Η 26η Οκτωβρίου έχει διπλή σημασία για τη Θεσσαλονίκη, καθώς πρόκειται τόσο για τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου αγίου της πόλης, όσο και για την ημερομηνία απελευθέρωσής της κατά τη «Μεγάλη Εξόρμηση» του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου.
Η απελευθέρωση της πόλης, μετά από αιώνες τουρκοκρατίας, αποτελεί για πολλούς το αποκορύφωμα των Βαλκανικών Πολέμων: Η «νύμφη του Θερμαϊκού» διεκδικήθηκε τόσο από τον ελληνικό όσο και τον βουλγαρικό στρατό (που επεδίωκε την υλοποίηση της Μεγάλης Βουλγαρίας της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου), σε μια «κούρσα-θρίλερ» με στόχο την κατάκτηση της πόλης- για την οποία μάλιστα σημειώθηκε και η πρώτη μεγάλη αντιπαράθεση ανάμεσα στον Ελευθέριο Βενιζέλο και στον αρχιστράτηγο και διάδοχο του θρόνου, Κωνσταντίνο, που αργότερα θα έρχονταν αντιμέτωποι σε αυτό που έμελλε να ονομαστεί «Εθνικός Διχασμός».
Ο προελαύνων ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τη Βέροια και την Κατερίνη στις 16 Οκτωβρίου- ενώ στις 18 του μήνα τα ελληνικά όπλα έδωσαν μια πρώτη «γεύση» στις τουρκικές δυνάμεις που υπερασπίζονταν την Θεσσαλονίκη, σε ένα παράτολμο εγχείρημα, όταν το τορπιλοβόλο αρ.11, με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Νικόλαο Βότση, διείσδυσε τη νύχτα απαρατήρητο στο λιμάνι – ξεγλιστρώντας από τα τουρκικά πυροβολεία- και τορπίλισε το τουρκικό πολεμικό «Φετίχ ι Μπουλέντ», καταφέροντας στη συνέχεια να διαφύγει. Επρόκειτο για ένα γεγονός που επηρέασε το ηθικό των οθωμανικών δυνάμεων, αλλά και τον Χασάν Ταχσίν Πασά, διοικητή της 8ης Στρατιάς του Αυτοκρατορικού Οθωμανικού Στρατού της Μακεδονίας- που, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ήταν ο άνθρωπος – «κλειδί» για την τελική παράδοση της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό στρατό.
Η κρίσιμη μάχη για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης δόθηκε στα Γιαννιτσά, στις 19 και 20 Οκτωβρίου: Η τοποθεσία είχε επιλεγεί από τους Τούρκους αξιωματικούς ως τοποθεσία που ευνοούσε τη διεξαγωγή αμυντικής μάχης, καθώς είχε στα νώτα τον Αξιό και στα πλευρά το Πάικο και τη λίμνη των Γιαννιτσών. Τη θέση υπερασπιζόταν η 14η Μεραρχία Σερρών, συν δυνάμεις που είχαν υποχωρήσει από το Σαραντάπορο.
