Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Μακάριος ανακηρύχθηκε Επίτιμος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Με λαμπρότητα πραγματοποιήθηκε την Τρίτη, 11 Νοεμβρίου, στη Λάρισα, η τελετή αναγορεύσεως του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ.κ. Μακαρίου σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Ιατρικής, της Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Στην τελετή, η οποία φιλοξενήθηκε στο Αμφιθέατρο «Ιπποκράτης» του Τμήματος Ιατρικής, την Α.Θ.Π. τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο εκπροσώπησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Φιλόθεος, την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας εκπροσώπησε ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Καμπέρας κ. Αθηναγόρας, ενώ παρέστησαν επίσης ο Ποιμενάρχης της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου, Σεβασμιώτατος κ. Ιερώνυμος, και πλειάδα Μητροπολιτών και Επισκόπων· συγκεκριμένα, οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιος, Καμερούν κ. Γρηγόριος, Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος κ. Γεώργιος, Ελασσώνος κ. Χαρίτων, Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων κ. Τιμόθεος, Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς κ. Ιουστίνος, Τρίκκης, Γαρδικίου και Πύλης κ. Χρυσόστομος, και Φθιώτιδος κ. Συμεών, και οι Θεοφιλέστατοι Επίσκοποι Ολβίας κ. Επιφάνιος, Αμορίου κ. Νικηφόρος, Τολιάρας και Νοτίου Μαδαγασκάρης κ. Πρόδρομος και Μπουζουμπούρας και Μπουρούντι κ. Ισαάκ.

Ιδιαιτέρως τιμητική ήταν η παρουσία της Υπουργού Πολιτισμού της Ελλάδος κ. Λίνας Μενδώνη, όπως επίσης και του Βουλευτού Λαρίσης κ. Χρήστου Καπετάνου, του Περιφερειάρχη Θεσσαλίας κ. Δημητρίου Κουρέτα, του Δημάρχου Λαρίσης κ. Αθανασίου Μαμάκου, της Γραμματέως της Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδος κ. Ειρήνης Καραλαριώτου, των Πρυτάνεων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Καθηγητή κ. Κυριάκου Αναστασιάδη, και του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Καθηγήτριας κ. Άννας Μπατιστάτου, του Αντιπρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Καθηγητή κ. Χρήστου Καραγιάννη, του Κοσμήτορος της Θεολογικής Σχολής του ιδίου Πανεπιστημίου,  Καθηγητή κ. Εμμανουήλ Καραγεωργούδη, Καθηγητών και φοιτητών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, εκπροσώπων των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας κ.ά.

Η τελετή ξεκίνησε με την προσφώνηση του τιμωμένου Ιεράρχου από τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Καθηγητή κ. Χαράλαμπο Μπιλλίνη, ο οποίος, μεταξύ άλλων, τόνισε ότι ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος κ.κ. Μακάριος περιλαμβάνεται στις προσωπικότητες που «έχουν συνδράμει στη στήριξη και ανάδειξη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στην επιστημονική κοινότητα», καθότι «επί πολλά έτη έδωσε την καλή μαρτυρία, διδάσκοντας στα μεταπτυχιακά προγράμματα ως Επισκέπτης Καθηγητής, αφήνοντας άριστες εντυπώσεις τόσο στους μεταπτυχιακούς φοιτητές, όσο και στους συναδέλφους καθηγητές».

Τον έπαινο προς τον τιμώμενο εκφώνησε ο Καθηγητής Αγγειοχειρουργικής κ. Αθανάσιος Γιαννούκας, ο οποίος έκανε λόγο για έναν άνθρωπο «που η ζωή και η μαρτυρία του αποτελούν υπόδειγμα πνευματικής καλλιέργειας, επιστημονικής συνέπειας και ανιδιοτελούς αγάπης προς τον συνάνθρωπο». Εστιάζοντας στη συνεισφορά του Αρχιεπισκόπου κ.κ. Μακαρίου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, τόνισε πως αυτή «υπήρξε πολύτιμη στην καλλιέργεια της επιστημονικής συνείδησης και της ηθικής ευθύνης των νέων επιστημόνων, αναδεικνύοντας την ανάγκη η ιατρική γνώση να συνοδεύεται πάντοτε από ανθρωπιά, σεβασμό και αίσθημα ιερότητας απέναντι στη ζωή».

«Η σημερινή τιμή δεν απονέμεται απλώς σε έναν εκκλησιαστικό ηγέτη», διέκρινε σε άλλο σημείο ο κ. Γιαννούκας, «αλλά σε έναν λειτουργό της αγάπης και του φωτός που με το παράδειγμά του γεφυρώνει την πίστη με τη γνώση, τη θεολογία με την επιστήμη, την Εκκλησία με την κοινωνία. Η Ιατρική ανακουφίζει τον πόνο του σώματος, η Εκκλησία παρηγορεί και φροντίζει την ψυχή. Και στο πρόσωπο του Σεβασμιωτάτου κ.κ. Μακαρίου, οι δύο αυτοί δρόμοι συναντώνται και πορεύονται μαζί, με κοινό προορισμό την υπηρεσία του ανθρώπου και τη δόξα του Θεού».

Ακολούθησαν η ανάγνωση του Ψηφίσματος και της Αναγορεύσεως και η επίδοση των τίτλων και του διασήμου του Τμήματος η Ιατρικής, και η περιένδυση του τιμωμένου με το επιτηβέννιο, από τον Πρόεδρο του Τμήματος, Καθηγητή κ. Αριστείδη Ζιµπή.

