Ἡ Μάχη τοῦ Κιλκίς

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ

Ἰούνιος 1913

Ἡ παγκόσμια ἱστορία καί ὁ 20ός αἰώνας σημαδεύτηκαν ἀπό δύο μεγάλους Παγκόσμιους Πολέμους, μέ τόν Δεύτερο Παγκόσμιο νά ἀποτελεῖ τήν πιό θανατηφόρα πολεμική ἀναμέτρηση πού γνώρισε ἡ ἀνθρωπότητα. Ἡ Ἑλλάδα συμμετεῖχε καί στούς δύο. Πρίν ἀπό αὐτούς ὅμως γνώρισε μία ἄλλη πολεμική σύγκρουση, τή μεγαλύτερη τῶν Βαλκανίων. Πρόκειται γιά τούς Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), στή διάρκεια τῶν ὁποίων ἡ Ἑλλάδα ἔδειξε σέ ὅλους πώς ἡ θέληση καί ἡ ὁμοψυχία μποροῦν νά ξεπεράσουν τά πάντα καί νά φέρουν τό ποθούμενο. Καί τό ποθούμενο γιά τούς Ἕλληνες ἦταν πάντα ἡ ἐλεύθερη Πατρίδα.

Τό καλοκαίρι τοῦ 1928, στήν πόλη τοῦ Κιλκίς πραγματοποιήθηκαν τά ἀποκαλυπτήρια τοῦ μνημείου τῆς Μάχης τοῦ Κιλκίς. Μία μάχη πού ἔγινε κατά τή διάρκεια τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων, τόν Ἰούνιο τοῦ 1913, καί χαρακτηρίστηκε ὡς ἡ φονικότερη μάχη τους. Στήν ἐκδήλωση τῶν ἀποκαλυπτηρίων ἐκτός ἀπό τήν παρουσία τοῦ τότε Ἕλληνα Πρωθυπουργοῦ, τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου, ἦταν παρών καί ὁ μεγάλος Ἕλληνας ποιητής Κωστῆς Παλαμᾶς. Τοῦ ζητήθηκε νά ἐκφωνήσει τόν Πανηγυρικό τῆς ἡμέρας καί ἀντί αὐτοῦ ἀπήγγειλε τήν μακροσκελή ποιητική του σύνθεση μέ τίτλο «Ἡ Πατρίδα στούς νεκρούς της. Ὕμνος τῶν Ἑλλήνων». Ἕνα ποίημα μοναδικό, ἀφιερωμένο στήν πλούσια ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους, μία λαμπρή σελίδα τῆς ὁποίας ἦταν καί ἡ Μάχη τοῦ Κιλκίς. Ἐμπνευσμένος λοιπόν ἀπό τά γεγονότα τῆς Μάχης τοῦ 1913, εἶπε χαρακτηριστικά:

Πόσον ἁρμόζει εἰς τήν περίστασιν, μοῦ τό ἐνθυμίζει τό ρῆμα τοῦ μεγάλου λυρικοῦ ὅτι τά μεγάλα κατορθώματα ἀγαπᾶ ἡ Μοῦσα νά μνημονεύει.

Εἶμαι ἡ Πατρίδα. Μουσική στό διάβα μου τόν ἀέρα δένει.

Ριζώνω ὅπου σταθῶ. Φῶς ὅπου πατῶ, σπέρνω,

καί μιᾶς ἀλήθειας καί μιᾶς χάρης εἶμ’ ἐγώ ἡ μητέρα,

καί ἦρθα. Τόν ὕμνο φέρνω.

Τόν Ὕμνο φωτοστέφανο, σέ μυστικά Θεοφάνεια,

χυτό ἀπό μένα ἀμάραντο, πιό ἀπάνου ἀπό τά στεφάνια

πού φέρνουν γιά νά στεφανώσουν τό μνημόσυνό σας

ἄρχοντες καί λαός καί στρατός γονατισμένοι ἐμπρός σας.

 

Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἄρχισαν πλέον νά γίνονται ἐμφανῆ τά σημάδια παρακμῆς τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Χρόνο μέ τόν χρόνο ἔχανε τά ἐδάφη της στά Βαλκάνια, καθώς οἱ βαλκανικοί λαοί, ἀναζητώντας τήν αὐτοδιάθεσή τους καί θέλοντας νά προστατέψουν τούς ὑπόδουλους ὁμοεθνεῖς τους, συνεργάστηκαν μεταξύ τους ἐναντίον τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ. Ἑλλάδα, Βουλγαρία, Σερβία καί Μαυροβούνιο ἀποφασίζουν νά διώξουν τούς Ὀθωμανούς ἀπό τά ἐδάφη τους.

Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1912, ὅλες οἱ ἐφημερίδες δημοσιεύουν στά πρωτοσέλιδά τους τό διάγγελμα τοῦ βασιλιᾶ Γεωργίου: «Ἡ Ἑλλάς πάνοπλος μετά τῶν συμμάχων αὐτῆς, ἐμπνεομένων ὑπό τῶν αὐτῶν αἰσθημάτων καί συνδεομένων διά κοινῶν ὑποχρεώσεων, ἀναλαμβάνει τόν ἀγῶνα τοῦ Δικαίου ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τῶν καταδυναστευομένων λαῶν τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ ἑλληνικός στρατός προελαύνει στήν Μακεδονίαν καί ἀπελευθερώνει πολλά ἐδάφη της, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τήν Θεσσαλονίκην».

