Λευκωσία: Tα νερά, οι βρύσες και οι πηγές της

Στους Κύπριους χρονογράφους αλλά και στις φραγκικές και βενετικές πηγές απαντούν ειδήσεις για τα νερά της πρωτεύουσάς μας Λευκωσίας. Ενδιαφέροντα σχετικά στοιχεία για τα νερά της πόλης αναφέρει ο ιστορικός Στέφανος Lusignan, που έλκει την καταγωγή του από τον φραγκικό βασιλικό οίκο της δυναστείας των Lusignan, οι οποίοι κυριάρχησαν στην Κύπρο σχεδόν τρεις αιώνες. Παράλληλα, βενετικές πηγές μας έδωσαν στοιχεία για δύο υδροδοτήσεις από την πηγή η οποία ήταν γνωστή τότε ως Νερό του Φρουρίου ή της Οχύρωσης (Acqua della citadella), τις οποίες είχαν πραγματοποιήσει οι Βενετοί κατά τα έτη της εδώ κυριαρχίας τους.

Πρέπει να επισημανθεί ότι το υδραγωγείο, του οποίου τα κατάλοιπα σώζονται μπροστά από τον προμαχώνα Ποδοκάθαρο έως τον προμαχώνα Καράφα, δηλαδή την Πύλη Αμμοχώστου, εσφαλμένα έως σήμερα αναφέρεται ως οθωμανικό έργο, γιατί με βάση αρχειακό υλικό καταδεικνύεται ότι πρόκειται για υδραγωγείο των ετών της βενετικής κυριαρχίας και η υδροδότηση της πόλης είχε γίνει μερικά μόνο χρόνια πριν περάσει η Κύπρος στην εξουσία των Οθωμανών. Ίσως αργότερα οι Οθωμανοί να επισκεύασαν και να επέκτειναν το εν λόγω υδραγωγείο, ωστόσο το γεγονός αυτό και μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί έργο το οποίο επιτελέστηκε επί Οθωμανοκρατίας.

Ο Στέφανος Lusignan, αναφερόμενος στα νερά της Λευκωσίας, μας πληροφορεί ότι η πρωτεύουσα διέθετε δύο βρύσες. Τη μία τη σημειώνει ως Πηάδια (Piadia), δηλαδή πηγάδια και την άλλη Γλυκύ Νερό (Acqua Dolce). Η βρύση του Γλυκού Νερού πρέπει να ταυτιστεί με το Νερό της Οχύρωσης, αφού ο ίδιος  για το συγκεκριμένο αυτό νερό λέει ότι διακλαδώνεται σε όλη τη Λευκωσία και την υδροδοτεί  με πολλές βρύσες. Επίσης, από το ίδιο νερό υδροδοτούνται πολλά μέγαρα, το βασιλικό ανάκτορο, η  πλατεία και άλλα μέρη της πόλης. Το νερό αυτό χαρακτηρίζεται από τον Στέφανο Lusignan ως ελαφρύ και θεραπευτικό  για τους ασθενείς. Στις  ξένες πηγές, φραγκικές ή ενετικές,  το νερό αυτό απαντά με το όνομα  Αcqua della citadella, γιατί περνούσε δίπλα από το παλαιό και συγκεκριμένα το δεύτερο και οχυρωμένο με ακρόπολη ανάκτορο των Lusignan, που ήταν κάποτε οικοδομημένο περίπου στην ίδια περιοχή, εκεί όπου αργότερα, το 1567, οικοδομήθηκε η Πύλη του Αγίου Δομινίκου, γνωστή ευρέως σήμερα ως Πύλη Πάφου.