Η τελετή ολοκληρώθηκε με μία εμπνευσμένη ομιλία του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ.κ. Μακαρίου, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «“Ἄνθρωπον ζητῶ” στὶς λεωφόρους του διαδικτύου. Σχέσεις και ἐξαρτήσεις στὴν ψηφιακὴ ἐποχή». Στην εισαγωγή, ο Σεβασμιώτατος απηύθυνε καταρχάς εγκάρδιες ευχαριστίες για την τιμή της ανακηρύξεώς του σε Επίτιμο Διδάκτορα και, ακολούθως, παρατήρησε ότι «μάλλον, ακούγεται παράδοξο ένας θεολόγος και κληρικός να αξιώνεται αυτής της τιμής από μια Σχολή θετικών επιστημών, αφού εν πρώτοις φαίνεται να υπάρχει διάσταση σκοπού και μεθοδολογίας μεταξύ ιατρικής και ποιμαντικής». Επεσήμανε, ωστόσο, ότι «ίσως η απόσταση που χωρίζει την ιατρική και την ποιμαντική τέχνη της Εκκλησίας δεν είναι και τόσο μεγάλη, καθώς και οι δύο υπηρετούν τον άνθρωπο, με διαφορετικές, ασφαλώς, προϋποθέσεις, αλλά πάντα σε μια σωστική και θεραπευτική προοπτική».

Στο κυρίως μέρος της ομιλίας του, ο Αρχιεπίσκοπος κ.κ. Μακάριος, αφού σκιαγράφησε συνοπτικά την ορθόδοξο ανθρωπολογία, τονίζοντας ότι η πίστη προς τον Θεό είναι πρωτίστως βίωμα αγαπητικής σχέσεως μετά του Θεού διά του συνανθρώπου, στη συνέχεια, μέσω της συνδέσεως του «Άνθρωπον Ζητώ», του φιλοσόφου Διογένη, με το «Άνθρωπον ουκ έχω», του παραλυτικού της Βηθεσδά, κατέδειξε ότι αληθινή σχέση του ανθρώπου με τον συνάνθρωπο δεν μπορεί να υπάρξει μακριά από τον Θεό. Έπειτα, αναλύοντας γλαφυρά τις ανθρώπινες σχέσεις και τις εξαρτήσεις που διαμορφώνονται στη σύγχρονη, την ψηφιακή εποχή, υπογράμμισε ότι σημασία έχει να αναζητήσουμε «το πρόσωπο πίσω από το προφίλ, τον άνθρωπο πίσω από τη μηχανή, τη σχέση πίσω από την κοινωνική δικτύωση, το λόγο πίσω από το chat, το συναίσθημα πίσω από το emoji, τη γνώση πίσω από την πληροφορία». Κατέληξε, δε, με την επισήμανση ότι απώτερος προορισμός της διαρκούς αναζητήσεως του ανθρώπου θα πρέπει να είναι ο Χριστός, το Πρόσωπο Εκείνου που εγγυάται τη λύτρωση από την αδιέξοδη φυσική αναγκαιότητα, της φθοράς και του θανάτου.

Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία:

«Ἄνθρωπον ζητῶ…[1] στίς λεωφόρους τοῦ διαδικτύου. Σχέσεις καί ἐξαρτήσεις στήν ψηφιακή ἐποχή».

 Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ.κ. ΜΑΚΑΡΙΟΥ,
κατά τήν τελετή ἀναγορεύσεώς του σέ Ἐπίτιμο Διδάκτορα
τοῦ Τμήματος Ἰατρικῆς τῆς Σχολῆς Ἐπιστημῶν Ὑγείας
τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
(Λάρισα, τῇ 11ῃ Νοεμβρίου 2025)

Ἐλλογιμώτατε Πρύτανι τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Καθηγητά κ. Χαράλαμπε Μπιλλίνη,

Ι. Εἰσοδεύοντας εὐχαριστιακῶς.

Σχοινοβατώντας μεταξύ τῆς ἐπιθυμίας νά ἐκφράσω τή βαθύτατη εὐγνωμοσύνη μου γιά τή μεγάλη τιμή πού μοῦ ἀποδίδεται σήμερα, καί τοῦ κινδύνου νά φανοῦν τά λόγια μου ὡς μιά τυπική ὑποχρέωση, ἐπιλέγω, ἐν πρώτοις, νά ὑποκλιθῶ ἐνώπιόν σας, ὡς μιά ἐλάχιστη κίνηση ἀναγνωρίσεως τῆς ἀνωτάτης ἀκαδημαϊκῆς διακρίσεως, τήν ὁποία ἐπιδαψιλεύει στήν ἐλαχιστότητά μου ἡ περιώνυμη τῶν Ἰατρῶν Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Θετταλικῆς πρωτευούσης, τοῦ νεωτέρου στήν Ἑλλάδα Τμήματος Ἰατρικῆς, τό ὁποῖο, ὅμως, ὄχι μόνο στελεχώνεται ἀπό ἐξαιρετικούς ἐπιστήμονες, ἀλλά κατέχει σημαντικές ἀκαδημαϊκές διακρίσεις στό πανευρωπαϊκό καί παγκόσμιο ἐπιστημονικό στερέωμα. Ἐν συνεχείᾳ, ἐπιτρέψατέ μου νά καταθέσω, ἁπλά, ταπεινά καί ἀπέριττα καρδιακές εὐχαριστίες, ὄχι διότι αὐτό τό ἐπιβάλλει τό καθῆκον ἤ ἡ ἐθιμοτυπία ἀλλά κυρίως γιατί ὅλοι μας πρέπει νά μάθουμε νά προσφέρουμε χωρίς νά τό θυμόμαστε καί νά λαμβάνουμε χωρίς νά τό ξεχνοῦμε. Κι ἐγώ δέν θά ξεχᾶσω ποτέ, ἐκεῖ στήν μακρινή Πέμπτη Ἤπειρο πού διακονῶ, τήν μεγάλη αὐτή εὐεργεσία καί τιμή πού λαμβάνω σήμερα ἀπό τό Πανεπιστήμιό σας.

