλαβε την πνευματική ζωή από αγίους Αγιορείτες Πατέρες. Έτσι απέκτησε αληθινό μοναχικό φρόνημα, αυθεντική αγιορείτικη συνείδηση.
Στις 31 Μαρτίου του 1516 έφθασε στο Άγιον Όρος ο βογιάρος Βασίλειος Κοπιλόφ ως απεσταλμένος του μεγάλου δούκα της Μόσχας Βασιλείου Ιβάνοβιτς, δηλαδή υιού του Ιβάν (Ιωάννου) και της Σοφίας Παλαιολογίνας. Ο Κοπιλόφ μαζί με τον έμπορο Ιβάν Βάραβιν είχαν περάσει προηγουμένως από την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να πάρουν την έγκριση του οικουμενικού πατριάρχου Θεόληπτου Α΄ (1513-1522) για την μετάβαση ενός περίφημου μεταφραστού στην Ρωσία, αλλά και την έγκριση αναθεωρήσεως της ρωσικής μεταφράσεως των λειτουργικών βιβλίων επί τη βάσει των πρωτοτύπων ελληνικών χειρογράφων.
Η πρόσκληση του Βασιλείου Γ΄ της Ρωσίας κινδύνευε να μείνει ανεκτέλεστη. Ο πρώτος αναγνωρίζοντας τις μεγάλες ευεργεσίες του μεγάλου ηγεμόνα προς το Άγιον Όρος αποφάσισε από κοινού με την αδελφότητα της Μονής Βατοπαιδίου να αντικαταστήσουν τον υπέργηρο Σάββα με τον μοναχό Μάξιμο.
Ο άγιος Μάξιμος, μαζί με τους απεσταλμένους του μεγάλου ηγεμόνα και με την συνοδεία του, τον Ιούνιο ή Ιούλιο του 1516 εγκατέλειψε το Άγιον Όρος για την υπερβόρειο άγνωστη χώρα, με τις ευχές και την ευλογία των πατέρων. Προστέθηκαν σε αυτήν και οι αντιπρόσωποι διαφόρων αγιορειτικών Μονών που πήγαιναν για συλλογή εράνων, όπως ο προηγούμενος Σάββας και οι μοναχοί Παχώμιος και Ματθαίος της Ιεράς Μονής Παντελεήμονος. Πέρασε πρώτα από την Κωνσταντινούπολη για να πάρει την ευλογία του οικουμενικού πατριάρχου, ο οποίος του έδωσε γράμμα προς τον Μόσχας Βαρλαάμ και απέστειλε ως συνοδούς του τον μητροπολίτη Ζίχνης Γρηγόριο και τον διάκονο Διονύσιο με σκοπό την οικονομική ενίσχυση για τις ανάγκες της Μητέρας Εκκλησίας. Στην Κωνσταντινούπολη παρέμεινε η αποστολή για αρκετό καιρό. Ίσως η καθυστέρηση να οφειλόταν σε παρέμβαση του σουλτάνου Σελήμ Α΄, ο οποίος ενδιαφερόταν για τις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Ρωσία.
Ο ηγεμόνας Βασίλειος Γ΄ και ο μητροπολίτης Μόσχας Βαρλαάμ υποδέχθηκαν με εξαιρετικές τιμές και ιδιαίτερη χαρά τον μοναχό Μάξιμο. Ο ηγεμόνας της Ρωσίας φαίνεται ότι ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση που οι Αγιορείτες εκπλήρωσαν την επιθυμία του και το ότι ο Μάξιμος δέχθηκε να πραγματοποιήσει ένα τόσο μακρινό και επίπονο ταξίδι. Η συνοδεία του αγίου Μαξίμου εγκαταστάθηκε στην Μονή Τσούντοφ του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Μόσχα. Ο ηγεμόνας έδωσε διαταγή η συνοδεία να διατρέφεται και να ικανοποιεί όλες τις ανάγκες της από την βασιλική τράπεζα.
