Ἡ ἄρνηση, ἡ ἀποστασία ἀπό τό Θεό καί ἡ ἀθέτηση τῶν θείων ἐντολῶν, ἀποδεδειγμένα, φέρουν ὀδυνηρά τά τέλη τῆς ζωῆς τῶν ἀμετανοήτων ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων.
Ἀναφέρουμε μερικές περιπτώσεις:
Στό πρῶτο βιβλίο τῆς Γενέσεως, ἔχουμε τήν περίπτωση τοῦ Κάϊν, ὁ ὁποῖος θανάτωσε τόν ἀδελφό του, τόν Ἄβελ. Γράφει τό κείμενο γιά τήν τιμωρία του: «Καί νῦν ἐπικατάρατος σύ ἀπό τῆς γῆς… στένων καί τρέμων ἔση». (Γεν. δ’, 11-12). Λέγει ὁ Θεός: Θά εἶσαι κατηραμένος καί σάν ξένος ἀπό τή γῆ αὐτή μετά τήν ἐγκληματική συμπεριφορά ἔναντι τοῦ ἀδελφοῦ σου καί θά βρίσκεσαι συνεχῶς σέ κατάσταση στεναγμοῦ καί τρόμου καί σάν καταδιωκόμενος θά περιπλανᾶσαι πάνω στή γῆ.
Ἄλλη περίπτωση βρίσκουμε στήν ἐποχή τοῦ Νῶε, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἦσαν «ἐπί τά πονηρά πάσας τάς ἡμέρας» (Γεν. ιζ’, 5). Εἶχον κυριολεκτικά ἀποκτήσει σαρκικό φρόνημα. Γράφει τό κείμενο: «Καί εἶπε Κύριος ὁ Θεός˙ οὐ μή καταμείνῃ τό πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τόν αἰῶνα διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας» (Γεν. στ’, 3). Ἡ φράση «διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας» εἶναι φοβερή καί δηλώνει ἐπακριβῶς τό ὅλον σαρκικόν φρόνημα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Καί ἐπῆλθε ἡ τιμωρία μέ τόν κατακλυσμό (Γεν. ζ’, 10-24).
Ἀργότερα, οἱ μεγάλες ἁμαρτίες τῶν κατοίκων τῶν Σοδόμων καί Γομόρρων, ἡ πλήρης ἀκολασία τους ἐπέφερε τήν καταστροφή παρά τήν προαναγγελία της. «Εἶπε ὁ Κύριος˙ κραυγή Σοδόμων καί Γομόρρας πεπλήθυνται πρός με καί αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα… καί ἔβρεξεν θεῖον καί πῦρ παρά Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ καί κατέστρεψε τάς πόλεις ταύτας καί πᾶσαν περίχωρον καί πάντας τούς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καί τά ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς» (Γεν. ιη’, 20 καί ιθ’, 24-25). Καί ἀκόμη, ἐνῶ εἶχε εἰπεῖ ὁ ἄγγελος στόν Λώτ καί τίς τρεῖς γυναῖκες νά μή στρέψουν τό κεφάλι τους ὀπίσω γιά νά δοῦν τήν καταστροφή ἀλλά ἀμέσως νά φύγουν, ἡ σύζυγος τοῦ Λώτ παρήκουσε τήν θεία ἐντολή ἀπό περιέργεια καί ἔστρεψε τήν κεφαλήν της ὀπίσω καί ἀμέσως βέβαια «ἐγένετο στήλη ἁλός» (Γεν. ιθ’, 26), ἔγινε στήλη ἅλατος, τοὐτέστιν τιμωρήθηκε κατ’ αὐτόν τόν πρωτότυπο καί σπάνιο τρόπο.