Ἐκφράζω, λοιπόν, τήν εὐγνωμοσύνη καί τήν εὐχαριστία μου:

πρός τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Φιλόθεο, ὁ ὁποῖος ἐκπροσωπεῖ τήν Α.Θ.Π. τόν Οἰκουμενικό μας Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο καί τή Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως,

πρός τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο τῆς Ἁγιωτάτης Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, ἡ ὁποία ἐκπροσωπεῖται ἀπό τόν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Καμπέρας κ. Ἀθηναγόρα,

πρός τόν σεπτό καί θεοπρόβλητο Ποιμενάρχη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαρίσης καί Τυρνάβου, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη κ. Ἱερώνυμο, καί πρός τούς προσφιλεστάτους καί ἐκλεκτούς ἀδελφούς Ἱεράρχες γιά τήν ἐξόχως τιμητική παρουσία τους καί τήν ἀγάπη τους,

πρός τήν Ἐξοχωτάτη Ὑπουργό Πολιτισμοῦ κ. Λίνα Μενδώνη, ἡ ὁποία παρά τό βεβαρυμένο πρόγραμμά της, ἔφτασε ἄρτι ἐξ Ἀθηνῶν γιά νά περικοσμήσει μέ τήν παρουσία της τή σημερινή ἡμέρα,

πρός τούς Ἄρχοντες τοῦ τόπου, τόν Περιφερειάρχη κ. Δημήτριο Κουρέτα καί τόν Δήμαρχο τῆς πόλεως κ. Ἀθανάσιο Μαμάκο, καθώς καί τόν παριστάμενο Βουλευτή κ. Χρῆστο Καπετάνο,

πρός τόν Ἐλλογιμώτατο Πρύτανι τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Καθηγητή κ. Χαράλαμπο Μπιλλίνη,

πρός τόν Ἐλλογιμώτατο Πρύτανι τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Καθηγητή κ. Κυριάκο Ἀναστασιάδη,

πρός τήν Ἐλλογιμωτάτη Πρύτανι τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, Καθηγήτρια κ. Ἄννα Μπατιστάτου,

πρός τόν Ἐλλογιμώτατο Ἀντιπρύτανη τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Καθηγητή κ. Χρήστο Καραγιάννη,

πρός τόν Ἐλλογιμώτατο Κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Καθηγητή κ. Ἐμμανουήλ Καραγεωργούδη,

πρός τόν Ἐλλογιμώτατο Πρόεδρο τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Θεσσαλικοῦ Πανεπιστημίου, Καθηγητή κ. Ἀριστείδη Ζιμπῆ, γιά τήν πρόταση τῆς ἀναγορεύσεώς μου, καθώς καί πρός τόν Ἐλλογιμώτατο Καθηγητή κ. Ἀθανάσιο Γιαννούκα καί πρός ὅλα τά μέλη ΔΕΠ, πού ὁμόφωνα ἀποδέχτηκαν τήν συγκεκριμένη πρόταση,

πρός ὅλους τούς παρισταμένους Ἐλλογιμωτάτους θεράποντες τῆς ἐπιστήμης καί τῆς παιδείας,

πρός τούς ἀγαπητούς μαθητές τῆς ἰατρικῆς τέχνης και, τέλος,

πρός ὅλους τούς ἐκλεκτούς παρόντες.

Σᾶς εὐχαριστῶ ὅλους ἀπό καρδίας, εὐχόμενος νά ἔχετε ὅλα τά καλά τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς στή ζωή σας καί στά θεοφιλῆ σας ἔργα.

Μᾶλλον, ἀκούγεται παράδοξο ἕνας θεολόγος καί κληρικός νά ἀξιώνεται αὐτῆς τῆς τιμῆς ἀπό μιά Σχολή θετικῶν ἐπιστημῶν, ἀφοῦ ἐν πρώτοις φαίνεται νά ὑπάρχει διάσταση σκοποῦ καί μεθοδολογίας μεταξύ ἰατρικῆς καί ποιμαντικῆς. Αὐτό βεβαίως, κάνει τήν τιμή ἀκόμη μεγαλύτερη γι᾽ αὐτό καί θά ἐπαναλάβω, ὄχι τυπικῶς ἀλλά οὐσιαστικῶς, αὐτό πού λέγω σέ ἀνάλογες περιπτώσεις∙ δέν εἶναι μιά διάκριση, ἡ σημερινή, πού λαμβάνει προσωπικῶς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας, ἀλλά πρόκειται γιά μιά ἐξιδιασμένη, ὄντως τιμή, πού διαβαίνει καί ἀντανακλᾷ σ᾽ ἕνα θεσμό πού μετρᾷ δεκαεπτά αἰῶνες ζωῆς, στό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, στήν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, στήν ἄρχουσα καί πάσχουσα Ἐκκλησία, καί στόν σεβάσμιο καί πολιό Πατριάρχη τοῦ Γένους μας, τόν καί σεπτό Γέροντά μου, καί, τέλος, τούτη ἡ μεγάλη καί ξεχωριστή διάκριση διαβαίνει – ἀξίως καί δικαίως νομίζω – καί πρός τήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Αὐστραλίας καί πρός τόν ἐκλεκτό λαό της, τόν ὁποῖον ἐδῶ καί ἕξι χρόνια διαποιμαίνω καί γιά τόν ὁποῖον ζῶ καί ἀναπνέω.