Το Νερό της Οχύρωσης περνούσε και από τη μονή του Αγίου Δομινίκου, που πριν κατεδαφιστεί το 1567,  εξαιτίας των νέων οχυρωματικών έργων,  βρισκόταν  στην ίδια περιοχή. Ήταν η βασιλική μονή, όπως αναφέρεται από τον Στέφανο Lusignan, γιατί σ’ αυτή  κατέφευγαν οι βασιλείς που ήταν δίπλα στο ανάκτορο για ν’ απομονωθούν, να προσευχηθούν και να ηρεμήσουν και, επίσης, στην ίδια μονή υπήρχε το βασιλικό κοιμητήριο. Η μονή αυτή διέθετε δύο περιβόλια και δύο  ωραιότατες  εκκλησίες.

Τέλος, οφείλω να σημειώσω ότι το ίδιο νερό εξυπηρετούσε και το Βασιλικό  Βαφείο (tenzaria) και μετέπειτα του Δημοσίου, το οποίο γειτνίαζε επίσης με την πηγή του νερού. Όπως συγκεκριμένα αναφέρεται σε πηγή της Φραγκοκρατίας, το Νερό της Οχύρωσης έρεε μεταξύ του Πύργου της Αγίας Παρασκευής, δηλαδή προς την Πύλη Πάφου,  και του παρακείμενου Βασιλικού Βαφείου με υπόγειους αγωγούς.

Το νερό και η λατινική μονή της Παναγίας  Ελεούσας 

Από τη βρύση του ίδιου νερού  που υδροδοτήθηκε δύο φορές η Λευκωσία, κατά τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας το 1533 και το 1563, σχετίζεται άμεσα και μία σπουδαία λατινική μονή της μεσαιωνικής πόλης, που εξέλιπε ήδη από το 1567. Πρόκειται για τη μονή της Παναγίας της Ελεούσας (Miseicordia),  που ήταν οικοδομημένη  στον χώρο  όπου οικοδομήθηκε το 1567 ο προμαχώνας Davila και δημιουργήθηκε η τάφρος του. Η περίφημη αυτή μονή  ιδρύθηκε από τον Φράγκο βασιλιά Πέτρο Α’ Lusignan τον 14ο αιώνα και έφερε αυτό το όνομα από μία σπουδαία εικόνα της Ελεούσας που υπήρχε στον ναό.  Ο χρονογράφος μας Λεόντιος Μαχαιράς  την αποκαλεί  Παναγία Μιζερικορδία. Η  μονή αυτή κατείχε ένα μέρος των υδάτων από την πηγή της οχύρωσης και γι’ αυτό είχαν προκληθεί διαμάχες και δικαστικοί αγώνες μεταξύ της βενετικής διοίκησης και του ηγουμένου της μονής.  Επίσης, πολλοί ιερωμένοι και αξιωματούχοι διεκδικούσαν τη θέση του ηγουμένου της Παναγίας της  Ελεούσας, για να επωφελούνται από το  εισόδημα του νερού αυτού, που  ανερχόταν, σύμφωνα με τις πηγές του 16ου αιώνα, σε 230  ή και  250 δουκάτα ετησίως.  Αναφέρω εδώ ότι τα εισοδήματα της μονής απολάμβανε τότε ο γιος του πάλαι ποτέ Συμβούλου στη βενετική διοίκηση της Κύπρου Alvise da Ponte Φραγκίσκος, που δεν ήταν ιερωμένος  και κατοικούσε μόνιμα στη Βενετία.

Ο ποταμός Πεδιαίος, μάλλον χείμαρρος, κάποτε είχε περισσότερο  νερό, διέσχιζε  τη Λευκωσία  και είχε πολλά γεφύρια πριν από  την εκτροπή του το 1567. Πολλές  φορές  μάλιστα  και ιδιαίτερα  κατά το παρελθόν  υπερχείλιζε  λόγω των υψηλών βροχοπτώσεων και προκαλούσε καταστροφές στην πρωτεύουσα.  Υπάρχουν μάλιστα πληροφορίες  ότι ο Πεδιαίος καθώς και γενικά η Λευκωσία  διαθέτουν ακόμα και σήμερα  πλούσιες υπόγειες πηγές νερού, τις οποίες όμως  δεν γνωρίζουμε. Κατά τη Φραγκοκρατία  και  τη Βενετοκρατία, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, γιατί  δεν υπάρχουν σχετικές ειδήσεις για την προφραγκική περίοδο, η πρωτεύουσα είχε δύο σημαντικές πηγές νερού. Η μία πηγή  πρέπει να ταυτιστεί, όπως ήδη αναφέρθηκε,  με το Νερό της Οχύρωσης.

