Ἡ ἡμέρα πού ἡ Ἑλλάδα μπῆκε στόν πόλεμο

από το περιοδικό ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ

 

Εἶναι ὄμορφο νά λαμβάνουμε ἕνα μήνυμα ἀπό κάποιον πού ἔχουμε νά δοῦμε πολύ καιρό. Ἀπό ἕνα συγγενικό ἤ ἀπό ἕνα φιλικό καί ἀγαπημένο μας πρόσωπο, πού στερηθήκαμε τή φυσική του παρουσία. Εἶναι ὄμορφο καί συνάμα συγκινητικό νά διαβάζουμε τά νέα του, τίς χαρές του, τίς ἐπιτυχίες του, τήν πρόοδό του.

Ὑπάρχουν βέβαια καί φορές πού τό περιεχόμενο ἑνός μηνύματος εἶναι ἱκανό νά ξεσηκώσει ἕναν ὁλόκληρο λαό. Αὐτό ἀκριβῶς συνέβη τά ξημερώματα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940, ὅταν ὁ πρεσβευτής τῆς Ἰταλίας στήν Ἀθήνα, Γκράτσι, χτυποῦσε ἐπίμονα τό κουδούνι τῆς πρωθυπουργικῆς οἰκίας, κρατώντας στό χέρι του ἕνα τελεσίγραφο. Ἄς ἀφήσουμε ὅμως τόν ἴδιο τόν Ἰταλό πρεσβευτή νά περιγράψει ὅσα συνέβησαν ἐκεῖνες τίς στιγμές:

Τήν καθορισμένη ὥρα, 10 περίπου λεπτά πρίν ἀπό τίς 3, ὁ στρατιωτικός ἀκόλουθος, ὁ διερμηνέας καί ἐγώ, φτάσαμε στήν καγκελόπορτα τῆς μικρῆς βίλας, ὅπου ἔμενε ὁ πρωθυπουργός… Ὁ φρουρός ἄρχισε νά χτυπάει ἕνα ἠλεκτρικό κουδούνι, πού ἐπικοινωνοῦσε μέ τό ἐσωτερικό τοῦ σπιτιοῦ, ἀλλά τό ὑπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε γιά μερικά ἀτελείωτα λεπτά μπροστά στήν καγκελόπορτα. Ἐπιτέλους τό κουδούνι ξύπνησε τόν ἴδιο τόν Μεταξᾶ, ὁποῖος ἔκανε τήν ἐμφάνισή του ἀπό μία μικρή πόρτα ὑπηρεσίας καί ἀναγνωρίζοντάς με διέταξε τόν φρουρό νά μέ ἀφήσει νά περάσω.

Μόλις καθίσαμε, τοῦ εἶπα ὅτι ἡ κυβέρνησή μου μοῦ εἶχε ἀναθέσει νά τοῦ κάνω μία ἄκρως ἐπείγουσα ἀνακοίνωση καί χωρίς ἄλλα λόγια τοἔδωσα τό κείμενο. Ὁ Μεταξᾶς ἄρχισε νά τό διαβάζει. Τά χέρια πού κρατοῦσαν τό χαρτί ἔτρεμαν ἐλαφρά καί μέσα ἀπό τά γυαλιά του ἔβλεπα τά μάτια του νά βουρκώνουν, ὅπως συνήθιζε ὅταν ἦταν συγκινημένος. Ὅταν τελείωσε τήν ἀνάγνωση, μέ κοίταξε κατά πρόσωπο καί μοῦ εἶπε μέ φωνή λυπημένη, ἀλλά σταθερή: «Λοιπόν, ἔχουμε πόλεμο».

Νομίζω ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος στόν κόσμο ὁποῖος τουλάχιστον μία φορά στή ζωή του νά μήν αἰσθάνθηκε ἀπέχθεια γιά τό ἐπάγγελμά του. Ἄν στή μακρά σταδιοδρομία μου στήν ὑπηρεσία τοῦ κράτους ὑπῆρξε ποτέ μία στιγμή κατά τήν ὁποία μίσησα τό δικό μου, μία στιγμή κατά τήν ὁποία τό καθῆκον τοἀξιώματός μου μοῦ φάνηκε σταυρός, ὄχι μόνο θλιβερός ἀλλά καί ταπεινωτικός, ἡ στιγμή αὐτή ἦταν ὅταν ἄκουσα ἐκεῖνα τά ἀποκαρδιωμένα λόγια, πού πρόφερε αὐτός ἡλικιωμένος ἄνδρας, ἐκεῖνος πού εἶχε καταναλώσει ὁλόκληρη τή ζωή ἀγωνιζόμενος. Ὑποκλίθηκα μπροστά του μέ βαθύτερο σεβασμό καί βγῆκα ἀπό τό σπίτι του».

«Λοιπόν ἔχουμε πόλεμο». Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἕλληνα Πρωθυπουργοῦ ἔγινε πανηγυρικά δεκτή ἀπό ὅλους τούς Ἕλληνες. Τό κρατικό ραδιόφωνο στίς 6 τό πρωί μετέδιδε τό πρῶτο ἀνακοινωθέν τοῦ ἑλληνικοῦ στρατηγείου. «Αἱ ἰταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν ἀπό τῆς 5:30 πρωϊνῆς τῆς σήμερον τά ἡμέτερα τμήματα προκαλύψεως τῆς ἑλληνοαλβανικῆς μεθορίου. Αἱ ἡμέτεραι δυνάμεις ἀμύνονται τοῦ πατρίου ἐδάφους», ἀκούγεται στό ἠχητικό πού μεταδόθηκε καί μπῆκε σέ χιλιάδες σπίτια.

