Ἕνεκα τῆς ἁμαρτωλῆς φύσης του ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται ὡς πνεῦμα ἀνυπότακτο. Ἔχει τήν τάση νά ἀντιδρᾶ. Νά ξεφεύγει ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά κάνει τό δικό του. Βάση ὅμως τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὑπακοή. Καλεῖται κανείς νά ὑπακούει στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, στήν Ἐκκλησία, στόν πνευματικό του πατέρα. Τίποτε ἄλλο δέν εὐχαριστεῖ τόν Θεό, ἀπό τό νά μᾶς βλέπει νά κάνουμε τό θέλημά Του.
Γιά νά μπορέσουμε νά θεραπεύσουμε τήν ψυχή μας καί νά ἀγαπήσουμε ἀληθινά τόν Θεό, χρειάζεται νά ἐγκαταλείψουμε τό δικό μας θέλημα καί νά ὑπακούσουμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά θεραπεύσουμε τόν ἑαυτό μας. Ὁ Θεός θά τό κάνει. Ὅμως, γιά νά εἰσχωρήσει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μέσα μας, πρέπει νά κόψουμε τό θέλημά μας· νά ἀδειάσουμε ἀπό τά δικά μας καί νά κάνουμε χῶρο μέσα μας νά μπεῖ ὁ Θεός. Ὁ δρόμος, δηλαδή, πού ὁδηγεῖ στόν Θεό περνάει μέσα ἀπό τόν δρόμο τῆς ὑπακοῆς.
Ἡ ὑπακοή δέν εἶναι μόνο ἐξωτερική. Ἔχει πολύ βάθος. Εἶναι ἕνα μυστήριο. Ἔτσι, δέν κάνει κανείς ὑπακοή, γιά νά γίνει τό καλύτερο, ἀλλά γιά νά κόψει τό θέλημά του, γιά νά κόψει τόν ἐγωισμό του, γιά νά δουλέψει μέσα του ὁ Θεός. Τήν ὑπακοή πρέπει νά τή ζοῦμε ὡς μυστήριο. Ἀλλιῶς δημιουργεῖ στόν ἄνθρωπο ἄγχος καί καταπίεση.
Ἐπίσης, ἡ ὑπακοή πρέπει νά εἶναι ἐλεύθερη, ὄχι καταναγκαστική. Δέν εἶναι σάν τήν ὑπακοή πού κάνει ἕνας ἐργαζόμενος στό ἀφεντικό του. Νά τήν κάνουμε μέ ὅλη τήν καλή διάθεση. Καί ὄχι νά ὑπακοῦμε ἀπό ἀνάγκη ἤ ἐπειδή θέλουμε νά ἔχουμε μία καλή εἰκόνα στόν κύκλο τῶν ἀνθρώπων πού ἀνήκουμε. Αὐτό τό ὁποῖο χρειάζεται εἶναι νά δοθοῦμε ὁλοκληρωτικά στόν Θεό, γιά νά ἀναγεννηθοῦμε.
Ἐμπόδια στήν ὑπακοή
Βέβαια, τήν ὥρα τῆς ὑπακοῆς, ἐπειδή στριμώχνεται ἡ ψυχή, προσπαθεῖ νά ξεφύγει. Ὁ ἑαυτός μας νιώθει ζόρισμα καί κάνει τό πᾶν, γιά νά γλιτώσει. Παραπονιέται, δικαιολογεῖται, κλαψουρίζει, γενικά ἀντιδράει.
Καλό εἶναι νά νιώθει κανείς ὅτι στριμώχνεται, ὅτι περιορίζεται, ὅτι χτυπιέται ὁ ἑαυτός του. Ἀπό ἐκεῖ μπορεῖ νά καταλάβει πόση ἁμαρτία ὑπάρχει μέσα του. Μή θέλουμε συνέχεια νά ξεφεύγουμε καί νά γλιτώνουμε ἀπό τό ἕνα καί ἀπό τό ἄλλο.
Ὅ,τι κι ἄν ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά μᾶς συμβεῖ στή ζωή μας, νά μείνουμε ἀκλόνητοι στήν ὑπακοή. Δέν πρόκειται νά πάθουμε τίποτα. Ὁ μόνος πού θά πάθει εἶναι ὁ παλαιός ἄνθρωπος μέσα μας.
Στήν ἀρχή θά εἶναι δύσκολα. Γιατί ὁ καθένας μας ἔχει κάποια δεδομένα στή ζωή του, ἔχει κάποιες ἀσφάλειες. Ἑπομένως, καλούμενος νά κόψει τό θέλημά του, νά κάνει ὑπακοή, νιώθει φόβο, γιατί δέν ξέρει τί θά ἀκολουθήσει. Φοβᾶται τό ἄγνωστο.
Κι ὁ Θεός θά ἐπιτρέψει νά μᾶς συμβοῦν διάφορα. Μπορεῖ νά περάσουμε δύσκολα, νά ὑποφέρουμε, νά πονᾶμε.