Στην ελληνική πλευρά τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα πιεστικά, καθώς είχε γίνει γνωστό πως ο βουλγαρικός στρατός κατευθυνόταν επίσης προς τη Θεσσαλονίκη. Ως εκ τούτου, αν και το επιτελείο δεν είχε επαρκείς πληροφορίες για τη σύνθεση και το μέγεθος της τουρκικής δύναμης, αποφασίστηκε η άμεση επίθεση, με 6 μεραρχίες συν την Ταξιαρχία Ιππικού και το απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου. Η επίθεση άρχισε στις 19 του μήνα, με τις 1η, 2η, 3η, 4η και 6η Μεραρχίες στον άξονα βόρεια της λίμνης και την 7η Μεραρχία, την Ταξιαρχία Ιππικού και το απόσπασμα ευζώνων Κωνσταντινοπούλου, στον άξονα νότια της λίμνης. Το μεσημέρι η 6η Μεραρχία είχε φτάσει στις Αμπελιές, η 4η στον Μυλότοπο, η 1η και η 2η στην Καρυώτισσα και η 3η στο Μελίσσι. Ακολούθησε γενική επίθεση κατά των τουρκικών θέσεων, με αποτέλεσμα τη διάσπαση των εχθρικών γραμμών. Οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν έξω από τα Γιαννιτσά, διακόπτοντας τις επιχειρήσεις για τη νύχτα και συνεχίζοντας το πρωί της 20ής. Η τουρκική δύναμη άρχισε να συμπτύσσεται, ωστόσο οι ελληνικές δυνάμεις δεν πρόλαβαν να περάσουν έγκαιρα τον Λουδία, με αποτέλεσμα το ασφαλές πέρασμα του Αξιού από τα υποχωρούντα οθωμανικά στρατεύματα.
Ο ελληνικός στρατός ήταν πλέον κοντά στη Θεσσαλονίκη και η διαπραγμάτευση για την παράδοσή της άρχιζε: Στις 25 Οκτωβρίου, οι Ευρωπαίοι πρόξενοι της Θεσσαλονίκης και ο Τούρκος στρατηγός Σαδήκ συνάντησαν τις ελληνικές εμπροσθοφυλακές έξω από την πόλη, προτείνοντας την παράδοση υπό όρους – και συγκεκριμένα την απόσυρση του τουρκικού στρατού, με όλο τον οπλισμό του, στο Καραμπουρνού. Η πρόταση απορρίφθηκε από τον Κωνσταντίνο, αντιπροτείνοντας την παράδοση του αφοπλισμένου τουρκικού στρατού, με τους αξιωματικούς να διατηρούν τα ξίφη τους. Για να λάβει απάντηση έδωσε προθεσμία δέκα ωρών.
Σημειώνεται πως η εν λόγω εξέλιξη των γεγονότων είχε τρομοκρατήσει τον Βενιζέλο, ο οποίος περίμενε κατάληψη της πόλης το απόγευμα της 25ης – αλλά πληροφορήθηκε τα περί διαπραγματεύσεων και προθεσμιών. Φοβούμενος κατάρρευση της πολιτικής του και σύνορα στον Αξιό, απέστειλε νέα τηλεγραφική διαταγή προς τον Κωνσταντίνο:
«Αρχηγόν στρατού: Παραγγέλεσθε να αποδεχθήτε την προσφερομένην υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και να εισέλθετε εις ταύτην άνευ χρονοτριβής. Καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν, έστω και στιγμής»
Ωστόσο, η άποψη του Κωνσταντίνου ήταν διαφορετική, καθώς έδινε προτεραιότητα στην εξουδετέρωση της μαχητικής ικανότητας της τουρκικής δύναμης που είχε απέναντί του:
«Εγώ οφείλω προ παντός άλλου να καταστήσω ακίνδυνον τον απέναντί μου τουρκικόν στρατόν» ήταν η δήλωσή του στους προξένους.
Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση του Ταχσίν Πασά δεν άργησε να έρθει, καθώς σύντομα κατέφθασε έγγραφο στο οποίο αναφερόταν ότι οι όροι του Κωνσταντίνου είχαν γίνει αποδεκτοί, με τον Διάδοχο να αποστέλλει τους αξιωματικούς του επιτελείου του, Βίκτορα Δούσμανη και Ιωάννη Μεταξά, στην πόλη για την υπογραφή των σχετικών πρωτοκόλλων, που περιελάμβαναν την παράδοση της πόλης και του τουρκικού στρατού- δύναμης 26.000 ανδρών, με 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα και 1.200 ζώα. Στις 26 Οκτωβρίου- ανήμερα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου – η Θεσσαλονίκη ήταν και επίσημα ελληνική.
Πηγή
Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913) από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού / ΓΕΣ.