Ὁ μπαρμπα-Νίκος ὁ ἀνάπηρος- Ἀληθινή ἱστορία

Ἀπό μικρά παιδιά μεγαλώνουμε μέ παραμύθια καί ἱστορίες, πού μᾶς μεταφέρουν σέ ἄλλους κόσμους, ὄμορφους, ἰδεατούς. Μᾶς προβάλλουν ἥρωες καί τά κατορθώματά τους, γιά νά τά μιμηθοῦμε. Ἀλλά καμιά φορά ἡ πραγματικότητα ξεπερνᾶ τήν φαντασία καί οἱ ἱστορίες πού ἔχει νά μᾶς διηγηθεῖ εἶναι ἀπίστευτες. Τέτοια εἶναι καί ἡ ἱστορία τοῦ μπαρμπα-Νίκου…

***

Γεννήθηκε τό 1930 σέ ἕνα χωριό τῆς Θεσσαλονίκης. Ἐκεῖ ζοῦσε μέ τούς γονεῖς καί τά ἀδέλφια του. Ἦταν ἕνα καλό κι εὐγενικό παιδί, πού ὅμως ἀπό πολύ μικρό… βρῆκε μπροστά του τά δύσκολα. Προσβλήθηκε ἀπό μιά παιδική ἀσθένεια, τήν ὁποία μπόρεσε νά ξεπεράσει, ἀλλά τοῦ ἄφησε παραλυσία στά πόδια. Καί κάπως ἔτσι ξεκινάει ἡ παιδική ζωή του. Στό σχολεῖο, λόγω τῆς καταστάσεώς του, δέν μπόρεσε νά πάει. Ὡστόσο, γράμματα ἔμαθε! Πῶς; Παρακολουθοῦσε μέ προσοχή τά ἀδέλφια του, ὅταν ἄνοιγαν τά βιβλία γιά νά μελετήσουν τά μαθήματά τους. Ἦταν ἔξυπνο παιδί κι ὁ πόνος τό ἔκανε ἐξυπνότερο…

Ἦταν τέτοια ἡ παραλυσία του πού δέν μποροῦσε νά σταθεῖ ὄρθιος οὔτε μέ τίς πατερίτσες. Σχεδόν σερνάμενος στό χῶμα προχωροῦσε… ἀλλά προχωροῦσε. Στά χρόνια τῆς Κατοχῆς, κάποιοι Γερμανοί, πού βρίσκονταν στό χωριό του, τόν εἶδαν καί ἄρχισαν νά γελᾶνε καί νά τόν φωτογραφίζουν. Τόσο παράξενο τούς φάνηκε τό θέαμα. Ἐκεῖνος δέν τούς κράτησε κακία. Μπῆκε στό σπίτι του, γέμισε ἕνα καλάθι μέ ἀχλάδια καί βγῆκε νά τούς τά προσφέρει. Αὐτοί συγκινήθηκαν μέ τήν ἀνεξικακία τοῦ μικροῦ καί ὡς ἀνταπόδοση ἑτοίμασαν κι αὐτοί μιά μικρή προσφορά γιά τήν οἰκογένειά του. Αὐτός ἦταν ὁ κυρ-Νίκος ἀπό τά παιδικά του ἀκόμα χρόνια· δέν ἤξερε τί σημαίνει κακία, ἀκόμα κι ἄν εἶχε μπροστά του ἕναν ἐχθρό.

Τό ἐκπληκτικό στόν ἄνθρωπο αὐτό ἦταν ἡ ἐργατικότητά του. Δούλευε περισσότερο κι ἀπό ἄνθρωπο ὑγιή, μέ δύναμη καί θέληση μεγάλη. Δυό δενδροφυτεῖες δικές του εἶχε καί μαζί ἔμαθε καί τήν τέχνη τοῦ τσαγκάρη. Στό τσαγκαράδικό του ἔμενε ὧρες ἀτέλειωτες καθισμένος, κατασκευάζοντας παπούτσια καί βγάζοντας τά πρός τό ζῆν. Ἡ φτώχεια ἐκεῖνα τά χρόνια ἦταν μεγάλη κι οἱ ἄνθρωποι συχνά δυσκολεύονταν νά πληρώσουν. Μά, ὅλοι χωροῦσαν στήν μεγάλη καρδιά τοῦ κυρ-Νίκου. Μέ γενναιοδωρία ἔλεγε σέ κάθε πελάτη πού δέν μποροῦσε νά πληρώσει:

— Ἔλα νά πάρουμε τά μέτρα καί ὅταν ἔχεις χρήματα, μοῦ τά φέρνεις. Ἀλλιῶς, δέν πειράζει. Νά τρέχεις καί νά μέ θυμᾶσαι…

Πόσος κόσμος περπάτησε καί ἔτρεξε μέ τά παπούτσια τοῦ μπαρμπα-Νίκου τοῦ ἀνάπηρου, ποῦ βῆμα δέν μποροῦσε νά κάνει!

