Η Σφαγή της Χίου στις Τέχνες και στα Γράμματα

τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου,Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου

Τό γε­γο­νός τῆς κα­τα­στρο­φῆς τῆς Χίου, τόν Ἀπρί­λιο τοῦ 1822, δέν συγ­κλό­νισε μόνο τόν Ἑλ­λη­νι­σμό, ἀλλά εἶχε τε­ρά­στια ἀπή­χηση καί σέ ὁλό­κληρη τήν Εὐ­ρώπη. Ἡ σφαγή καί ἡ αἰ­χμα­λω­σία χι­λι­ά­δων κα­τοί­κων τοῦ νη­σιοῦ προ­κά­λεσε πολ­λές ἐκ­δη­λώ­σεις συμ­πά­θειας καί φι­λελ­λη­νι­σμοῦ, ἔν­τυ­πες δι­α­μαρ­τυ­ρίες καί ἔν­θερ­μες ἐκ­κλή­σεις, μέ ἐκ­δό­σεις φυλ­λα­δίων καί βι­βλίων πού γνώ­ρι­σαν εὐ­ρύ­τατη δι­ά­δοση στήν Εὐ­ρώπη. Τό δρα­μα­τικό γε­γο­νός δέν ἄρ­γησε νά συγ­κι­νή­σει βα­θιά καί πολ­λούς καλ­λι­τέ­χνες, καί νά ἀπο­τυ­πω­θεῖ στά ἔργα τους.

Ὡς τό πιό γνω­στό καί ἀν­τι­προ­σω­πευ­τικό δεῖ­γμα φέρ­νουμε ὅλοι στόν νοῦ μας τόν πε­ρί­φημο πί­νακα πού ἐμ­πνεύ­σθηκε ὁ με­γά­λος Γάλ­λος ζω­γρά­φος Εὐ­γέ­νιος Ντε­λα­κρουά καί φυ­λάσ­σε­ται σή­μερα στό Μου­σεῖο του Λού­βρου. Πρό­κει­ται γιά ἐλαι­ο­γρα­φία δι­α­στά­σεων 4,19 × 3,54 μ., μέ τίτλο «Σκηνή ἀπό τίς σφα­γές τῆς Χίου» (Scène des massacres de Scio), ὁ ὁποῖος πα­ρου­σι­ά­στηκε στό κοινό τό 1824, προ­κα­λών­τας βα­θύ­τατη αἴ­σθηση τόσο γιά τό ὑψηλό καλ­λι­τε­χνικό του ἐπί­πεδο, τήν ἀρι­στουρ­γη­μα­τική σύν­θεση καί τήν ἀπό­δοση τῶν μορ­φῶν, ὅσο καί γιά τό θέμα πού πρα­γμα­τεύ­ε­ται.

Στό ἔργο αὐτό, τό φῶς ἔρ­χε­ται νά ἀπο­κα­λύ­ψει τό μαρ­τύ­ριο τῶν κα­τοί­κων τοῦ νη­σιοῦ πού κεί­τον­ται ἡμι­θα­νεῖς καί ἀπο­γυ­μνω­μέ­νοι στό πρῶτο ἐπί­πεδο του πί­νακα, ἐνῶ ἀπο­φεύ­γει τούς κα­τα­κτη­τές πού ἐμ­φα­νί­ζον­ται σκο­τει­νοί. Τά με­λανά χρώ­ματα καί οἱ στά­σεις τῶν σω­μά­των πε­ρι­γρά­φουν συ­ναι­σθή­ματα στά ὁποῖα κυ­ρι­αρ­χεῖ ἡ αἴ­σθηση τῆς ἀπό­γνω­σης, τοῦ φό­βου καί τῆς ἐγ­κα­τά­λει­ψης.

Πολλά κεί­μενα ἐγρά­φη­σαν ἀπό προ­σω­πι­κό­τη­τες τῶν γραμ­μά­των, οἱ ὁποῖοι ἐξέ­φρα­σαν τόν ἀπο­τρο­πι­α­σμό τους γιά τήν με­γάλη σφαγή. Ἐμ­πνε­ό­με­νοι ἀπό αἰ­σθή­ματα ἀλ­λη­λεγ­γύης γιά τήν θλι­βερή μοίρα τῶν Ἑλ­λή­νων τῆς Χίου, οἱ φι­λελ­λη­νι­κοί αὐ­τοί κύ­κλοι προ­σπα­θοῦ­σαν ἐπί­σης νά εὐ­αι­σθη­το­ποι­ή­σουν τήν εὐ­ρω­πα­ϊκή κοινή γνώμη ὥστε να πα­ρα­στα­θεῖ στόν δί­καιο ἀγώνα τῆς Ἐπα­να­στά­σεως.

Ὁ Βί­κτωρ Οὐγκώ, ὁ ὁποῖος δι­ε­κρίθη γιά τήν εὐ­ρεῖα φι­λελ­λη­νική του δράση καί ὕμνησε τόν Κα­νάρη σέ ἀρ­κετά ποι­ή­ματά του, συ­νέ­θεσε τό ποί­ημα μέ τίτλο «Τό ἑλ­λη­νό­πουλο» (με­τά­φραση Κω­στῆ Πα­λαμᾶ):

Τοῦρ­κοι δι­α­βῆ­καν, χα­λα­σμός, θά­να­τος πέρα ὥς πέρα.