Τήν ἴδια ἀκριβῶς ὥρα οἱ συριγμοί τῶν σειρήνων στίς πόλεις καί οἱ κωδωνοκρουσίες τῶν ἐκκλησιῶν στά χωριά ξεσηκώνουν ὅλους τούς Ἕλληνες, κάθε ἡλικίας, οἱ ὁποῖοι βγαίνουν στούς δρόμους, κρατώντας περήφανα τίς γαλανόλευκες σημαῖες. Σάν νά ἦταν ἡ τελευταία νικηφόρα ἡμέρα τοῦ πολέμου. Ἦταν ὅμως ἡ ἡμέρα πού ἡ Ἑλλάδα ἔμπαινε στόν πόλεμο καί γι’ αὐτό πανηγύριζε!

Λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ Φραγκλίνος Ροῦσβελτ ἔγραψε γιά ἐκείνη τήν ἡμέρα: « Τήν 28ην Ὀκτωβρίου 1940 παρεσχέθη εἰς τήν Ἑλλάδα προθεσμία τριῶν ὡρῶν καί ὄχι τριῶν ἡμερῶν ἤ τριῶν ἑβδομάδων. Καί τρία ὅμως χρόνια προθεσμία ἄν εἶχε δοθεῖ, ἀπάντησις θά ἦτο ἴδια: ΟΧΙ».

Καί ὁ πόλεμος ξεκινᾶ. Πάνω στά βουνά τῆς Πίνδου οἱ Ἕλληνες δίνουν τίς μεγαλύτερες μάχες. Τό κρύο, ἡ πεῖνα, οἱ ἀρρώστιες, δέν τούς φοβίζουν. Κανένα ἐμπόδιο δέν εἶναι ἱκανό νά σταθεῖ μπροστά τους καί νά τούς ἐμποδίσει. Ἡ σιγουριά καί ἡ ἀλαζονεία, πού κυριαρχοῦσαν στό ἰταλικό στρατόπεδο στήν ἀρχή τοῦ πολέμου, σύντομα διαψεύδονται.

«Θά σᾶς δοῦμε πάλι μετά ἀπό 2 ἑβδομάδες». Μέ αὐτή τή φράση οἱ Ἰταλοί στρατιῶτες ἀποχαιρετοῦσαν τούς δικούς τους κατά τήν ἀναχώρηση τῶν ἰταλικῶν στρατευμάτων ἀπό τήν Ἀλβανία γιά τά ἑλληνικά σύνορα. Ἡ αἰσιοδοξία τῶν Ἰταλῶν κράτησε μόνο 6 μέρες. Ὁ στρατηγός Ἀρμελλίνι τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου ἔγραψε στό ἡμερολόγιό του στίς 3 Νοεμβρίου: «Ὁ πόλεμος στήν Ἑλλάδα προχωρεῖ ἀργά καί μέ μεγάλες δυσχέρειες, ἀντίσταση κατά τῶν στρατευμάτων μας… Ἐνῶ θά ἔπρεπε, κατά τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνονταν, νά ἔχουν γίνει δεκτά μέ ἀνοιχτές ἀγκάλες…».

Τήν ἡρωική ἀντίσταση τῆς Ἑλλάδας τή θαύμασαν ὅλοι οἱ λαοί. Ἡ προέλαση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ προκάλεσε τόν θαυμασμό, ὄχι μόνο τῶν δυτικῶν συμμάχων, ἀλλά καί τῆς γείτονος Τουρκίας. Στήν ἀρθρογραφία τῶν τουρκικῶν ἐφημερίδων γράφονταν τά ἑξῆς:

«Ὅσα ἔθνη δέν δίνουν ἀξία στήν ἀνεξαρτησία, στήν ἐθνική κυριαρχία, στήν τιμή καί στήν ἀξιοπρέπεια, ἀνοίγουν τίς ἀγκάλες τους στόν κατακτητή. Ἀντιθέτως, τά ἔθνη πού μένουν πιστά στά ἱερά καί τά ὅσιά τους προτάσσουν τά στήθη καί τίς λόγχες τους στόν στρατό τοῦ κατακτητῆ. Ἡ μικρή ἀλλά ἡρωική Ἑλλάδα προτίμησε τό δεύτερο. Δέν θά μποροῦσε νά πράξει ἀλλιῶς ἡ κληρονόμος ἑνός ἀρχαίου πολιτισμοῦ, ἕνα ἔθνος πού ἐπέδειξε τό θάρρος πολύχρονων ἀγώνων γιά νά ἀποκτήσει τήν ἀνεξαρτησία του, ἔστω καί ἐναντίον μας».

Ἐμεῖς, οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες, ὀφείλουμε νά κρατήσουμε ζωντανό τό παράδειγμα τῶν ἡρώων τοῦ ’40, ὑπερασπιζόμενοι τίς ἀξίες τῆς πατρίδας μας. Ζήτω τό 1940!

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....