Διερωτώμαι τι να συμβαίνει σήμερα κάτω από την τάφρο  Davila. Εξακολουθούν άραγε να ρέουν  υπογείως  ρεύματα υδάτων αέναων  που δεν εξέλιπαν; Ίσως. Ένα είναι βέβαιο, ότι σύμφωνα πάντα με το διαθέσιμο αρχειακό υλικό  τόσο η περιοχή που εκτείνεται   μπροστά από τον προμαχώνα Ποδοκάθαρο όσο και αυτή μπροστά από τον προμαχώνα Davila ήταν πλούσιες σε νερά και σε περιβόλια.  Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ιούλιος  Savorgnano τoν  Οκτώβριο του 1568  σε επιστολή του προς τον Προνοητή επί των Οχυρώσεων,  μπροστά από τον προμαχώνα  Ποδοκάθαρο υπήρχαν πολλά  μαγγανοπήγαδα, δηλαδή  αλακάτια, και πηγάδια  μ’ ελάχιστο βάθος και πλουσιότατα νερά, ενώ στα νοτιοδυτικά  της πόλης έρεαν τα πλούσια νερά μιας μεγάλης βρύσης. Μερικά μάλιστα βενετικά έγγραφα αποδεικνύουν ότι το νερό, το οποίο ανήκε στη μονή της Παναγίας της Ελεούσας  και προερχόταν από την ίδια βρύση, στην οποία ήδη αναφέρθηκα,  τροφοδοτούσε όχι μόνον τα περιβόλια της  και το  Δημόσιο Βαφείο  της πρωτεύουσας αλλά και αυτό το ίδιο το ανάκτορο.

Oι προνομιούχοι

Χάρη στις βενετικές πηγές γνωρίζουμε και ποιοι άρχοντες της Λευκωσίας, μεταξύ αυτών  φεουδάρχες και ευγενείς,  είχαν τη δυνατότητα να υδροδοτήσουν τα μέγαρά τους. Επίσης, μας γνωστοποιούνται στοιχεία για την υδροδότηση κάποιων μονών της πρωτεύουσας. Αναφέρω ενδεικτικά ότι υδροδότησαν τις κατοικίες τους ο Μάρκος Ζαχαρίας, επόπτης του Δημοσίου Ταμείου και επιθεωρητής των Αλυκών του βασιλείου της Κύπρου, ο Ούγος Φλάτρο, γνωστός φεουδάρχης και κτήτορας του ομώνυμου  προμαχώνα και ο Ιωάννης Σωζόμενος, φεουδάρχης και συντάκτης μιας περιγραφής της άλωσης της Λευκωσίας  το 1570. Επίσης, τότε είχε υδροδοτηθεί και η γυναικεία  ορθόδοξη μονή  της Παναγίας της Παλλουριώτισσας, στη Λευκωσία, της  οποίας η αρχική θέση πριν την κατεδάφισή της το 1567 ήταν εκεί που οικοδομήθηκε ο προμαχώνας  Costanzo.

Η υδροδότηση των μεγάρων φεουδαρχών και ευγενών

Τα σχετικά στοιχεία για την υδροδότηση  της Λευκωσίας από το Νερό  της Οχύρωσης, στο οποίο είχε μερικώς δικαιοδοσία και η λατινική μονή της Παναγίας της Ελεούσας, αποκαλύπτονται  από μία επιστολή του Βενετού τοποτηρητή Κύπρου  Πέτρου Navagierο   με ημερομηνία 27 Νοεμβρίου 1563. Παρεμπιπτόντως, σημειώνω ότι ο ίδιος ο Πέτρος  Navagiero, όταν υπηρετούσε ως καπιτάνος Αμμοχώστου κατά τα έτη 1557-1559, φρόντισε να υδροδοτηθεί η  πόλη από ένα πηγάδι, το οποίο βρισκόταν έξω από τα τείχη και ονομαζόταν  πηγάδι ή βρύση του Αγίου Γεωργίου.