Ὡστόσο, τήν ἡμέρα πού ὁ ἑλληνικός στρατός μπαίνει θριαμβευτικά στή Θεσσαλονίκη, στίς 26 Ὀκτωβρίου τοῦ 1912, οἱ βουλγαρικές δυνάμεις, πού ἀθέτησαν τή συμμαχία, καταλαμβάνουν τό Κιλκίς, τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦν ὡς ὁρμητήριο γιά νά πραγματοποιήσουν τό ὄνειρό τους, τή Μεγάλη Βουλγαρία. Ἀπό τήν ἡμέρα πού τό καταλαμβάνουν, δημιουργοῦν ἕνα δίκτυο ὀχυρωματικῶν ἔργων καί μία τεράστια ἀμυντική γραμμή, ἡ ὁποία ἔφτανε μέχρι τά βόρεια τοῦ σημερινοῦ νομοῦ Θεσσαλονίκης, μέ σκοπό φυσικά νά καταλάβουν τή Θεσσαλονίκη.

Ἡ κατάσταση γίνεται ἀκόμα πιό δύσκολη ὅταν οἱ Βούλγαροι, τή νύχτα τῆς 16ης πρός 17η Ἰουνίου 1913, χωρίς νά κηρύξουν τόν πόλεμο, ἐπιτίθενται αἰφνιδιαστικά κατά τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Σέρβων. Καταλαμβάνουν τή Γευγελή καί παρόλο πού ἡ πορεία τους πρός τή Θεσσαλονίκη ἀποτυγχάνει, ἐγκαθίστανται στά γύρω ὑψώματα καί ἐλέγχουν ὅλη τήν περιοχή μέχρι καί τή γέφυρα τοῦ Στρυμόνα. Παρατάσσουν τόν στρατό τους ἔχοντας σύμμαχο τό ἀκάλυπτο ἔδαφος τῆς περιοχῆς, πού τούς παρεῖχε ἄριστη ὁρατότητα καί πεδίο βολῆς.

Οἱ Ἕλληνες, ἀντιλαμβανόμενοι τίς προθέσεις τους, ἀποφασίζουν νά ἀμυνθοῦν. Τή νύχτα τῆς 19ης Ἰουνίου κινοῦνται μέ στόχο τήν κατάληψη τοῦ Κιλκίς. Ἀκολούθησε μία σφοδρή μάχη μέ τεράστιες ἀπώλειες καί ἀπό τά δύο στρατόπεδα. Γιά τρία μερόνυχτα οἱ δύο ἀντίπαλοι ἀμύνονταν μέ πεῖσμα καί πολλές φορές ἡ μάχη γινόταν σῶμα μέ σῶμα. Ἡ περιοχή μετατράπηκε σέ ἕνα τεράστιο νεκροταφεῖο. «Οἱ Βούλγαροι εἶχαν ὁρίσει καλούς σκοπευτές γιά νά χτυποῦν εἰδικά τούς ἀξιωματικούς πού φαίνονταν, γιατί γυάλιζαν τά χρυσά γαλόνια στό καπέλο καί τίς ἐπωμίδες. Ὕστερα ἀπό αὐτό διατάχτηκε ὅλοι οἱ βαθμοφόροι νά βγάλουν τά διακριτικά τους γιά νά μή γνωρίζονται ἀπό μακριά», γράφει ἕνας στρατηγός στά ἀπομνημονεύματά του.

Τά χαράματα τῆς 21ης Ἰουνίου 1913 οἱ Ἕλληνες ξεκινοῦν τήν πιό δυναμική τους ἐπίθεση καί ὁρμοῦν ἀκάθεκτοι ἐναντίον τῶν Βουλγάρων, οἱ ὁποῖοι ἀπαντοῦν μέ χιλιάδες πυρά.

Ὡστόσο, ἡ πίστη, ἡ ἀποφασιστικότητα καί τό ὑψηλό ἐθνικό φρόνημα τῶν Ἑλλήνων, φέρνουν τή νίκη. Στίς 11:00 τό πρωί τῆς 21ης Ἰουνίου τό Κιλκίς καταλαμβάνεται ἀπό τούς Ἕλληνες καί στίς 11:15 κυματίζει περήφανα ἡ ἑλληνική σημαία.

Μπροστά ἀπό τό μνημεῖο τῶν ἡρώων τῆς Μάχης τοῦ Κιλκίς, ὁ μεγάλος ποιητής Κωστῆς Παλαμᾶς, τελείωνε τήν ἀνάγνωση τοῦ ποιήματός του λέγοντας:

Παιδιά μου, ὅσοι, προφῆτες μου, στρατιῶτες, ἀρχηγοί,

σάν τά λιοντάρια στήσατε κορμιά καί σάν τά κάστρα,

καί μές στή μακεδονική ’ματοθρεμμένη γῆ

βάλατε τήν εἰκόνα μου φερτή σάν ἀπό τ’ ἄστρα

στοῦ Λαχανά καί στοῦ Κιλκίς τήν ἐκκλησιά τήν πλάστρα,

πνοές κι ἄν πλανάστε σ’ ἄλλη ζωή, λείψανα κι ἄν κοιμᾶστε,

σᾶς λειτουργῶ στή δόξα μου. Μακαρισμένοι νά ’στε!…

 

 

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....