Οἱ δύο υἱοί τοῦ ἱερέως Ἠλί, «υἱοί λοιμοί οὐκ ειδότες τόν Κύριον» δηλ. ἦσαν ἐλεεινοί καί κακοήθεις καί ἀσεβέστατοι μέσα στό ναό καί ἔγιναν ἑστία πνευματικῆς μολύνσεως (Α’ Βασιλ. β’, 12). Παρά, ὅμως, τίς παραινέσεις πρός αὐτούς τοῦ πατρός τους, τιμωρήθηκαν καί στόν πόλεμο πού ἐγένετο «ἡ κιβωτός τοῦ Θεοῦ ἐλήφθη καί ἀμφότεροι οἱ υἱοί Ἠλί ἀπέθανον, Ὀφνί καί Φινεές» (Α’ Βασιλ. δ’, 11).
Ἔπειτα, ὁ φοβερός ἐκεῖνος βασιλεύς τῆς Ἰουδαίας, ὁ Ἡρώδης, ἀπέκτεινε διά σφαγῆς ὅλα τά παιδιά πού ἦσαν στήν Βηθλεέμ καί στά περίχωρα αὐτῆς ἀπό ἡλικία δύο ἐτῶν καί κάτω, μήπως μέσα σ’ αὐτά ἦταν καί τό Θεῖο Βρέφος ὁ Ἰησοῦς, καί τότε συνέβη «θρῆνος καί κλαυθμός καί ὀδυρμός πολύς» (Ματθ. β’, 16-18). Ἀλλά ὁ Ἡρώδης ἔπειτα εἶχε οἰκτρό τέλος. Ὡς ἀναφέρει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, πέθανε ἀφοῦ ἔπαθε ἐννέα ἀνίατες πληγές, τίς ὁποῖες καί καταγράφει λεπτομερέστατα ὁ ἱερός πατήρ, καταλήγοντας τήν περιγραφή του μέ τήν φράση «πάντα τά μέλη αὐτοῦ ἐσπῶντο, διά τό καί αὐτόν πάντα τά παιδία σπᾶσαι τά ὄντα ἐν Βηθλεέμ. Ὧ δέ μέτρῳ μετρεῖταί τις, τούτῳ ἀντιμετρεῖται οὐρανόθεν δικαίως» (Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, ἐκ τῆς τοῦ κατά Ματθαῖον, Περί τῶν ἐννέα ἀνιάτων παθῶν τῆς τοῦ Ἡρώδου τελευτῆς, PG 26, 1252).
Ἀργότερα, ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ὁ ὁποῖος πρόδωσε τόν Ἰησοῦν Χριστόν, εἶχε καί αὐτός κακό τέλος, καθ’ ὅτι «ἀπελθών ἀπήγξατο». Μετά τήν προδοσία τοῦ θείου Διδασκάλου ἔφυγε ἀπελπισμένος καί ἀφοῦ πέταξε τά τριάκοντα ἀργύρια πού εἶχε λάβει, ἐπῆγε καί κρεμάστηκε. Ὁποῖον τέλος!
Ν’ ἀναφέρουμε ἀκόμη καί τόν μεγάλο ἐκεῖνο αἱρεσιάρχη, τόν Ἄρειο, ὁ ὁποῖος καί αὐτός, ὁ βλάσφημος τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, εἶχε ὡς γνωστόν, ἕνα φρικτό θάνατο στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὅλα αὐτά ὀφείλουμε νά μή τά λησμονοῦμε, ἰδιαίτερα στούς κρισίμους καιρούς μας, καθ’ ὅτι ἰσχύει πάντα ὁ βιβλικός λόγος: «Οἱ μακρύνοντες ἑαυτούς ἀπὸ Σοῦ ἀπολοῦνται» (Ψαλμ. 72,27) καί «Γενεᾶς ἀδίκου χαλεπά τά τέλη» (Σοφ. Σολ. γ’, 19), πού σημαίνει ὅτι λειτουργοῦν πάντοτε καί σ’ ὅλους τούς χρόνους, οἱ πνευματικοί νόμοι.
Γι’ αὐτό, πόσο ἐξαιρετικά ἀκούγονται τά λόγια: «Μηδένα πρό τοῦ τέλους μακάριζε» τοῦ Ἀθηναίου νομοθέτου Σόλωνος καί τό βιβλικόν ἀπόφθεγμα «ἀρχή σοφίας φόβος Κυρίου» τοῦ Σολομῶντος.