Όπως έγραφε ο τοποτηρητής, προς τα τέλη  Νοεμβρίου του 1563 είχαν αρχίσει οι εργασίες για τη μεταφορά νερού με υπόγειους αγωγούς έως τη βασιλική κατοικία, η οποία τότε χρησιμοποιείτο από τους Βενετούς ως κατοικία του Βενετού τοποτηρητή Κύπρου, στον χώρο των σημερινών  δικαστηρίων στην κατεχόμενη Λευκωσία. Οι δαπάνες  των εργασιών θα καλύπτονταν  από χρήματα  που καταβάλλονταν ως πρόστιμα  από καταδίκες. Το έργο αυτό, σύμφωνα με τα γραφόμενά του,  επιβαλλόταν  να γίνει  γιατί κατά τους θερινούς μήνες οι κάτοικοι της Λευκωσίας  υπέφεραν πάρα πολύ  λόγω έλλειψης καλής ποιότητας νερού.

Οι εκπρόσωποι της μονής της Παναγίας  της  Ελεούσας, όπως ανέφερε ο τοποτηρητής,  επειδή  σύμφωνα με το  ισχύον  βασιλικό δίκαιο η μονή  είχε δικαιοδοσία επί ενός μέρους των υδάτων αυτών, αποφάσισαν  και με σχετικό  έγγραφο έφεραν ένσταση στο υπό εκπόνηση έργο.  Υποστήριζαν, μεταξύ άλλων,  ότι με την υδροδότηση της πόλης   θα ελαττώνονταν  τα νερά της μονής.  Επίσης αξίωναν καταβολή του φόρου της δεκάτης  για υδροδότηση οικιών. Το γεγονός αυτό προκάλεσε έκπληξη στα μέλη της  βενετικής  διοίκησης, τα οποία γνώριζαν  ότι αυτοί οι  ίδιοι αποτελούσαν τους εκπροσώπους της δημόσιας   περιουσίας (Reale) και  ως αρμόδια αρχή  είχαν την απόλυτη εξουσία  να ενεργήσουν   για καθολική χρήση  του νερού και για την άνεση των κατοίκων, όπως  έπρατταν οι προκάτοχοί τους. Επιπρόσθετα, ο τοποτηρητής σημείωνε στην επιστολή του ότι πριν από τριάντα χρόνια είχε  μεταφερθεί από την ίδια πηγή νερό και είχε γίνει μία βρύση στην Άνω Πλατεία (Piazza Superiore), η οποία  υφίστατο έως τότε για χρήση του κοινού. Η μονή, όπως έγραφε, ουδέποτε είχε καταβάλει δαπάνες για  το έργο της υδροδότησης. Αντίθετα, οι δαπάνες είχαν καταβληθεί από το Δημόσιο Ταμείο (Real Camera) της βενετικής διοίκησης, γιατί είχε κατασκευάσει τόσο υπέργειους  αγωγούς  όσο και υπόγειους   μέσω των οποίων  μεταφερόταν το νερό στην πόλη. Το ύψος της δαπάνης για το έργο υδροδότησης ανήλθε στα  1000 δουκάτα  και έγινε   αποκλειστικά για την άνεση και διευκόλυνση των υπηκόων. Η υδροδότηση τελικά της Λευκωσίας  του 1563 πραγματοποιήθηκε και εάν συνέχιζαν οι εκπρόσωποι της μονής τις διεκδικήσεις θα εξαναγκάζονταν να καταβάλουν τα έξοδα του όλου έργου.

Νάσα Παταπίου

Πηγή: philenews.com

 

 

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....