Καβάλα: Η Βασιλική Β’, ένας αλειτούργητος ναός που αναστηλώθηκε στους Φιλίππους

Η Βασιλική Β’, ο επιβλητικός παλαιοχριστιανικός ναός που βρίσκεται εντός του αρχαιολογικού χώρου των Φιλίππων, ένα από τα πιο λαμπρά οικοδομήματα, τα ερείπια του οποίου δέσποζαν για αιώνες στη φημισμένη πόλη που ίδρυσε ο βασιλιάς Φίλιππος, έχει πλέον αναστηλωθεί και το τελικό αποτέλεσμα προκαλεί θαυμασμό.

 

Φορέας υλοποίησης του αναστηλωτικού έργου της Βασιλικής Β’ είναι η Διεύθυνση Αναστήλωσης του υπουργείου Πολιτισμού και εκτελέστηκε με επιτυχία, από την καβαλιώτικη τεχνική εταιρεία ME.CON. ΑΕ. Με τις επεμβάσεις που έγιναν στα ερείπια του μνημείου προστέθηκαν τμήματα του οικοδομήματος που είχαν γκρεμιστεί.

Με την ολοκλήρωση των έργων στη δυτική πλευρά του ναού, ο επισκέπτης μπορεί πλέον να δει πώς ήταν η είσοδος του ναού με τον νάρθηκα, ενώ σε μεγάλο βαθμό αντιλαμβάνεται το μέγεθος του οικοδομήματος, την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπειά του. Την ίδια στιγμή, οι παρεμβάσεις που έγιναν εξασφάλισαν τη στατικότατα του μνημείου από μελλοντικές καταστροφές καθώς τμήματα του διασωθέντος οικοδομήματος παρουσίαζαν προβλήματα φθοράς.

 

Για τις ανάγκες, μάλιστα, αυτής της ιδιότυπης αναστήλωσης χρησιμοποιήθηκαν υλικά που συνάδουν απόλυτα με το μνημείο ώστε να μην υπάρχει αλλοίωση της συνολικής εικόνας του. Στο πλαίσιο αυτό χρησιμοποιήθηκαν μαρμάρινοι λίθοι από παλιά λατομεία των Φιλίππων.

Τεχνικά λάθη οδήγησαν στην κατάρρευση

Η Βασιλική Β’ πιθανολογείται ότι κτίσθηκε το 550 μ.Χ. αλλά καταστράφηκε προτού ολοκληρωθούν οι εξωραϊστικές εργασίες του εσωτερικού χώρου, όταν κατέρρευσε ο κεντρικός τρούλος. Ο εντυπωσιακός αυτός ναός τελικά δεν λειτούργησε ποτέ. Η μέχρι σήμερα μελέτη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανόν το οικοδόμημα να θεμελιώθηκε επάνω σε παλαιότερη και μικρότερη βασιλική και αυτό δημιούργησε μια σειρά από κατασκευαστικά λάθη.

Σύμφωνα με τους μελετητές, ο ναός είχε μια λαμπρή διακόσμηση, καθώς τα κιονόκρανα, τα επίκρανα και τα επιθήματα, που αποτελούν έξοχα δείγματα διακοσμητικής τέχνης, συμπεριλαμβάνονται στα πιο σημαντικά και τέλεια παραδείγματα πρώιμης βυζαντινής γλυπτικής και είναι άμεσα συγκρίσιμα με αντίστοιχα μέλη στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης.

Ο σημερινός επισκέπτης της αρχαίας πόλης, γνωρίζοντας την ιστορία της κατασκευής του, μπορεί να αντιληφθεί την απογοήτευση και την πίκρα που ένιωσαν όλοι οι συντελεστές του -κτήτορες, αρχιτέκτονας, τεχνίτες, εργάτες. Η αποτυχία κατασκευής ενός μεγάλου και μεγαλοπρεπούς ναού στην πόλη που επισκέφθηκε, δίδαξε και φυλακίστηκε ο Απόστολος Παύλος, εδώ όπου βαπτίστηκε η πρώτη Ευρωπαία και Ελληνίδα και χριστιανή, η ισαπόστολος Αγία Λυδία η Φιλιππησία, είναι σίγουρο πως γέμισε με θλίψη τους κατοίκους.