Παράλληλα, ὅμως, ἀναλογίζομαι ὅτι ἴσως ἡ ἀπόσταση πού χωρίζει τήν ἰατρική καί τήν ποιμαντική τέχνη τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι καί τόσο μεγάλη, καθώς καί οἱ δύο ὑπηρετοῦν τόν ἄνθρωπο, μέ διαφορετικές, ἀσφαλῶς, προϋποθέσεις, ἀλλά πάντα σέ μιά σωστική καί θεραπευτική προοπτική. Δέν εἶναι, ἐξάλλου, τυχαῖο, πώς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μετέρχεται μιά ἰατρική πρακτική, γνωστή γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς Του, ὅταν εἶπε, στήν «Παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη», «κατέδησε τά τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καί οἶνον» (Λκ. ι’, 34), γιά νά διδάξει τούς ἀνθρώπους τόν τρόπο πού θά πρέπει νά ἐνεργοῦμε  στή ζωή τοῦ «τραυματισμένου» ἀπό τήν ἁμαρτία καί τή φθορά συνανθρώπου μας.

Ἰατροί, λοιπόν, καί Ποιμένες μοιραζόμαστε τίς ἴδιες ἤ ἀνάλογες ἀγωνίες γιά τόν πάσχοντα, σωματικῶς καί πνευματικῶς, ἄνθρωπο τοῦ καιροῦ μας καί ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια θά προσπαθήσω νά ἰχνογραφήσω μερικές σκέψεις. Ἄλλωστε, οἱ ἐποχές τοῦ Nikolaus Kopernikus, τοῦ Giordano Bruno καί τοῦ Galileo Galilei ἀνήκουν πιά στό «χρονοντούλαπο» τῆς ἱστορίας. Ἡ ἐλευθερία τῆς ἔρευνας εἶναι δεδομένη καί ὁ διάλογος τῶν ἐπιστημῶν μιά ἀδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Ἑπομένως, μποροῦμε νά στοχαζόμαστε καί νά διαλεγόμαστε ἐλεύθερα∙ κι ὅποιος «Ἐλεύθερα συλλογᾶται, συλλογᾶται καλά»[2], κατά τόν Ρήγα Βελεστινλῆ, τόν Θετταλό, τόν μετέπειτα κληθέντα Φεραῖο.

ΙΙ. Τί ἐστιν ἄνθρωπος; Ψηφῖδες ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας.

Παρά τήν τεράστια πρόοδο τῆς ἰατρικῆς, τῆς γενετικῆς, τῆς ψυχολογίας καί πολλῶν ἀκόμη διαφορετικῶν περιοχῶν τῆς ἐπιστήμης, πού ἀσχολοῦνται μέ τόν ἄνθρωπο, ὑπό ὅλες του τίς ἐκφάνσεις, ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου παραμένει ἕνα ἀποκεκρυμμένο μυστήριο, ὅπως λέγει ἄλλωστε καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, αὐτάδελφος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «ἀθεώρητος ἡ τοῦ ἀνθρώπου φύσις»[3]. Καί τοῦτο διότι, καί πάλι κατά τόν ἴδιο ἐκκλησιαστικό συγγραφέα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος «κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν»[4] (πρβλ. Γεν. α’, 26) Θεοῦ καί ὅπως ἀκριβῶς ἡ θεία φύση παραμένει ἀκατάληπτος καί ἀπερινόητος, κατ᾽ ἀναλογίαν, καί ἡ ἀνθρωπίνη φύση εἶναι, στήν πραγματικότητα, ἕνα βαθύτατο μυστήριο.

Τό μυστήριο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τό ὁποῖο ἔγκειται ἀκριβῶς στό «κατ᾽ εἰκόνα», ὑποδηλώνει τή νοερά καί λογική φύση τοῦ ἀνθρωπου, τήν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως ἤ, ὅπως λέμε στή θεολογική ὁρολογία, τό «αὐτεξούσιον»[5].

Τό «αὐτεξούσιον» ἑδράζεται στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, κατά τό σύνολο τῆς πατερικῆς σκέψεως θεωρεῖται ὡς τό καθαρότερο καί ἀκραιφνέστερο «μέρος» ἤ «τόπος» τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως. Στό θεμελιῶδες ἐρώτημα «τί δέ νοῦς», ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ μέγας αὐτός μυστικός θεολόγος τῆς Ἀνατολῆς, θά ἀπαντήσει: «ψυχῆς τό καθαρώτατον καί λογικόν, εἰς θεωρίαν τῶν ὄντων καί προκατειλημμένων»[6]. Κατά τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ἀλλά καί κατά τήν ἰατρική ἐπιστήμη ὁ νοῦς ἀποτελεῖ τόν κυβερνήτη, τόν ἡγεμόνα ἤ τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς, σύμφωνα μέ μιά ἄλλη πατερική ὁρολογία. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στόν Πρύτανι τῆς Δογματικῆς, ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό: «ἡγεμονικόν μέν γάρ τῆς ψυχῆς καί τῆς σαρκός ὁ νοῦς∙ νοῦς δέ, τῆς ψυχῆς τό καθαρώτατον, ἀλλά καί νοῦς Θεός»[7].

