Κυριακή 13 Ἰουλίου 2025 – Τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

«ΧΡΙΣΤΟΣ: ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»

 

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Πρίν ἀπό λίγο καιρό, τήν Ζ΄ Κυριακή από τοῦ Πάσχα ἑορτάσαμε τήν ἀνάμνηση τῆς Α΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τή συμπλήρωση 1700 ἐτῶν ἀπό τήν σύγκλησή της τό 325 μ.Χ. Θυμηθήκαμε, ὅτι συγκλήθηκε κυρίως γά νά ἀντιμετωπίσει τήν βλάσφημη αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος δέν πίστευε, ὅτι ο Χριστός εἶναι Θεός κι ἔλεγε, ὅπως σήμερα οἱ αἱρετικοί Χιλιαστές-Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ διδάσκουν, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ὅπως ὅλοι μας. Γιά νά συστηματοποιήσει μάλιστα τήν Ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία, ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνέταξε καί τά πρῶτα ἑπτά ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀπό τό : «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν…»ἕως καί τό «οὗ τῆς Βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος», ὅπου μέ ξεκάθαρες ἐκφράσεις ὁμολογεῖται, ὅτι ὁ Χριστός, εἶναι τό δεύτερο θεῖο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «Θεός ἀληθινός, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», ὁ Ὁποῖος ἐν χρόνῳ ἔγινε καί ἄνθρωπος γιά τη σωτηρία μας.

Μετά ἀπό λίγα χρόνια, τό 381 μ.Χ. ἀκολούθησε ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία συγκλήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί ὑπό τήν Προεδρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ἀντιμετώπισε καταλυτικά τούς Πνευματομάχους, ἐκείνους δηλαδή, πού ἔλεγαν πώς τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν εἶναι Πρόσωπο, ἀλλά ἡ δύναμη κι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί συμπλήρωσε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως μέ τά ὑπόλοιπα πέντε ἄρθρα, ἀπό τό: «Καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον…» ἕως καί τό  «…καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν», μέσα ἀπό τά ὁποῖα καταδεικνύεται ὅτι Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τό τρίτο θεῖο Πρόσωπο  τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό Ὁποῖο συγκροτεῖ τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας καί συνεπῶς τήν πνευματική ζωή ἑνός ἑκάστου τῶν πιστῶν Χριστιανῶν.

Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δέν ἡρέμησε ποτέ ἀπό τίς αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες μέχρι σήμερα Τήν  ταλαιπωροῦν, παρασιτώντας στό θεανθρώπινο Σῶμα Της. Ἔτσι λίγο μετά καί τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ Ἐκκλησία βρέθηκε ἀντιμέτωπη μέ μία ἀκόμη μεγάλη αἱρετική δοξασία, γεννημένη κι αὐτή ἀπό τόν ἀρειανισμό, πού θεωροῦσε, ὅτι ἡ Παναγία μας δέν γέννησε Θεάνθρωπο, ἀλλά ἕνα ἁπλό ἄνθρωπο, γι’ αὐτό καί ὀνόμαζαν τήν Παναγία, ὄχι Θεοτόκο, ἀλλά Χριστοτόκο. Συνεπῶς συγκλήθηκε ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Ἔφεσο τό 431 μ.Χ. καί μέ βάση τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Πατριάχου Ἀλεξανδρείας  διακήρυξε τήν ὀρθόδοξη διδασκλαλία μέ τήν ἔκφραση: «Ὁμολογοῦμεν τήν ἁγίαν Παρθένον, Θεοτόκον». Ἡ διατύπωση ὅτι ἡ Παναγία εἶναι Παρθένος καί Θεοτόκος εἶναι ἡ συνέπεια τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης πάνω στό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖον ὑπερφυσικόν θαυμαστόν γεγονός συνέβη μέσα στήν πάναγνη μήτρα τῆς Παναγίας. Ἔκτοτε ἀναδείχθηκε ἡ τιμή στό Πρόσωπο τῆς Θεομήτορος, ἄρχισαν νά ἱστοροῦνται οἱ ἱερές Εἰκόνες Της, νά κτίζονται Ναοί πρός τιμήν Της καί νά στοιχειοθετοῦνται καί οἱ Θεομητοικές Ἑορτές. Ἄς ἐπισημάνουμε ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ, ὅτι πρῶτος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὀνόμασε τήν Παναγία μας Θεοτόκο καί μάλιστα ἔλεγε, ὅτι ὅποιος δέν ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, τότε ἀρνεῖται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός.