Τα αναστηλωτικά έργα εξασφαλίζουν προστασία και ασφάλεια

Ο αρχαιολόγος Στάθης Ηλιάδης, που επέβλεψε τις εκτελούμενες εργασίες, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τονίζει πως «το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών έχουν ολοκληρωθεί και το επόμενο διάστημα θα απομακρυνθούν και οι σκαλωσιές. Το έργο αναμένεται να παραδοθεί στη Διεύθυνση Αναστήλωσης του ΥΠΠΟ μέχρι τα τέλη του μήνα. Θεωρώ πως τα αναστηλωτικά έργα ανέδειξαν όλη τη μεγαλοπρέπεια του παλαιοχριστιανικού ναού και ταυτόχρονα τού εξασφαλίσουν προστασία και ασφάλεια για τα επόμενα χρόνια».

Πριν από έναν και πλέον αιώνα, το 1921, η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή εκτέλεσε ένα εκτενές πρόγραμμα ανασκαφών επιχειρώντας να αναστηλώσει του πεσσούς (κολώνες) και με μεγάλο κόπο να αναδείξει μέρος της μεγαλοπρέπειας του ναού. Οι Γάλλοι μελετητές από νωρίς αντιλήφθηκαν ότι παρά την κατασκευαστική αστοχία που οδήγησε στην ακύρωση των σχεδίων του αρχιτέκτονα, η Βασιλική Β’ είναι ένα σπάνιο οικοδόμημα της παλαιοχριστιανικής εποχής.

Η τέλεση της πρώτης Θείας Λειτουργίας

 

 

Μετά την κατάρρευση του τρούλου και τους σεισμούς οι κάτοικοι των Φιλίππων για να τιμήσουν τον άγιο στον οποίο θα αφιερώνονταν ο ναός έκτισαν ένα μικρό ναΐσκο στην μεγάλη είσοδο του κεντρικού κλίτους χρησιμοποιώντας θωράκια, κίονες και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, μέρος της κατασκευής σώζεται μέχρι σήμερα. Ουσιαστικά η πρώτη καταγεγραμμένη τέλεση ιερής λειτουργίας, στα σύγχρονα χρόνια τελέστηκε την Κυριακή των Μυροφόρων 22 Απριλίου 1934 χοροστατούντος του μητροπολίτη Φιλίππων Νεαπόλεως και Θάσου Χρυσοστόμου και υπάρχουν σχετικές φωτογραφίες δημοσιευμένες στο βιβλίο ΦΙΛΙΠΠΟΙ 1914 – 2014 ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ.

 

Μερικές δεκαετίες αργότερα με πρωτοβουλία του αρχαιολόγου Χαράλαμπου Μπακιρτζή, αναστηλώθηκαν, οι τρείς κίονες με τα μαρμάρινα τόξα από την βορειοανατολική πλευρά του κεντρικού κλίτους. Στην παρούσα χρονική στιγμή ολοκληρώθηκε μια μεγάλη και ιδιαίτερα σοβαρή επέμβαση, η οποία θα δώσει χρόνια ζωής στο ταλαιπωρημένο μνημείο, η οποία εκτελέστηκε με μεγάλη επιτυχία, από την καβαλιώτικη εταιρία ME.CON. Α.Ε.! Με τις  επεμβάσεις αυτές έχουν προστεθεί τμήματα του οικοδομήματος που έχουν γκρεμιστεί, οπότε ο επισκέπτης μπορεί πλέον να αντιλαμβάνεται καλύτερα το μεγαλείο του μνημείου και αφετέρου θα προλάβει μελλοντικές – επικείμενες – καταστροφές καθώς τμήματα του διασωθέντος οικοδομήματος παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα φθοράς αλλά και στατικότητας, για τα οποία αν δεν υπάρξει συντήρηση τις επόμενες δεκαετίες θα καταρρεύσουν. Η κατάσταση του μνημείου βρίσκεται σε ένα οριακό σημείο, όσον αφορά την στατική του κατάσταση και χρήζει μεγάλης προσοχής. Το αποτέλεσμα μπορεί να έχει δεχθεί κριτικές από ορισμένους αρχαιολογικούς κύκλους, ωστόσο έχει την έγκριση του ΚΑΣ και σε κάθε περίπτωση προσθέτει αρκετά στην τουριστική εικόνα των αρχαίων Φιλίππων.