Ὅλα τά ἀνωτέρω ἀναφέρθηκαν ὡς μιά εἰσαγωγή γιά νά καταλήξω στήν μεγάλη θεολογική καί ἀδιαπραγμάτευτη ἀλήθεια ὅτι ὁ νοῦς εἶναι προικισμένος μέ τή δύναμη ἤ καλύτερα τή δυνατότητα τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ναί, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό: «ὁ μέν νοῦς δύναμιν ἔχει διακριτικήν νοητῶν καί αἰσθητῶν, προσκαίρων καί αἰωνίων»[8], ὅπως λέγει καί πάλι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Ποιά εἶναι τώρα τά αἰώνια πού ἀναφέρει ὁ Μάξιμος, τά ὁποῖα μπορεῖ νά γνωρίσει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς; Στό ἐρώτημα αὐτό θά μᾶς δώσει τήν ἀπάντηση ὁ ἠγαπημένος Μαθητής, ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν -σέ τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν», (Ἰω. 17, 3). Ἡ αἰώνιος ζωή ταυτίζεται μέ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ.

Στό σημεῖο αὐτό φρονῶ ὅτι ὑπάρχει ἡ ἀναγκαιότητα μιᾶς καίριας διευκρινήσεως σχετικῆς μέ τό πολυσυζητημένο καί πολυδιαστρεβλωμένο ζήτημα τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγωνία γιά τήν κατάκτηση τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ[9] ἦταν ὁ λόγος πού ἐξεβλήθησαν τοῦ Παραδείσου ὁ Ἁδάμ καί ἡ Εὔα. Ἡ φιλοδοξία γιά προσπέραση καί ὑπέρβαση τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ὁδήγησε στήν σύγχυση τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ γιά τήν ὁποία ἀγωνίζεται ὁ σημερινός σύγχρονος ἄνθρωπος, χωρίς νά πιστεύει στό Θεό, δέν πλουτίζει πραγματικά τόν κόσμο, ἀντιθέτως ἀπορροφᾶ ἀπό τήν ὕπαρξή μας κάθε ἰκμάδα ζωντάνιας καί χαρᾶς, γι᾽ αὐτό ἄλλωστε ὁ σύγχρονος πολιτισμός δίνει τά πάντα ἀλλά ἀδυνατεῖ νά δώσει νόημα στό σύγχρονο ἄνθρωπο. Ὅλες αὐτές ὅμως οἱ συνέπειες ὑφίστανται διότι ἔχουμε παρερμηνεύσει τό τί σημαίνει γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δέν παραπέμπει σέ ἕνα εἴδος συγκρίσεως ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων μέ κάποιο ἄλλο ὁμοειδές ὑποκείμενο καί δέν ὁδηγεῖ σέ μιά κατάσταση παντοδυναμίας καί καταργήσεως τῶν κατά φύσιν δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δέν σημαίνει τήν κατάκτηση τοῦ Θεοῦ, πολλῷ δέ μᾶλλον, τήν κατάργηση τοῦ Θεοῦ. Γνώση τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι μετέχω σέ αὐτό πού εἶναι ὁ Θεός. Κοινωνῶ μαζί Του. Καί στό ἐρώτημα «τί εἶναι ὁ Θεός;», ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφής καί κατανοητή: «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α´ Ἰω. δ´, 16). Ἡ ἀγάπη εἶναι συστατικό τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, Τόν ὑποστασιάζει, συνιστᾶ τό εἶναι Του. Ἑπομένως μπορῶ νά ἀποκτήσω τή γνώση τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά θέλω ὡς ἄνθρωπος νά ἀποκτήσω τή γνώση τοῦ Θεοῦ ἤ διαφορετικά μπορῶ νά γνωρίσω τόν Θεό, μονάχα μέ ἕνα τρόπο: διά τῆς ἀγάπης. Ὅλα τά ἄλλα δημιουργοῦν παρενέργειες.

Σέ αὐτόν τόν ἀγαπητικό τρόπο ζωῆς καλεῖ ὁ Χριστός τόν ἄνθρωπο, ὅταν μᾶς δίνει δύο βασικές ἐντολές. Ἡ πρώτη: «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου…» (Μρ. ιβ´, 30). Καί ἡ δεύτερη, ἡ ὁποία τίθεται σέ ἰσόκυρη προοπτική καί βάση: «…ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Μρ. ιβ’, 31). Ἡ ἀγάπη δηλαδή πρός τόν Θεό, ἀπαραιτήτως, διέρχεται διά τοῦ συνανθρώπου μας, ἤ ὅπως, χαρακτηριστικότατα, θά ἐξηγήσει ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος «ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν…» (Α’ Ἰω. δ’, 20). Γιά τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀγάπη πρός τόν Θεό καί μίσος πρός τόν πλησίον ἤ δέν ὑφίσταται γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μονομερής ἀγάπη πρός τόν Θεό.