Ο άγιος Μάξιμος ανέλαβε με ζήλο την ταξινόμηση των βιβλίων, δεν ξεχνούσε όμως τον κύριο σκοπό της αποστολής του, που ήταν η μετάφραση του Ερμηνευμένου Ψαλτήρα. Όπως γράφει ο ίδιος, το βιβλίο αυτό φυλασσόταν για «πολλά χρόνια σε βιβλιοθήκες χωρίς κανένα όφελος για τους ανθρώπους». Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Ψαλτηρίου της βασιλικής βιβλιοθήκης ήταν ότι είχε συγκεντρώσει τις άριστες ερμηνείες διαφόρων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων από τον 2ο ως και τον 7ο αιώνα.
Ο άγιος Μάξιμος ήταν χαρούμενος, που το έργο του τελείωσε και περίμενε την ώρα της επιστροφής στην Μονή της μετανοίας του. Είχε όμως το ανήσυχο συναίσθημα του φόβου, μήπως δεν ικανοποιηθεί το αίτημά του. Ο φόβος δεν ήταν αβάσιμος, γιατί ο μητροπολίτης Βαρλαάμ φανέρωνε την ανυπομονησία του να επωφεληθεί την παρουσία του Μαξίμου για μετάφραση και διόρθωση και άλλων έργων. Τον είχε παρακαλέσει παράλληλα με την μετάφραση του Ερμηνευμένου Ψαλτήρα να επιχειρήσει την συμπλήρωση της ερμηνείας των Πράξεων, η οποία ήταν ημιτελής.
Στο τέλος του υπομνήματος, το οποίο υπέβαλε στον μεγάλο ηγεμόνα, φαίνεται η θερμή ικεσία και η έντονη παράκληση για επιστροφή στο Άγιον Όρος. «Σε εμένα και τους παρευρισκόμενους αδελφούς επίτρεψέ μας να επιστρέψουμε στο Άγιον Όρος, για να απαλλαγούμε με τον τρόπο αυτόν από την θλίψη του μακροχρόνιου χωρισμού. Να μας δώσεις άδεια να επιστρέψουμε σώοι στην Τιμία Μονή Βατοπαιδίου που από καιρό μας έχει επιθυμήσει και αναμένει την επιστροφή μας, ως άλλοι νεοσσοί που ανατραφήκαμε σε αυτήν με την ελπίδα να τελειώσουμε εκεί την ζωή μας για τον Κύριο, και να μή στερηθούμε τους μακροχρόνιους αγώνες και τα έργα μας. Επίτρεψέ μας, ευσεβέστατε και φιλεύσπλαγχνε αυτοκράτορα, να τηρήσουμε τις μοναχικές μας υποσχέσεις στον Θεό εκεί, όπου τις δώσαμε ενώπιον του Χριστού και των φοβερών Αγγέλων Του κατά την ημέρα της κουράς μας».
Θυμήθηκε όμως και την σκλαβωμένη στους Τούρκους πατρίδα του και προέτρεψε τον μεγάλο ηγεμόνα να κινηθεί για την απελευθέρωσή της. «Να μπορούσαμε και εμείς να απελευθερωθούμε διά σου από την υποδούλωση στους απίστους και να πάρουμε πίσω το βασίλειό μας… Έτσι και τώρα η Νέα Ρώμη, που θλίβεται πολύ από τους αθέους Αγαρηνούς, να ευδοκήσει Αυτός (ο Χριστός) να απελευθερωθεί μέσω του ευσεβούς κράτους της βασιλείας σου».