Ἐκεῖνο πού χρειάζεται εἶναι νά μήν κάνουμε πίσω. Νά ἀρνούμαστε τόν ἑαυτό μας καί νά ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Αὐτός μᾶς ἀνοίγει τόν δρόμο, Αὐτός μᾶς κρατάει, Αὐτός μᾶς βοηθάει νά ξεπεράσουμε τά ἐμπόδια.
Καί σταδιακά, ὅσο προχωράει κανείς στήν ὑπακοή, ἀρχίζει νά μήν ἐμπιστεύεται καθόλου τόν ἑαυτό του. Καί αὐτό εἶναι τό ζητούμενο. Νά ἀπελπιστοῦμε ἀπό τόν ἑαυτό μας καί νά ἐμπιστευόμαστε μόνο τόν Θεό. Νά ἀφεθοῦμε στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Δέν γίνεται ὁ ἄνθρωπος νά γιατρευτεῖ, ἐάν δέν χτυπηθεῖ τό ἐγώ του. Ἐάν θέλουμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν τυραννία τοῦ ἐγωισμοῦ, ἄς ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας.
Οἱ καρποί τῆς ὑπακοῆς
Μεγάλα θά εἶναι τά ὀφέλη, ἐάν ἀξιοποιήσουμε σωστά τήν ὑπακοή.
Ἡ ὑπακοή μᾶς βοηθάει νά κόψουμε τά ἁμαρτωλά θελήματα καί νά προχωρήσουμε στήν ταπείνωση, στή μετάνοια, στήν ἀγάπη. Μέ τήν ὑπακοή χτυπάει κανείς τή φιλαυτία του, τόν ἐγωισμό του, τίς ἀδυναμίες του. Ὅπως ὁ μύλος ἀλέθει τό σιτάρι καί τό κάνει ἀλεύρι, ἔτσι καί ἡ ὑπακοή συντρίβει τά πάθη, συνθλίβει τόν ἐγωισμό καί λευκαίνει τήν ψυχή.
Ὅταν κάνει κάποιος ὑπακοή, ἐνεργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του, ἐνεργεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἀπονευρώνεται ἡ ἁμαρτία. Ἔρχεται στήν καρδία του ἀγάπη· ἀγάπη γιά τόν Θεό, ἀγάπη γιά τόν πλησίον. Δέν ἀντιδράει, δέν ἐπαναστατεῖ, ἀλλά κάνει ὑπακοή, σέ ὅ,τι τοῦ φέρνει ἡ ζωή.
Ὁ ἄνθρωπος πού ὑπακούει, γλιτώνει ἀπό πολλά. Ἐπιπλέον, ἀποκτάει μεγάλη πείρα στά πνευματικά πράγματα καί δέν κινδυνεύει νά πλανηθεῖ. Δέν μπερδεύεται, ἀλλά βαδίζει στόν σωστό δρόμο. Ὁ Θεός τόν ἀναλαμβάνει καί τόν ὁδηγεῖ ὅπου Αὐτός θέλει. Τόν βάζει στόν δρόμο τόν δικό Του.
Τέλος, μέσω τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος, ἔρχεται κανείς ἀντιμέτωπος μέ τήν πραγματικότητα τοῦ ἑαυτοῦ του. Βλέπει τήν ὑπερηφάνεια πού ἔχει μέσα του, βλέπει τήν ἀμετανοησία, τή σκληροκαρδία, τίς ἀδυναμίες του. Συνειδητοποιεῖ πόσο ἄρρωστος εἶναι. Σταδιακά αὐτό θά γίνεται ὁλοένα καί πιό εὐδιάκριτο. Θεωρεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἀντί νά θεραπευτεῖ γίνεται χειρότερος. Ὅμως, ἔτσι ξεσκεπάζεται ὁ ἀληθινός ἑαυτός μας. Καί ὅσο πιό πολλή ὑπακοή κάνει κανείς, τόσο περισσότερο ξεσκεπάζεται ἡ ἀχρείωση πού ὑπάρχει μέσα του. Συνειδητοποιεῖ κανείς ὅτι εἶναι ἕνα τίποτα, ὅτι εἶναι ἕνα ἀνθρωπάκι. Βλέπει ὅμως καί τί μπορεῖ νά γίνει μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἑπομένως, νά ἀφήσουμε τά πείσματα, νά ἀγκαλιάσουμε τήν ὑπακοή ὡς κάτι ἱερό καί νά μείνουμε πιστοί σ’ αὐτήν μέχρι τέλους. Αὐτό εἶναι ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ ὑπακοή. Αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς. Αὐτό εἶναι τό πιό ἀποτελεσματικό φάρμακο, ἡ καλύτερη θεραπεία κατά τῶν παθῶν, ἡ ὑπακοή.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