Αὐτό ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων καί τῆς σωτηριολογικῆς προοπτικῆς τοῦ ἀνθρώπου καί ἐπισφραγίζεται μέ τά ὅσα δίδαξε ὁ Χριστός λίγο πρίν τό πάθος Του, κατά τή βραδιά τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Εἶπε τότε χαρακτηριστικά πρός τούς μαθητές Του: «ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους…» καί συνεχίζοντας τόνισε: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω. ιγ´, 34-35). Νομίζω ὅτι ἡ ἐποχή στήν ὁποία ζοῦμε μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει νά κατανοήσουμε τό πόσο σημαντικό εἶναι αὐτό τό ὁποῖο εἶπε ὁ Χριστός. Δέν εἶπε ὅτι θά σᾶς θεωρῶ μαθητές μου ἐάν ἀγαπᾶτε ἐμένα, σέ ἀντίθεση μέ τούς σύγχρονους ἡγέτες τῆς γῆς, τούς μικρούς καί τούς μεγάλους, οἱ ὁποῖοι ἐξουθενώνουν τόν ἀνθρώπο πού δέν εἶναι δικός τους ἤ πού δέν ἀνήκει στήν παράταξή τους ἤ ἀκόμη καί στή θρησκεία τους. Ὁ Χριστός εἶπε δέν θέλω νά ἀγαπᾶτε ἐμένα ἀλλά νά ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας. Νά ἀγαπάει ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Καί ὅταν αὐτό γίνεται, τότε θά θεωρεῖστε γνήσιοι μαθητές μου.

Αὐτό πού, ἐν ὀλίγοις, ἐκλεκτοί παρόντες, προσπαθῶ νά πῶ εἶναι ὅτι ἡ πίστη πρός τόν Θεό, δέν εἶναι ὁμολογία κάποιων θεωρητικῶν ἀρχῶν, ἐν εἴδει μανιφέστου πολιτικοῦ κόμματος ἤ καταστατικοῦ κάποιου διεθνοῦς ὀργανισμοῦ, ἀλλά βίωμα ἀγαπητικῆς σχέσεως μετά τοῦ Θεοῦ διά τοῦ συνανθρώπου. Αὐτό πολλές φορές ἀκόμη καί ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί τό λησμονοῦμε καί ἀντί νά ἀγαποῦμε ἀναλωνόμαστε σέ μιά ἰδεολογικοποίηση τῆς πίστεως ἤ, ἐπιτρέψτε μου νά πῶ, ἐργαλειοποίηση τῆς θρησκείας μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται, λησμονώντας τό μεῖζον, πού εἶναι ἡ ἀγαπητική κοινωνία καί σχέση.

ΙΙΙ. Ἀναζητώντας τόν ἄνθρωπο.

Ἐνδεχομένως, κάνει κάποια ἐντύπωση στό πρῶτο ἄκουσμα, ἀλλά ἡ ἀναζήτηση ἀνθρώπου κατά τό γνωστό τοῦ Διογένη «Ἄνθρωπον ζητῶ», δέν εἶναι ἕνα αἴτημα πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν ἄνθρωπο πρός τόν συνάνθρωπό του∙ τό ἐρώτημα ἀπευθύνθηκε πρῶτα ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό στό πλάσμα του, ἤδη ἀπό τή Δημιουργία και, μάλιστα, μετά τήν πτώση, ὅπου ὁ ἄνθρωπος κρύβεται καί προσπαθεῖ νά καλύψει τή γυμνότητά του. Ὁ Θεός τότε τόν ἀναζήτησε λέγοντας «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» (Γεν. γ´, 9).

Προφανῶς καί τό ἐρώτημα τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει ἐνημερωτικό περιεχόμενο, γιατί ὁ Θεός δέν ἀγνοεῖ πού βρίσκεται ὁ Ἀδάμ, ἀφοῦ, ἀσφαλῶς, γνωρίζει τά πάντα, ἀκόμη καί πρίν αὐτά συμβοῦν. Διά τῆς ἐρωτήσεως αὐτῆς ὁ Θεός προσπαθεῖ νά ἀποκαταστήσει τή διαρραγεῖσα σχέση, ἁπλώνει, ἄν μοῦ ἐπιτρέπεται ἡ ἔκφραση, τό χέρι Του στό πλάσμα Του, τό ὁποῖο, ὅμως, τόν ἀποστρέφεται καί τόν ἀποφεύγει.

Ἡ πατερική σοφία θά μᾶς πληροφορήσει ὅτι ἡ ἐρώτηση αὐτή τοῦ Θεοῦ ἀπευθύνεται στόν κάθε ἄνθρωπο, μέ τό ἴδιο καί πάλι περιεχόμενο, ὄχι δηλαδή ὡς μιά ἀνακριτική διαδικασία, ὅπου ὁ Θεός τιμωρός ἐρευνᾶ καί θέλει νά ἀνακαλύψει τόν ἔνοχο, ἀλλά μέ τήν βαθύτερη ἔννοια τοῦ στοργικοῦ Πατέρα πού ἀναζητᾷ μέ τρυφερότητα τό μικρό παιδί, πού ὄντως ἔκανε μιά ἀταξία. Καί ὁ Πατέρας τό ἀναζητᾶ ὄχι γιά νά τό τιμωρήσει ἀλλά γιά νά τό περιβάλει μέ ὅση ἀγάπη διαθέτει, νά τό ἀγκαλιάσει καί νά ἀποκαταστήσει τήν τραυματισμένη σχέση.