 

Ο αρχαιολόγος Στάθης Ηλιάδης που επέβλεψε τις εκτελούμενες εργασίες, μιλώντας στο «Χ» περιέγραψε τις επεμβάσεις που έγιναν και έδωσαν τη νέα μορφή στο μνημείο, τονίζοντας ότι «Έχει γίνει επέμβαση στο κεντρικό θυραίο τοίχο, με την αποκατάστασης της τρίτης ζώνης πλίνθων του κεντρικού τόξου και συμπλήρωση της ανοδομής μέχρι το ύψος του κοσμίτη με λιθοδομή, έχει γίνει επίσης αποκατάσταση του νότιου τοιχοπεσσού, δηλαδή της νότιας εισόδου στο νότιο κλίτος και αντίστοιχα και του βόρειου, με την λιθοδομή και την τοποθέτηση λίθων από μάρμαρο Παγγαίου, όπως επίσης το επάνω και κάτω το τριζωνικό τόξο και αντίστοιχα στο βόρειο κομμάτι. Επιπλέον, έγινε συμπλήρωση και αποκατάσταση του νάρθηκα και του βόρειου προβόλου του νάρθηκα με συμπλήρωσης της πλίνθινης καμάρας, καθώς  και αυτό ήταν σε επικίνδυνη κατάσταση. Ακόμη ο κεντρικός τοιχοπεσσός είχε σοβαρά προβλήματα στατικότητας και συμπληρώθηκε με μάρμαρο Φιλίππων – από το παλιό λατομείο και με πλίνθους. Οι υπόλοιπες επεμβάσεις αφορούσαν τα πλευρικά τοιχία στο βόρειο και το νότιο βαπτιστήριο». Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι είναι ξεχωριστό το γεγονός ότι στον σχεδιασμό υπήρχαν δυο μεγάλα βαπτιστήρια με ροή και απορροή του νερού μέσα από δίκτυο και αυτό είναι δηλωτικό της πρόθεσης να τελούνται συχνά ομαδικές βαπτίσεις νέων χριστιανών.

 

Με την ολοκλήρωση των έργων στην δυτική πλευρά του ναού, μπορεί ο επισκέπτης να δει το πώς ήταν η είσοδος του ναού με τον νάρθηκα και σε μεγάλο βαθμό αντιλαμβάνεται το μέγεθος του οικοδομήματος, την ομορφιά του και την μεγαλοπρέπεια του. Επίσης με τα έργα που έχουν γίνει μπορεί να δημιουργηθεί και ένα νέο σημείο εισόδου, έτσι όπως ήταν και στα χρόνια της κατασκευής του ναού.

 

Η Βασιλική Β’ είναι από τα πιο επιβλητικά κτήρια των Φιλίππων και ίσως αξίζει το Υπουργείο Πολιτισμού που σχεδίασε και χρηματοδότησε το έργο της αναστήλωσης να προχωρήσει στην ανάδειξη και την προστασία και της ανατολικής πλευράς, ώστε ο επισκέπτης να έχει μια όσο το δυνατόν πιο πλήρη εικόνα του ναού.