Ἡ ἀναπηρία τόν ἔκανε νά δυναμώσει πολύ τά χέρια του. Σερνάμενος στό χῶμα καί μετακινούμενος μέ τίς ἰδιόμορφες πατερίτσες του, σκάλιζε, ξεβοτάνιζε, φύτευε! Σωστός γεωργός! Κι ὄχι μόνο στά δικά του χωράφια, ἀλλά ἔβρισκε τό κουράγιο νά βοηθήσει καί ἄλλους…

— Πάμε, σέ παρακαλῶ, στό βουνό νά μαζέψουμε κάστανα; τόν παρακάλεσε κάποτε ἕνας συγχωριανός του.

Δεκαπέντε τσουβάλια μάζεψαν ἐκείνη τήν ἡμέρα. Ὁ κυρ-Νίκος κράτησε γιά τόν ἑαυτό του τά τρία… Κι ὁ ἄλλος δέν πίστευε στά μάτια του, πῶς μέσα σέ ἕνα τόσο σακάτικο σῶμα χωράει μιά τόσο μεγάλη καρδιά…

Μιά πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός τόση δύναμη στά χέρια καί μποροῦσε νά ἐργαστεῖ, νά συντηρήσει τόν ἑαυτό του καί ὄχι μόνο, ἀποφάσισε νά παντρευτεῖ. Διάλεξε μιά κοπέλα πού εἶχε κάποια ἀναπηρία στά πόδια, γιά νά μήν παραπονιέται ἐκείνη μέ τίς δικές του δυσκολίες στήν μετακίνηση.

Ποτέ δέν γόγγυσε, ποτέ δέν τά ἔβαλε μέ τόν Θεό, ἀκόμα κι ὅταν οἱ ἄλλοι στήν κουβέντα τόν προκαλοῦσαν.

— Ξέρει ὁ μαστρο-Θεός τί χρειαζόμαστε, συνήθιζε νά λέει. Ὅπως ἐγώ φτιάχνω παπούτσια, μέ τήν ἴδια εὐκολία φτιάχνει Ἐκεῖνος τά χέρια καί τά πόδια τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμένα αὐτά μοῦ ἔδωσε, πόδια ἀδύναμα, ἀλλά χέρια τόσο δυνατά! Δόξα τῷ Θεῷ.

Στά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἐντελῶς παράλυτος, καθηλωμένος στό κρεβάτι, προσπαθοῦσε νά στηρίζει παρά νά ζητᾶ παρηγοριά, νά ἐνδυναμώνει παρά νά ζητᾶ βοήθεια. Ἤρεμος, ὑπομονετικός, ἀτάραχος, δέχθηκε τήν δοκιμασία τῆς ἀπόλυτης ἀκινησίας. Χωρίς ἀπαιτήσεις καί γκρίνιες. Μόνο μέ χαμόγελο καί καρτερία.

Στήν Ἐξόδιο ἀκολουθία, ὅλοι ἔγνεψαν καταφατικά ὅταν ὁ ἱερέας, χαιρετώντας τον, εἶπε:

— Τώρα, κυρ-Νίκο, θά τρέχεις μέσα στόν Παράδεισο…

Κι ἄλλοι μονολογοῦσαν:

— Τέρμα ἡ ἀναπηρία. Τώρα θά σταθεῖς στό ὕψος σου, μπαρμπα-Νίκο…

***

Ὅσοι τόν γνώρισαν θά τόν θυμοῦνται γιά τό χαμόγελο καί τήν ἰώβεια ὑπομονή του. Θά θυμοῦνται ἕναν ἄνθρωπο πού σήκωσε τόν βαρύ του σταυρό ἀγόγγυστα καί παραδειγματικά. Κι ἔφτασε στήν δική του ἀνάσταση, ἀφήνοντας μάθημα δυνατό σέ ὅλους ἐμᾶς, πού ἔχουμε δυό πόδια γερά καί ποτέ δέν μᾶς πέρασε ἀπό τόν νοῦ νά εὐχαριστήσουμε γι’ αὐτά τόν Θεό, πού μᾶς τά χάρισε.

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ” ΜΑΪΟΥ

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....