«Ματαιότης ματαιοτήτων τά πάντα ματαιότης»

 

(Ἐκκλ. 11, 8)

 

Εἶναι γνωστή ἡ βιβλική αὐτή διατύπωση στούς ἐκκλησιαστικούς κύκλους, καί ὄχι μόνο. Καί προέρχεται ἀπό τό ἱερό κείμενο τοῦ βιβλίου τοῦ Ἐκκλησιαστῆ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοῦ ὁποίου θεόπνευστος συντάκτης ὑπῆρξε ὁ υἱός τοῦ Δαβίδ, ὁ Σολομών.

Καί, ἀκριβῶς, αὐτή τή σοφή διατύπωση χρησιμοποιεῖ καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος σέ μιά φερόμενη ὡς ὁμιλία του, πρός τόν, τότε Ὕπατο, Πρωθυπουργό, θά λέγαμε σήμερα, τοῦ αὐτοκράτορα Ἀρκαδίου, υἱοῦ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου.

Εἶχεν ἀποβεῖ ὁ Εὐτρόπιος μέγας καί τρανός. Ἐκμεταλλευόμενος τίς ἀδυναμίες τοῦ Ἀρκαδίου, ἀλλά καί ἐπενδύοντας στίς φιλοδοξίες τῆς αὐτοκράτειρας Εὐδοξίας, κατέστη ἀδίστακτος ἐκμεταλλευτής, μέχρι σημείου νά ζητήσει ἀπό τόν αὐτοκράτορα νά καταργήσει καί τό ἄσυλο τοῦ ναοῦ, ὅταν οἱ καταδιωκόμενοι κατέφευγαν στόν ναό. Καί τοῦτο, γιά νά μπορεῖ ὁ ἴδιος νά δικάζει τούς χρεωφειλέτες καί νά τούς καταδικάζει, δημεύοντας τίς περιουσίες τους, τίς ὁποῖες, ὡς ἰσχυρός πολιτικός ἄνδρας, ἐξαγόραζε ἀντί εὐτελοῦς χρηματικοῦ ποσοῦ! Καί πρός τοῦτο εὑρῆκε ἰσχυρή τήν ἀντίδραση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου· ὁπότε καί ναυάγησαν οἱ δολιότητές του.

Ὡστόσο, τά πράγματα, κάποια στιγμή, ἄλλαξαν γιά τόν Ὕπατο Εὐτρόπιο. Περιέπεσε στή δυσμένεια τοῦ Αὐτοκράτορα καί στήν ἀδυναμία τῆς Εὐδοξίας νά τόν βοηθήσει. Καί, γυμνός ἀπό ἐξουσία καί δύναμη κοσμική, κατέληξε, ὄχι ὡς ἁπλός θνητός, ἀλλά ὡς ἀποδιοπομπαῖος μελλοθάνατος! Πολλοί εἶχαν νά διεκτραγωδήσουν συμφορές τους, ἐξαιτίας του. Γι’ αὐτό, τώρα, βλέποντάς τον «ἀφοπλισμένο», αὐθόρμητα συνέπηξαν ἕνα μέτωπο φονικό ἐναντίον του, κυνηγώντας τον στούς δρόμους τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Καί ποῦ τότε νά καταφύγει ὁ ξεπεσμένος τύραννος; Γι’ αὐτό, κατατρεγμένος ἀπό τό μανικό πλῆθος καί βλέποντας τόν οἰκτρό του θάνατο νά τόν περικυκλώνει, εὑρίσκει, ὡς διέξοδο καί σωτήριο καταφύγιό του, τόν ναό! Καί σ’ αὐτόν τώρα ἐπιζητεῖ ἄσυλο! Ὤ τῆς τραγωδίας!

Ἀλλά, ἐνῶ αὐτός, νοιώθοντας τά χνῶτα τῆς θανατικῆς ἀπειλῆς νά τόν συνθλίβουν, ἐπιζητεῖ τό ἄσυλο τοῦ ναοῦ, ἐκείνη, ἀκριβῶς, τήν ὥρα, μέσα στόν κατάμεστο ἀπό πιστούς ἱερό χῶρο, ἀκούεται ὁ κηρυκτικός λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.

Οἱ στιγμές τῆς ἐναγώνιας σιωπῆς, πού ἐπακολουθοῦν, εἶναι ἔντονες. Ὅλοι ἀναμένουν τήν ἀντίδραση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τους. Καί ἐκεῖνος, ὁ Ἱεράρχης, μέ ἔκδηλη τήν ἀνήσυχη ἠρεμία του, νεύει πρός ὅλους νά σιωπήσουν καί νά σταθοῦν ὑπεράνω τῶν περιστάσεων. Ἔτσι, λύοντας τή σιωπή του καί ἀπευθυνόμενος πρός τόν Εὐτρόπιο, μέ ἔκδηλη τήν ἀγαπητική πατρική του μέριμνα, τόν προσαγορεύει:

«Ἀεί μέν μάλιστα δέ νῦν εὔκαιρον εἰπεῖν (πάντοτε μέν, ἀλλά, πρωτίστως τώρα, εἶναι εὐκαιρία νά εἰπωθεῖ, ὁ τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος λόγος). Ματαιότης ματαιοτήτων τά πάντα ματαιότης. Ποῦ νῦν ἡ λαμπρά τῆς ὑπατείας περιβολή; Ποῦ αἱ φαιδραί λαμπάδες; Ποῦ οἱ κρότοι (οἱ θόρυβοι), καί οἱ χοροί… καί πανηγύρεις; Ποῦ οἱ στέφανοι; …. αἱ ἐν ἱπποδρομίαις εὐφημίαι, καί τῶν θεατῶν αἱ κολακεῖαι; Πάντα ἐκεῖνα οἴχεται (ὅλα αὐτά ἔχουν φύγει)· καί ἄνεμος πνεύσας (καί μέ τό φύσημα τοῦ ἀνέμου), ἀθρόον τά μέν φύλλα κατέβαλε (καί ὅλα τά φύλλα τά παρέσυρε), γυμνόν δέ ἡμῖν τό δένδρον ἔδειξε (καί γυμνό-εὐτελισμένο τό δένδρο μᾶς παρουσίασε), καί ἀπό τῆς ρίζης αὐτῆς σαλευόμενον λοιπόν (καί ὁ δυνατός ἄνεμος τό σαλεύει, γιά νά τό ξεριζώσει. Ἀλήθεια), ποῦ νῦν οἱ πεπλασμένοι φίλοι; Ποῦ τά συμπόσια καί τά δεῖπνα;… Νύξ ἦν πάντα ἐκεῖνα καί ὄναρ (ἦταν ὅλα ἐκεῖνα νύκτα καί φευγαλέο ὄνειρο) καί ἡμέρας γενομένης ἠφανίσθη (καί μέ τόν ἐρχομό τοῦ φωτός τῆς ἡμέρας, ὅλα ἐξαφανίσθηκαν). Ἄνθη ἦν ἐαρινά (ἦταν λουλούδια τῆς Ἄνοιξης), καί παρελθόντος τοῦ ἔαρος πάντα κατεμαράνθη (καί φεύγοντας ἡ Ἄνοιξη, ὅλα ξεράθηκαν), σκιά ἦν καί παρέδραμε (ἦταν σκιά καί ἐξαφανίσθηκε). Καπνός ἦν καί διελύθη. Πομφόλυγες (σαπουνόφουσκες ἦσαν), καί διερράγησαν. Ἀράχνη ἦν, καί διεσπάσθη… οὐκ ἔλεγόν σοι συνεχῶς, ὅτι δραπέτης ὁ πλοῦτός ἐστι; Σύ δέ ἡμῶν οὐκ ἠνείχου. (Σύ, ὅμως, καί δέν μέ ἄκουες, ἀλλά καί δέν μέ ἀνεχόσουν)».

Αὐτά καί ἄλλα πολλά πρός τόν Εὐτρόπιο ἀπηύθυνε ὁ Χρυσόστομος. Καί τά ὁποῖα, ὄχι μόνο πρός τήν περίπτωση τοῦ Ὑπάτου, τότε, ταιριάζουν, ἀλλά καί διαχρονικά πρός τόν καθένα μας.

Ἔτσι, καί διερμηνεύοντας ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τίς ἐκτροπές τοῦ Εὐτροπίου καί διαγγέλλοντας τό τοῦ σοφοῦ Ἐκκλησιαστῆ τό λόγιο: «Ματαιότης ματαιοτήτων τά πάντα ματαιότης», περιλαμβάνει κι ἐμᾶς. Ἀσήμους καί εὐσήμους, πλουσίους καί πτωχούς, ἐγγραμμάτους καί ἀγραμμάτους, πατρικίους καί πληβείους, κατά τήν ἀρχαία ρωμαϊκή πολιτειακή τάξη καί πράξη, ἀλλά καί κληρικούς, καί μοναστές, μεγαλόσχημους καί μικρόσχημους, ὅπως καί λαϊκούς.

Ἡ ἐπίγνωσή μας, ὅτι εἴμαστε «γῆ καί σποδός» (Ἰώβ 42, 6), δέν μπορεῖ νά συνιστᾶ ἄκρατη ἤ βέβηλη ἀπαισιοδοξία καί ἀπόγνωση, -γιατί αὐτά εἶναι δαιμονικά-, ἀλλά συνείδηση τοῦ πρόσκαιρου καί τοῦ παρεπίδημου τοῦ παρόντος κόσμου, καί προπάντων, τοῦ ἑαυτοῦ μας, καί πρέπει νά ἀποτελοῦν μέσα, καί ὄχι αὐτοσκοπό, τῆς διάβασής μας πρός τα μέλλοντα, τά μένοντα καί ἐπουράνια.

Καί, προπάντων, πρέπει νά προσέξομε ἐμεῖς οἱ λεγόμενοι καί φερόμενοι ὡς χριστιανοί – μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γιατί πολλές φορές παρασυρόμαστε, -ἔχοντας καί τή συνείδησή μας ἥσυχη καί συνήγορο-, καί κατατρυχόμαστε καί συμπνιγόμαστε μέ τά παρεπίδημα καί μάταια τοῦ κόσμου τούτου πράγματα, καθιστώντας ὑποδίκους καί ἐχθρούς μας, ἀκόμη, καί τούς οἰκείους μας ἐξ αἵματος ἤ ἐκ πίστεως, καί παραθεωρώντας τό ἕνα καί πρέπον θεοσεβές γιά μᾶς μέλημα, πού εἶναι: Τό «βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως» (Φιλ. γ΄ 14).

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....