Ἡ Χίο, τ’ ὄμορφο νησί, μαύρη ἀπο­μέ­νει ξέρα,

μέ τά κρα­σιά, μέ τά δεν­τρά

τ’ ἀρ­χον­το­νήσι, πού βουνά καί σπί­τια καί λαγ­κά­δια

καί στό χορό τίς λυ­γε­ρές κα­μιά φορά τά βρά­δια

κα­θρέ­φτιζε μές στά νερά.

Ἐρ­μιά παν­τοῦ. Μά κοί­ταξε κι ἀπά­νου ἐκεῖ στό βράχο,

στοῦ κά­στρου τά χα­λά­σματα κά­ποιο παιδί μο­νάχο

κά­θε­ται, σκύ­βει θλι­βερά

παιδί, πού κά­θε­σαι ξυ­πό­λυτο στίς ρά­χες

γιά νά μήν κλαῖς λυ­πη­τερά, τί ΄θε­λες τάχα νά ΄χες;

Δι­α­βάτη,

μοῦ κρά­ζει τό Ἑλ­λη­νό­πουλο μέ τό γα­λά­ζιο μάτι:

Βό­λια, μπα­ρούτι θέλω· νά.

Ὁ ἐπι­φα­νής Γάλ­λος λο­γο­τέ­χνης ἀπο­δί­δει μ’ αὐ­τόν τόν τρόπο τήν ἐπι­τα­κτική ἀνάγκη γιά ὑλική, ἁπτή βο­ή­θεια πρός τήν Ἑλ­λάδα κατά τόν ἀγώνα τῆς Ἀνε­ξαρ­τη­σίας.

Τό 1864, ὁ ἐπίσης Γάλλος ποι­η­τής Θε­ό­δω­ρος de Banville, προ­σω­πο­ποιεῖ τήν Χίο «ὡς τήν πε­θα­μένη κόρη τοῦ βα­ρι­ό­μοι­ρου πα­τρός της, τοῦ Ὁμή­ρου, πού τή θρη­νεῖ στήν ἄκρη τοῦ πε­λά­γου»:

Δέν κλαῖμε ἐδῶ ἄν ἐχάσαμε γεννήματα τοῦ ὀνείρου

Ἐδῶ θρηνοῦμε τό χαμό τῆς κόρης τοῦ Ὁμήρου.

Τίς θυ­σίες τῶν Ἑλ­λή­νων τῆς Χίου, κατά τήν δι­άρ­κεια τοῦ ἱε­ροῦ αὐ­τοῦ ἀγῶ­νος, πρα­γμα­τεύ­ε­ται πλει­άδα ποι­η­τι­κῶν ἔρ­γων, μει­ζό­νων καί ἡσ­σό­νων Ἑλ­λή­νων δη­μι­ουρ­γῶν.

Ἡ Ἐλευ­θε­ρία, ὅπως τήν ὁρα­μα­τί­σθηκε ὁ Σο­λω­μός, ἀγρυ­πνεῖ μέ ὄψη γε­μάτη φρον­τίδα, ἀνη­συ­χία καί πε­ρί­σκεψη. Στόν Ὕμνο εἰς τήν Ἐλευ­θε­ρίαν ἀνη­συ­χεῖ γιά τούς Ἕλ­λη­νες καί πι­κραί­νε­ται ἀπό τίς θυ­σίες τους, γιά

[ὅσους] εἴν’ ἄδικα σφα­γμέ­νοι

ἀπὸ τούρ­κι­κην ὀργή.

Τότε ἐσή­κω­νες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάι­ματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ’ αἷμα,
πλῆ­θος αἷμα ἑλ­λη­νικό.

Καί στό ἔργο του Εἰς τὸν θά­να­τον τοῦ Λόρ­δου Μπάυ­ρον, ὁ ἐθνι­κός μας ποι­η­τής ση­μει­ώ­νει:

Ἀλλὰ πάει στοὺς νόας μία θέρμη,
πού εἶ­ναι ἀλ­λι­ώ­τικη ἀπ᾿ αὐτή,
ὁπού ἐσκόρ­πισε στὴν ἔρμη
Χίο τοῦ Τούρ­κου ἡ ’πι­βουλή,

ὅταν τό­σοι ἐπέ­φταν χά­μου,

καί μὲ λό­για ἀπελ­πι­σιᾶς…

Πε­ρί­φη­μοι ἔχουν μεί­νει ἐπίσης οἱ στί­χοι τοῦ Γε­ωρ­γίου Δρο­σίνη:

Τά γι­α­σε­μιά κοκ­κί­νι­σαν στόν χρόνο τῆς σφα­γῆς σου, πί­νον­τας αἷμα ἀντί νερό στήν ἁγι­α­σμένη γῆ σου.

Τά χε­λι­δό­νια πέ­ρα­σαν χω­ρίς νά στα­μα­τή­σουν,

μή ξέ­ρον­τας στό χα­λα­σμό ποῦ τίς φω­λιές νά χτί­σουν.