Ο Μάξιμος έπρεπε να παραμείνει. Ο Βασίλειος Γ΄ έκρινε ότι θα τον βοηθούσε στα φιλόδοξα σχέδιά του. Πολλές φορές κατέφευγε σε αυτόν ζητώντας τα φώτα του. Η εργασία πάνω στον Ερμηνευμένο Ψαλτήρα απέδειξε ότι πολλά μπορούσαν να αποκομίσουν από τον πολυμαθή αυτόν Έλληνα. Είχε πλέον μάθει την ρωσική καθομιλουμένη και την εκκλησιαστική σλαβονική πολύ καλά. Ο μοναχός Σιλβανός, γραφεύς και μαθητής του αγίου Μαξίμου, λέει για τον Μάξιμο ότι ήταν σοφός σε τρεις γλώσσες, ελληνικά, λατινικά, ρωσικά, αλλά και στην σύνθεση ηρωελεγειακών ποιημάτων, ότι ξεχώριζε για την σοφία, την διάκριση, την ευφυΐα και την οξυδέρκειά του από όλους τους ανθρώπους της εποχής του. Ο μοναχός Νείλος Κουρλιάτεφ της Λαύρας του Αγίου Σεργίου, σύγχρονος και μαθητής του αγίου Μαξίμου, γράφει ότι ο Μάξιμος έμαθε τα ρωσικά και την γραμματική της σλαβονικής γλώσσας μέχρι τέλους, όσο δεν γινόταν περισσότερο]. Από την μεταφραστική εργασία του Μαξίμου φαίνεται ο πόθος του να γράψει καθαρά ρωσικά, να βρίσκει κατάλληλα συνώνυμα για να αποδώσει το νόημα, να αναζητεί το βάθος του νοήματος. Παρόλο που ήταν Έλληνας, είχε βαθειά αίσθηση της ρωσικής γλώσσας.
Ο Μάξιμος κατέλαβε αξιοζήλευτη θέση στις κοινωνικές τάξεις της Μόσχας λόγω της μεγάλης μορφώσεως και συνέσεώς του. Πολλοί όμως τον φθονούσαν γι’ αυτόν τον λόγο. Ο μονάρχης έδειχνε ιδιαίτερη εύνοια στο πρόσωπό του. Ο μητροπολίτης Μόσχας, άνδρας μετρίας μορφώσεως, αλλά οσίας ζωής, τον τιμούσε, τον σεβόταν και αισθανόταν την ανάγκη να τον συμβουλεύεται σε ποικίλες περιστάσεις. Στην κοινή συνείδηση ο άγιος Μάξιμος υψώθηκε σε μοναδική αυθεντία, η οποία μπορούσε να δείχνει τα πρέποντα και τα ορθά στα πράγματα της Εκκλησίας και της Πολιτείας, και θεωρήθηκε μεγάλος μεταρρυθμιστής στην πολύ δυσάρεστη κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η ρωσική κοινωνία.
Στις μεταφράσεις του αγίου Μαξίμου ανήκουν και μικρότερης εκτάσεως έργα, όπως, Ο βίος της Θεομήτορος του Συμεών του Μεταφραστού, Λόγος περί θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, Περί του αποστόλου Θωμά, Βίος του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, Ομιλία στον μάρτυρα Βαρλαάμ του Μεγάλου Βασιλείου, περικοπές από διάφορες προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης με τις ερμηνείες τους, τα κεφ. γ΄ και δ΄ του Β΄ Έσδρα, τις Οράσεις Δανιήλ γ΄ και η΄, τα περί της Σωσάννης και της Εσθήρ και άλλα. Ο ίδιος έγραψε δικές του ερμηνείες σε διάφορα κείμενα της Αγίας Γραφής και σε εκκλησιαστικές τελετές. Όπως αναφέρει ο ίδιος, διόρθωσε κατά διαταγή του μεγάλου ηγεμόνα και άλλα ιερά βιβλία, τα οποία είχαν διάφορες φθορές από τους αντιγραφείς, με την Χάρη του Χριστού και την συνεργία του Αγίου Πνεύματος. Κανένα διορθωτικό, μεταφραστικό ή ερμηνευτικό έργο δεν έκανε ο άγιος Μάξιμος με δική του πρωτοβουλία. Εκτελούσε πάντοτε διαταγές του μεγάλου ηγεμόνα, ο οποίος τον κράτησε στην Ρωσία γι’ αυτόν τον σκοπό.
Το κύρος του Αγιορείτη μοναχού ήταν πολύ μεγάλο. Ο μητροπολίτης Μόσχας Μακάριος αναφέρει για τον Μάξιμο ότι είναι ο πρώτος που εμφανίστηκε με εκπαίδευση επιστημονική και με πλούτο γνώσεων, όχι μόνο στις θεολογικές, αλλά και στις κοσμικές επιστήμες, που υπήρχαν τότε. Και συνεχίζει: «Μπορούμε να πούμε, ότι στο πρόσωπο του Μαξίμου για πρώτη φορά εισχώρησε σε μας η ευρωπαϊκή παιδεία… στο πηχτό σκοτάδι της αμάθειας και των προλήψεων που σκέπαζε την Ρωσία». Ο Podskalsky γράφει ότι «ο Μάξιμος πάντοτε υπερείχε της κοινωνίας της Μόσχας κατά την παιδεία και το φρόνημα». Τον θεωρούσαν ως τον μόνο κατάλληλο να εισηγείται το τί έπρεπε να γίνει σε οποιονδήποτε τομέα της καθημερινής ζωής. Οι μορφωμένοι συζητούσαν μαζί του επίκαιρα φιλολογικά θέματα, κατέφευγαν για την λύση των αποριών τους, ζητούσαν συμβουλές και οδηγίες στις δύσκολες περιπτώσεις ή όταν χρειάζονταν χειραγωγία σε περίπλοκα ζητήματα. Ήθελαν να ακούσουν την αμερόληπτη και αντικειμενική γνώμη και κρίση του για το περιεχόμενο των διαφόρων νέων βιβλίων, τα οποία του παρουσίαζαν.
Η πολυμάθεια και η μεγάλη κριτική ικανότητα, η ειλικρίνεια, η ευθύτητα, η ανιδιοτέλεια, το θερμό και γνήσιο ενδιαφέρον του για όλα τα πνευματικά και ηθικά θέματα, η απλότητα και το ταπεινό του φρόνημα προκαλούσαν συγκίνηση· η ολοκληρωμένη και αγία προσωπικότητά του γοήτευε και έγινε πόλος έλξης για πολλές από τις μετέπειτα ιστορικές προσωπικότητες της Ρωσίας. Ο σύγχρονος και συνεργάτης του αγίου Μαξίμου, ιεροδιάκονος Ησαΐας Kamechanin, στην Έγκυρη αφήγησή του γράφει για τον άγιο Μάξιμο ότι δεν υστερούσε καθόλου σε τίποτε από τους Τρεις Ιεράρχες και Διδασκάλους της Οικουμένης. Ο ίδιος ομολογεί ότι δεν υπήρξε άλλος άνθρωπος τόσο υψηλού επιπέδου σε εκείνη την εποχ. Ο Σέργιος Σελόνιν, που περιλαμβάνει τον Μάξιμο στον εγκωμιαστικό του λόγο περί των οσίων Ρώσων, τον ονομάζει «Νέο Θεολόγο».
Στα συγγράμματά του καθρεφτίζονται τα διάφορα ζητήματα, τα οποία απασχολούν και συγκινούν τους εκκλησιαστικούς και κοινωνικούς κύκλους της ρωσικής πρωτεύουσας. Σκέψεις, τάσεις, κατευθύνσεις και ανησυχίες των διαφόρων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων αποτυπώνονται σε αυτά. Πάρα πολλά άρθρα που έχουν γραφεί από τον Μάξιμο μαρτυρούν για το ζωηρό ενδιαφέρον του για καθετί που εκείνη την εποχή απασχολούσε και τάραζε τον νου των ανθρώπων στην Μόσχα . Η ύλη των συγγραμμάτων του θεωρείται από τους Ρώσους ιστορικούς πολυτιμότατο ιστορικό μνημείο.
Mελετώντας τα έργα του αγίου Μαξίμου πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι δεν έγραψε ένα σύστημα θεολογίας όπου να φαίνεται ολιστικά η διδασκαλία του. Όμως αυτό είναι κοινό γνώρισμα στην Πατερική θεολογία, όπου επίσης δεν έχουμε σύστημα θεολογίας, όπως συμβαίνει στην Ρωμαιοκαθολική θεολογία με τον σχολαστικισμό. Ο άγιος Μάξιμος κινούμενος στην γραμμή της Πατερικής παραδόσεως απαντούσε στα προβλήματα και τις ανάγκες των πιστών της εποχής του. Η διδασκαλία του ήταν Πατερική, εμπειρική και σύμφωνη με τις ποιμαντικές ανάγκες που αντιμετώπιζε, αυτό δηλαδή που ονομάζουν ορισμένοι σήμερα συναφειακή θεολογία. Ο Μάξιμος είχε οικειοποιηθεί το πνεύμα των αγίων Πατέρων.