Ἡ ἀναζήτηση αὐτή τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἀληθοῦς σχέσεως καί κοινωνίας μέ τόν ἄλλον ἄνθρωπο παραμένει διαχρονική, παρά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Γι᾽ αὐτό καί ἡ διασάλευση τῆς ζωτικῆς σχέσεως Θεοῦ καί ἀνθρώπου θά φέρει καί τή διατάραξη τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἄλλον ἄνθρωπο, τόν συνάνθρωπο ἀλλά καί σύνολη τή Δημιουργία, ἡ ὁποία «συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η’, 19), μετέχοντας ἔτσι στήν ὀντολογική αὐτή ἔκπτωση. Ὅμως, παρά αὐτόν τό σκοτασμό πού ἐπέρχεται, ἡ ἀναζήτηση παραμένει: «Ἄνθρωπον ζητῶ», καί ὁ «Διογένης» τῆς κάθε ἐποχῆς, κρατώντας τό φανάρι του, θά ἀναζητᾷ ἐπιμόνως «ἄνθρωπον» καί δέν θά βρίσκει, δηλαδή, δέν θά βρίσκει αὐτήν τήν ἀληθινή σχέση πού νοηματίζει τή ζωή του, τή σχέση ἐκείνη πού πηγαίνει πέρα ἀπό τά στενά βιολογικά ὅρια, τή σχέση τελικά μ᾽ ἕναν προσωπικό Θεό, διότι πάντα τό ζητούμενο εἶναι ὁ Θεός, ἔστω καί ἄν, κατ᾽ ἐπίφασιν, ἀναζητῶ τόν ἄνθρωπον.

Αὐτό τό ἀδιέξοδο, τό τέλμα στό ὁποῖο ἔχουν φτάσει τά πράγματα, θά τό ἐκφράσει μέ τόν πλέον ξεκάθαρο καί βιωματικό τρόπο ὁ παραλυτικός τῆς Βηθεσδᾶ[10], ὅπου ἀνέμενε τεσσαράκοντα ἔτη τόν ἄγγελο νά κατέβει γιά νά ταράξει τό ὕδωρ[11] τῆς κολυμβήθρας προκειμένου νά θεραπευτεῖ. Ὁ παραλυτικός ζοῦσε ὅλο τό δράμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, τήν ἀπόρριψη, τήν ἐγκατάλειψη, τήν μοναξιά, τήν ἔλλειψη τῆς ἀνθρωπιᾶς, ἴσως νά πίστευε ὅτι ἀκόμη καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός τόν εἶχε ἐγκαταλείψει, ἀφοῦ μιά ὁλόκληρη ζωή ἀνέμενε τή θεραπεία, ἡ ὁποία δέν ἐρχόταν. Αὐτή, λοιπόν, ἡ βασανισμένη ψυχή θά ἐκφράσει ὅλο τό τραγικό δράμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (Ἰω. ε’, 7). Δέν ἔχω κανένα. Εἶμαι μόνος μου! Τελικά τό «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» τοῦ παραλυτικοῦ καί τό «ἄνθρωπον ζητῶ» τοῦ Διογένους ἐκφράζουν τήν ἴδια ὑπαρξιακή πραγματικότητα.

ΙV. Λεωφόροι τοῦ διαδικτύου – Ἀπό τό πρόσωπο στό «προφίλ».

«Ἄνθρωπον ζητῶ» στίς λεωφόρους τοῦ διαδικτύου εἶναι τό φαινόμενο τῆς ἐποχῆς καί αὐτό συμβαίνει, ὄχι διότι δέν ὑπάρχει πιά ἡ προβατική κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδᾶ. Σήμερα ἡ ἐπιστήμη καί ἡ τεχνολογία ἔχουν προχωρήσει καί αὐτή ἡ ἐξέλιξη ἔχει δημιουργήσει νέα δεδομένα ζωῆς. «Ἡ Ἐκκλησία χαρακτηρίζει τήν ἱκανότητα πρός ἐπιστημονική ἔρευνα “θεόσδοτον δῶρον εἰς τόν ἄνθρωπον” ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στήν Ἁγία Γραφή “καί αὐτός ἔδωκεν ἀνθρώποις ἐπιστήμην ἐνδοξάζεσθαι ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ” (Σόφ. Σείρ. 38, 6). Παράλληλα ὅμως “ἐπισημαίνει τούς κινδύνους ποῦ ὑποκρύπτονται εἰς τήν χρῆσιν ὡρισμένων ἐπιστημονικῶν ἐπιτευγμάτων”. Ἡ πρόοδος τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας δέν πρέπει νά ἐκτυλίσσεται εἰς βάρος τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τῆς ἐλευθερίας του. Παρά τό γεγονός ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι “τεχνοφοβική”, ἐπισημαίνει τούς κινδύνους πού ἐλλοχεύουν ἀπό τήν κατάχρηση ἢ τήν κακή χρήση τῆς Τεχνητῆς Νοημοσύνης [καί τοῦ διαδικτύου γενικότερα], ὅπως εἶναι ἡ ἐξάρτηση ἀπό τήν τεχνολογία, ἡ ἀποκοινωνικοποίηση, ἡ ἀλαζονική αὐτοαντίληψη καί νοοτροπία, ἡ ἀποδυνάμωση τῆς πίστεως κ.α.»[12].

Ἡ παραπάνω δήλωση προέρχεται ἀπό τά πορίσματα τοῦ Β´ Συνεδρίου Βιοηθικῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου καί ἔκρινα σκόπιμο νά διαβάσω αὐτό τό ἐπίσημο κείμενο γιά νά μήν ὑπάρχει, κατ᾽ ἀρχήν, ὁποιαδήποτε ἀμφιβολία γιά τή στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στήν τεχνολογία καί τό διαδίκτυο, μιά σχέση πού ἔχει δοκιμαστεῖ στό παρελθόν ἀκόμα καί στόν ὀρθόδοξο χῶρο. Νά σημειώσω μόνον ὅτι ἡ συζήτηση παραμένει πάντοτε ἀνοικτή μέ ποικίλες τάσεις καί θεωρίες νά διαμορφώνονται γιά νά περιγράψουν τήν ὄντως δύσκολη καί συχνότατα συγκρουσιακή αὐτή σχέση, καί τίς ὁποῖες θεωρίες ἀναφέρω κωδικοποιημένες, ὅπως τίς ταξινομεῖ ὁ συστηματικός Λουθηρανός θεολόγος Ted Peters: πρόκειται γιά τίς θεωρίες τῆς Σύγκρουσης (Conflict theory), τῆς Ἀνεξαρτησίας (Independence theory), τοῦ Διαλόγου (Dialogue theory) καί τῆς Σύνθεσης (Integration theory), οἱ ὁποῖες μποροῦν θά ὑπαχθοῦν σέ δύο μεγάλες ὁμάδες: τίς συγκρουσιακές (warfare) καί τίς συμφιλιωτικές (nonwarfare)[13].