Ὁ Ἀν­δρέας Κάλ­βος ἀφι­ε­ρώ­νει τήν Ἕκτη τῶν Ὠδῶν του «Εἰς Χίον»:

Ὡς ὅτε ἀπὸ τὸ στόμα
κρέ­με­ται τῶν θνη­τῶν
αὐ­λὸς λε­λυ­πη­μέ­νος
καὶ ἡ φωνή του μὲ κό­πον
τρέ­μουσα ἐκ­βαί­νει·

Ὡς μέσα εἰς τὰ πο­λύ­δεν­δρα
δάση τὸ βράδυ εἰ­σπνέει
τὸ τε­θλιμ­μέ­νον φύ­σημα
Με­σημ­βρι­νὸν καὶ φαί­νε­ται
θρῆ­νος ἀν­θρώ­πων·

Εἰς τὸν ἠρη­μω­μέ­νον
αἰ­γι­α­λὸν τῆς νή­σου
οὕτω φέρ­νουν τὰ κύ­ματα
καὶ τὸ πα­ρά­πο­νόν τους
ἡ Ὠκε­α­νῖ­δαι.

Ὄχι φῶς καὶ χα­ράν,
ἀμὴ φλο­γώ­δεις ἄκαν­θας
βρέ­χει δι᾿ αὐ­τοὺς ὁ ἥλιος,
καὶ ἡ γῆ σχι­σμένη δί­δει
αἵ­μα­τος βρύ­σεις.

Ἐµ­πνευ­σθείς ἀπό τόν ἀπαγ­χο­νι­σμό τοῦ ἐθνο­μάρ­τυ­ρος Μη­τρο­πο­λί­του Χίου Πλά­τω­νος Φραγ­κι­άδη, μαζί μέ ἄλ­λους Κλη­ρι­κούς καί προ­κρί­τους στήν Πλα­τεία τοῦ Βου­να­κίου τῆς πό­λεως τῆς Χίου, ὁ ποι­η­τής Θε­ό­δω­ρος Ὀρ­φα­νί­δης γρά­φει:

Τῶν µαρ­τύ­ρων φο­ρεῖ τὸ στε­φάνι

ἡ χρη­στή τῶν προ­κρί­των ὁµάς

ὡς κη­δείας δ’ ὁ Χίου τι­µάς

ἐµ­παιγ­µοὺς Ἰου­δαίων λαµ­βά­νει.

Τό ἀπό­σπα­σμα πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στό «λυ­ρικο-επι­κόν ποί­ημα εἰς ἄσματα τέσ­σερα» μέ τίτλο Ἅγιος Μη­νᾶς (Ἐπει­σό­διον τῆς Ἑλ­λη­νι­κής Ἐπα­να­στά­σεως). Ἀνα­φέ­ρε­ται στήν ὁμώ­νυμη Μονή, ὅπου «ἐτε­λέ­σθη ἡ σκλη­ρο­τέρα τῶν σφα­γῶν», κατά τήν Κυ­ρι­ακή τοῦ Πά­σχα τοῦ 1822.

Λα­ο­γρα­φι­κῶς κα­τα­γρά­φον­ται ἐπί­σης δη­μώδη ἄσματα μέ θέμα τήν καταστροφή τῆς Χίου, ἀκόμη καί πα­λιά «κλέ­φτικα» ἀπό τήν Πε­λο­πόν­νησο ἤ ἄλ­λες πε­ρι­ο­χές τῆς Ἑλ­λά­δας, τά ὁποῖα πι­θα­νο­λο­γεῖ­ται ὅτι με­τέ­φε­ραν Χῖοι πρό­σφυ­γες τῆς μεγάλης σφαγῆς στήν Πε­λο­πόν­νησο, μετά τήν ἐπι­στροφή τους στό νησί.

Μέσα ἀπό αὐτά τά ἔργα τῆς τέ­χνης προ­κύ­πτει τό ἐρώ­τημα πῶς μπο­ροῦμε ἐμεῖς νά στα­θοῦμε στήν συ­νέ­χεια ὅσων ἔδω­σαν τήν μαρ­τυ­ρία τῆς θυ­σίας καί τῶν δι­καίων τῆς ἐλευ­θε­ρίας σέ ὁλό­κληρη τήν Οἰ­κου­μένη. Ἡ εὐ­θύνη μας εἶ­ναι εὐ­θύνη φρου­ρῶν, εὐ­θύνη μαρ­τύ­ρων ἑνός κό­σμου, ὁ ὁποῖος δο­κι­μά­ζε­ται καί ἀγω­νί­ζε­ται γιά τήν δι­άρ­κειά του στίς συν­τε­τα­γμέ­νες τῆς ἱστο­ρίας. Καί δι­α­χρο­νι­κῶς, ὡς Ἕλ­λη­νες, στη­ρί­ζουμε στούς ὤμους ἕνα σταυρό πίστεως, ὁμο­λο­γίας καί μαρ­τυ­ρίου, ὁ ὁποῖος ὅμως εἶναι καί σταυρός ἀνα­στά­σεως.

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο