«ΓΙΝΩΣΚΕΤΕ ΤΙ ΠΕΠΟΙΗΚΑ ΥΜΙΝ;»

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

«ΓΙΝΩΣΚΕΤΕ ΤΙ ΠΕΠΟΙΗΚΑ ΥΜΙΝ;»

(Ἰω. ιγ΄ 12)

 

Αὐτή ἦταν ἡ ἐπερώτηση τοῦ Χριστοῦ πρός τούς Μαθητές του, ὅταν «ἔνιψε τούς πόδας αὐτῶν καί ἔλαβε (ξαναφόρεσε τά ἐξωτερικά) ἱμάτιά του» (Ἰω. ιγ΄ 12).

Ναί. Ἔμειναν κατάπληκτοι οἱ Μαθητές καί ἄναυδοι, ὅταν ὁ Κύριος, πρίν ἀπό τόν Μυστικό Δεῖπνο, στό «Ὑπερῶον» τῆς Ἰερουσαλήμ, σηκώθηκε καί, «λαβών λέντιον» καί βάζοντας νερό «εἰς τόν νιπτῆρα» (λεκάνη), ἀφοῦ γονάτισε μπροστά στά πόδια τοῦ καθενός ἀπό τούς Δώδεκα, ἀκόμη καί τοῦ προδότη Ἰούδα, «ἤρξατο νίπτειν τούς πόδας τῶν μαθητῶν καί ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ» (Ἰω. ιγ΄ 4-5). Καί ὁ μόνος, ὁ ὁποῖος ἀντέδρασε, ἦταν ὁ πάντοτε, ἐκ χαρακτῆρος, παρορμητικός Πέτρος, ἀρνούμενος καί λέγοντας: «Κύριε, σύ μου νίπτεις τούς πόδας; … οὐ μή νίψῃς τούς πόδας μου εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰω. ιγ΄ 6· 8). Γιά νά εἰσπράξει ὁ Πέτρος σκληρή καί ἀποστομωτική τήν ἀπάντηση: «Ἐάν μή νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ’ ἐμοῦ» (Ἰω. ιγ΄ 8)· τό ὁποῖο σήμαινε: «Πέτρο, πέρασε ἔξω», δηλαδή ἀποβάλλεσαι ἀπό μαθητής μου!

Ἦταν τό πλύσιμο τῶν ποδιῶν τήν ἐποχή ἐκείνη σύνηθες γεγονός καί τό ἔργο τοῦτο ἀποκλειστικά ἀνῆκε στούς δούλους, ὡς πράξη ὑποταγῆς πρός τούς ἀφέντες τους. Ἑπομένως, τό ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ: «Γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν;» σέ τί καί πρός τί ἀποσκοποῦσε; Τό ἐπεξηγεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος:

«῾Υμεῖς φωνεῖτέ με ὁ Διδάσκαλος καί ὁ Κύριος, καί καλῶς λέγετε· εἰμί γάρ». Ναί, μέ ἀποκαλεῖτε Διδάσκαλο καί Κύριό σας. Καί ὀρθά πράττετε. Εἶμαι. Ὡστόσο, «εἰ οὖν ἐγώ ἔνιψα ὑμῶν τούς πόδας, ὁ Κύριος καί ὁ Διδάσκαλός (σας), καί ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τούς πόδας. Ὑπόδειγμα δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθώς ἐγώ ἐποίησα ὑμῖν, καί ὑμεῖς ποιεῖτε» (Ἰω. ιγ΄ 13-15).

Ἔτσι, ἀποβαίνει, ἐπί τοῦ προκειμένου, συγκλονιστικός ὁ τρόπος αὐτός συμπεριφορᾶς τοῦ Χριστοῦ. Καί τοῦτο, γιατί; Διότι ἀναδεικνύει καί ὑποδεικνύει στούς Μαθητές του καί σέ μᾶς, ἀλλά καί μᾶς ἐλέγχει, διαχρονικά, ποιά πρέπει νά εἶναι ὄχι ἐξωτερικά καί φαινομενικά, ἀλλά ἐσωτερικά καί καρδιακά ἡ ὅλη ἀναστροφή μας ἔναντι τῶν ἄλλων.

Καί ὁ Χριστός, πλένοντας τά πόδια τῶν Μαθητῶν του, δέν τό ἔπραξε τοῦτο ὡς ἕνας συμμαθητής τους, ὁ ὁποῖος καί κατέβηκε ἕνα σκαλοπάτι, ἀπό τή θέση του, πιό κάτω ἀπό αὐτούς. Ὄχι. Ὁ Χριστός ὄντας ὑπεράνω αὐτῶν, ὡς ὁ Διδάσκαλος καί ὁ Κύριός τους, ἀλλά καί ὡς ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, κατεβαίνει δύο ἤ, μᾶλλον, πολλαπλᾶ σκαλοπάτια, γενόμενος δοῦλος τῶν δούλων του! Ἔτσι, ἄν ἀπό μᾶς ζητεῖ καί μᾶς ὑπαγορεύει νά ταπεινωνόμαστε καί νά γινόμαστε δοῦλοι τῶν συνδούλων μας, πρῶτος αὐτός τό ἐφάρμοσε στόν ὕψιστο βαθμό!

Ναί, αὐτή ἡ ἀνείπωτη καί παραδειγματική «καταδεκτικότητα» τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία μᾶς καταπλήσσει, ἔντονα διαδηλώνεται στήν ἱερή μυσταγωγία τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, καί ὄχι μόνο, ἀφοῦ ἐρχόταν καί ὡς ἡ κατάλληλη ἀπάντηση στήν παρατηρούμενη «φιλονεικία» μεταξύ τῶν Μαθητῶν του, ἐκείνη τήν ὥρα τοῦ πάθους του «… (περί) τό τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων» (Λουκ. κβ΄ 24). Ὅπως, ἀσφαλῶς, καί συνιστοῦσε καί στομωτικό λόγο στήν πρίν λίγο καιρό ἀνάρμοστη ἀπαίτηση κάποιων ἐκ τῶν ἀγαπημένων Μαθητῶν του, «τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου», τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι ἐπιστράτευσαν, ὡς μεσάζουσα, καί τή μητέρα τους, ὥστε νά ζητήσουν πρωτοκαθεδρίες, λέγοντας: «Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὅ ἐάν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν… δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου» (Μάρκ. ι΄ 35· 37. Ματθ. κ΄ 20-21)! Φοβερή αὐτῶν ἡ ἀπαίτηση. Καί τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀπάντηση: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε» (Μάρκ. η΄ 38)!

Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός, λοιπόν, Νιπτήρας, ὅπως ἐπικράτησε νά λέγεται καί νά τηρεῖται, ὡς ἱερή Ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας μας, κατά τή Μ. Ἑβδομάδα, συνιστᾶ, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί τή γέφυρα, ἡ ὁποία συνδέει τή σύνολη «καταδεκτική» συγκατάβαση τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀπό τή Γέννησή του, μέ τήν ἀνάκλισή του στό σπήλαιο καί τή φάτνη τῆς Βηθλεέμ, ἀφοῦ, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν τά Εὐαγγέλια, «οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. α΄ 7) καί κορυφώνεται μέχρι τήν καταδίκη του καί τούς ὀδυνηρούς ἐξευτελισμούς του, γιά νά καταντήσει, στό πάθος του, «μή ἔχοντας εἶδος (μορφή) οὐδέ κάλλος» (53, 2), κατά τόν προφήτη Ἠσαΐα, καί νά συγκαταριθμηθεῖ μέ τή συσταύρωσή του μετά τῶν κακούργων ὡς κακοῦργος (Ματθ κζ΄ 38).

Καί τό ἀσύλληπτο μέγεθος τῆς θείας τοῦ Χριστοῦ συγκατάβασης καί «καταδεκτικότητάς» του θά καταθέσει καί ἐπεξηγήσει σ’ ἕνα ἐγκωμιαστικό θεολογικό διθύραμβό του γιά τόν Χριστό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διαδηλώνοντας:

«Τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, (τό φρόνημα καί τό παράδειγμα τῆς ὅλης ἀναστροφῆς τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά συνέχει διαρκῶς τήν ἀναστροφή σας) ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων (γιατί, αὐτός ὁ Χριστός, ὄντας Θεός, ὁμοούσιος, ἔχοντας τήν ἴδια οὐσία, μέ τόν Θεό Πατέρα καί τόν Θεό Ἅγιο Πνεῦμα) … ἑαυτόν ἐκένωσε (ἄδειασε, σμίκρυνε, ταπείνωσε, ὑποβίβασε τόσο πολύ τό ἄπειρο μέγεθος καί τό μεγαλεῖο τῆς Θεότητάς του), μορφήν δούλου λαβών, (ὥστε πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση) ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος (καί καταδέχτηκε νά προσλάβει τή φύση τοῦ δούλου του ἀνθρώπου καί νά γίνει κατά πάντα ὅμοιος μέ μᾶς ἄνθρωπος, πλήν τῆς ἀφύσικης ἁμαρτίας) ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, (τόσο πολύ συγκαταβέβηκε καί ταπεινώθηκε) γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ, (προκειμένου, γιά χάριν τοῦ ἀνθρώπου, ὅλων ἐμᾶς, νά δεχθεῖ μέ ὑπακοή τά πάντα μέχρις, ἀκόμη, καί τόν ὀδυνηρό-ἐξευτελιστικό θάνατο, ἕνα γεγονός καί δεδομένο, παντελῶς, ξένο πρός τό θεανδρικό πρόσωπό του)» (Φιλ. β΄ 5-8).

Αὐτή, λοιπόν, τή διαχρονική, ζωντανή καί «καταδεκτική» γιά τόν ἄνθρωπο εἰκόνα, ἡ ὁποία λέγεται «τεταπεινωμένος» Χριστός, ἐμεῖς, σήμερα, οἱ ὁποῖοι φθάσαμε στά «τέλη τῶν αἰώνων», καί, προπάντων, τῶν χρόνων τῆς ζωῆς μας, πῶς τήν ἀντικρύζομε καί πόσο τή «γινώσκομεν» καί τήν ἔχομε ὡς ὑπόδειγμα καί τή μιμούμαστε;

Ἐπ’ αὐτοῦ, ἄς ἀποκριθεῖ ὁ καθένας μέ εἰλικρίνεια στόν ἑαυτό του, ἀλλά καί στόν Χριστό, καί, ἰδιαίτερα, ὅλοι, ὅσοι θέλομε νά λεγόμαστε καί νά εἴμαστε μαθητές τοῦ Χριστοῦ!

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....