 

 

Η μελέτη του μνημείου

 

Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα εξαιρετικό βιβλίο που περιέχει τα βασικά στοιχεία της μελέτης στην οποία στηρίχθηκαν οι αναστηλωτικές εργασίες και το οποίο υπογράφουν οι τρείς μελετητές, με αξιοσημείωτες περγαμηνές στο βιογραφικό τους. Βασιλική Β’ των Φιλίππων. Ο τίτλος είναι «Πρόσφατες έρευνες των ερειπίων της και κριτική προσέγγιση της μέχρι τώρα βιβλιογραφίας» και υπογράφουν οι ΜΠΙΡΤΑΧΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, ΣΑΛΕΜΗ ΝΙΚΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΙΑ.

 

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρει ότι «Η Βασιλική Β’ στον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων χρονολογείται στα μέσα, περίπου, του 6ου αιώνα μ.Χ. και αποτελεί ένα αίνιγμα στο κεφάλαιο της ιστορίας της αρχιτεκτονικής του ελλαδικού χώρου στην Ιουστινιάνεια περίοδο. Πρόκειται για μια αρχιτεκτονική και δομοστατική σύνθεση, βασισμένη στην εμπειρία και τις γνώσεις που προέκυψαν από τα μεγάλα έργα ναοδομίας της συγκεκριμένης περιόδου στην Κωνσταντινούπολη. Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να διευκρινίσει βασικά ζητήματα των διισταμένων απόψεων, που βαραίνουν τη μέχρι τώρα σχετική βιβλιογραφία, και να βελτιώσει τη γνώση μας σε μία σειρά αδιευκρίνιστων στοιχείων. Στο πλαίσιο αυτό, τεκμηριώνεται το γεγονός ότι η Βασιλική Β’ δεν ολοκληρώθηκε ποτέ ως κτίσμα και δεν λειτούργησε ως ναός, συγκλίνοντας με την άποψη του ανασκαφέα Paul Lemerle, και παρουσιάζονται οι κυριότεροι λόγοι που οδήγησαν σε αυτό το συμπέρασμα, ενώ, ταυτόχρονα, επιχειρείται προσδιορισμός των προθέσεων του Αρχιτέκτονα ως προς τον γενικό και ειδικό σχεδιασμό της Βασιλικής. Τέλος, αποσαφηνίζεται το χρονικό των κατασκευαστικών φάσεών της και επιχειρείται ο προσδιορισμός της ταυτότητας του Αρχιτέκτονα που ανέλαβε τον σχεδιασμό και την κατασκευή της».

 

Το συγκεκριμένο βιβλίο αν και έχει αρκετό υλικό μόνο για ειδικούς, εντούτοις μπορεί να διαβαστεί άνετα από κάθε έναν που ενδιαφέρεται για αυτή την τόσο σημαντική πόλη της αρχαιότητας και των πρωτοχριστιανικών χρόνων, πολλώ δεν όταν στους Φιλίππους υπάρχουν πάρα πολλά αινίγματα που δεν έχουν απαντηθεί μέχρι σήμερα, καθώς είναι περιορισμένες, τόσο οι μελέτες όσο τα βιβλία τα σχετικά με αυτόν τον σπουδαίο και ιστορικό οικισμό που με την σχετικά σύντομη παρουσία τους στην ιστορία, άφησε ένα πολύ βαθύ αποτύπωμα. Αν τολμούσα να διατυπώσω ένα συμπέρασμα για τους Φιλίππους, αυτό θα ήταν ότι ακόμη είμαστε στην διατύπωση ενός πρόλογου για το ιστορικό και θεολογικό βάρος αυτής της πόλης όπως προκύπτει και από την παραπάνω μελέτη και το αρχιτεκτονικό αποτύπωμα που έχει αφήσει. Ουσιαστικά δεν υπάρχουν τόσες πολλές πηγές  για τους Φιλίππους γι’ αυτό και υπάρχουν τεράστια κενά στην ιστορία της πόλης, ωστόσο τα αρχιτεκτονικά μέλη, «μιλάνε» και συμπληρώνουν τμήμα αυτού του ιστορικού κενού!

 

 

 

 

ΠΗΓΗ xronometro.com

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....