Ὅμως τό ἄσβεστο μίσος τοῦ διαβόλου γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ συνέχισε νά ἀναπαράγει αἱρέσεις, ὥστε καί πάλι ἡ Ἐκκλησία κλήθηκε νά ἀντιμετωπίσει τήν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, πού θεωροῦσε πώς ὁ Χριστός ἔχει μόνο μία φύση, τήν θεϊκή. Ἔτσι ὅμως, ἄν δεχθοῦμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι μόνο Θεός καί ὄχι Θεός καί Ἄνθρωπος, ἀποκλείουμε τη σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση γιά νά τήν θεραπεύσει ἀπό τήν ἁμαρτία καί για νά τήν θεώσει μέσα ἀπό τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης στήν μία ὑπόστασή Του

Τότε ἡ Ἐκκλησία συνεκάλεσε τήν Δ΄ κατά σειράν Οἰκουμενική Σύνοδο στή Χαλκηδόνα τό 451 μ.Χ., τῆς ὁποίας τήν ἀνάμνηση σήμερα ἐπιτελοῦμε καί στήν ὁποία συμμετεῖχαν 630 θεοφόροι Πατέρες ἀπό ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς τότε Ὀρθόδοξης Οἰκουμένης, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ἐπικύρωσαν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού προῆλθε ἀπό τήν Α΄ καί Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο προχώρησαν στήν ὁριστική διατύπωση τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος. Προεκτείνοντας τρόπον τινά τη θεολογία τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία εἶχε ἀποφανθεῖ, ὅτι ὀνομάζουμε τήν Παναγία ὡς Θεοτόκο καί Ἀειπάρθενο, καταδίκασαν τόν Μονοφυσιτισμό καί παράλληλα διασαφήνισαν, πώς ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος.

Ὡς Θεός, κατά τήν θεϊκή Του φύση δηλαδή, γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα καί εἶναι μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πρό πάντων τῶν αἰώνων καί μετά ἀπό αὐτούς.

Ὡς ἄνθρωπος, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση δηλαδή,  γεννᾶται ἐν χρόνῳ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἔκτοτε ὡς Θεάνθρωπος σώζει τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης ἔγινε πάνω στή μία ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, μιά γιά πάντα «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως», ὅπως ἐπισημαίνεται στόν Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου.

Ὅταν βέβαια συντάχθηκε ὁ Τόμος μέ τήν Ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία, ὅπως πάντοτε πίστευε καί κήρυττε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ αἱρετικοί Μονοφυσῖτες, παρά τήν καταδίκη τους, συνέταξαν κι ἐκεῖνοι ἕνα Τόμο, πού περιεῖχε τίς αἱρετικές τους δοξασίες. Ἐνώπιον λοιπόν αὐτοῦ τοῦ ἀδιεξόδου, ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος τό ἀληθινό Φῶς τοῦ κόσμου, ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς τό ἐπεσήμανε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἐφώτισε τούς Πατέρες νά ἀνοίξουν τήν λάρνακα, μέσα στήν ὁποία εὑρισκόταν τό ἱερό λείψανο τῆς Ἁγίας ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας καί νά τοποθετήσουν τούς δύο τόμους, τόν ὀρθόδοξο καί τόν αἱρετικό, ἐπί τοῦ στήθους τῆς Ἁγίας, ἀναμένοντας τήν ἀπάντηση ἐκ Θεοῦ. Καί ὤ! τοῦ θαύματος, ὅταν μετά ἀπό ἑπτά ἡμέρες νηστείας και προσευχῆς, μέ καθημερινή θεία Λειτουργία, ἄνοιξαν την ὀγδόη ἡμέρα τήν λάρνακα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου μέ συγκίνηση εἶδαν, πώς ἡ Ἁγία κρατοῦσε στά χέρια της τόν Τόμο τῶν Ὀρθοδόξων καί μέ τά πόδια της καταπατοῦσε τό αἱρετικό κείμενο τῶν Μονοφυσιτῶν.

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν εἶναι μιά ἀκόμη θρησκεία, ἀνάμεσα στίς πολλές. Οὔτε σύγκριση δέν μπορεῖ νά γίνει μέ τίς θρησκεῖες. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας εἶναι «ὁ στῦλος καί τό ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας» (Α΄Τιμ. γ 15). Τήν ἀλήθεια αὐτή τήν ἀπεκάλυψε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός καί μᾶς διαβεβαίωσε λέγοντας: «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω. ιδ΄ 6). Εἶναι σάν νά μᾶς λέει: Ἐγώ εἶμαι ὁ δρόμος, ἐγώ εἶμαι ὁ τρόπος νά περπατάτε στόν δρόμο, ἐγώ εἶμαι ἡ ἐμπειρία, πού λαμβάνετε περπατώντας στό δρόμο μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς Μου.

Ἄς ἀξιοποιήσουμε τήν εὐκαιρία κι ἐμεῖς ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, νά βιώνουμε τήν θεοειδῆ ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ἀλήθειας καί ζωῆς. Νά λαμβάνουμε καί νά διατηροῦμε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Νά ζοῦμε στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό τό φῶς νά μεταλαμπαδεύουμε μέ τή ζωή καί τό ἔργο μας καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτό εἶναι μία ἱερή ἀποστολή τήν ὁποία ὅλοι ἔχουμε, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν βασική προϋπόθεση νά πιστεύουμε σωστά καί μέ τά λόγια μας ἀλλά κυρίως μέ τη ζωή καί τά ἔργα μας νά ὁμολογοῦμε τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη καί τη ζωή. Ἀμήν.

 

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....