Σέ κάθε περίπτωση, ὅποια καί ἄν εἶναι ἡ στάση τοῦ καθενός μας, ἀπέναντι στίς σύγχρονες τεχνολογίες καί ἰδιαίτερα στό διαδίκτυο καί τήν Τεχνητή Νοημοσύνη, ἕνα εἶναι τό σίγουρο∙ ἔχουν εἰσβάλει ἐπιθετικά, σαρωτικά θά ἔλεγα, στή ζωή μας καί εἶναι, μᾶλλον, ἀνόητο νά ἰσχυριστεῖ κάποιος ὅτι μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλον τρόπο δέν μᾶς ἐπηρεάζουν. Μάλιστα, πρίν μιά δεκαετία δημοσιεύεται στήν Standford Daily ἕνα ἄρθρο μέ τόν τίτλο “From Homo Sapiens to Homo Technologicus”, ὅπου ἡ συγγραφέας Mindy Perkins λέγει τό ἑξῆς ἐντυπωσιακό, τρομακτικά ἐντυπωσιακό, γιά νά ἀκριβολογήσω: «Ἔχουμε τήν τάση νά θεωροῦμε τούς ἀνθρώπους ὡς δημιουργούς τεχνολογιῶν. Ἀλλά πόσο συχνά θεωροῦμε τήν τεχνολογία ὡς διαμορφωτή τῶν ἀνθρώπων; Συνήθως, ὅταν τό κάνουμε αὐτό, φανταζόμαστε ἀλλαγές στήν ἀτομική μας ζωή: Τήν ἔλευση τοῦ διαδικτύου γιά παράδειγμα ἢ τήν ἐμφάνιση τοῦ Facebook. Ὡστόσο, σέ ὅλη τήν ἱστορία, ἡ τεχνολογία ἔχει ἐπηρεάσει τούς ἀνθρώπους σέ ἕνα πολύ βαθύτερο ἐπίπεδο – αὐτό τῆς βιολογίας. Καθώς ἡ τεχνολογία καί ὁ πολιτισμός συνεχίζουν νά ἐπηρεάζουν τήν ἀνθρώπινη ζωή σέ εὐρεῖα κλίμακα, θά πρέπει νά ἐξετάσουμε τήν πιθανότητα οἱ τρέχουσες τάσεις καί οἱ κοινωνικές συμπεριφορές νά ἐπηρεάσουν τήν ἀνθρώπινη ἐξέλιξη στίς ἑπόμενες γενιές»[14]. Σήμερα γνωρίζουμε πιά μέ βεβαιότητα ὅτι τό διαδίκτυο μπορεῖ νά ἐπηρεάσει τή νευροφυσιολογία τοῦ ἐγκεφάλου, τήν ἀνάπτυξή του καί, συνεπῶς, τή συμπεριφορά μας[15].

Ἔχω τήν αἴσθηση ὡστόσο, ὅτι ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος πού ἐλλοχεύει εἶναι ἡ μετατροπή τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου σέ ἕνα εἶδος «τεχνοφύσης»[16], ἀφοῦ πλέον ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἄλλο ἄνθρωπο καί τό περιβάλλον διέρχεται, σέ ὅλο καί μεγαλύτερο βαθμό, μέσα ἀπό τή μηχανή – τήν τεχνολογία, καθώς τό ἀνθρώπινο πρόσωπο βρίσκεται συνεχῶς κολλημένο μπροστά σέ μιά ὀθόνη. Μέ τήν ραγδαία ἐξάπλωση τοῦ διαδικτύου, μέ τήν ἐπέλαση τῆς τεχνητῆς νοημοσύνης, γιά πρώτη, ἴσως, φορά «ὁ ἄνθρωπος διακινδυνεύει νά μετατραπεῖ ἀπό ἐλεύθερο πρόσωπο σέ ἀντικείμενο-πρᾶγμα ἤ ἀκόμη πιό ἐφιαλτικά σέ ἄνθρωπο-μηχανή (βιολογικές χίμαιρες καί ὑβριδικά cyborgs)»[17].

Δέν ξέρω ἄν εἶναι μιά ἀπαισιόδοξη στάση καί πρόβλεψη καί κατά πόσο ἀποτελεῖ σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας νά μιλάμε γιά μία ψηφιακή, ἤ μᾶλλον, «ὀντολογική μετάλλαξη» τοῦ ἀνθρώπου σέ κάποια χρόνια ἀπό σήμερα, ἀφοῦ ἡ ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στή μηχανή θά σημάνει τήν ἀπώλεια τῆς ἐλευθερίας του καί, ὡς ἐκ τούτου, τή διασάλευση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, διότι πρόσωπο δίχως ἐλευθερία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει. Ὁ κίνδυνος, βεβαίως, δέν εἶναι νά ἐκπέσει τό πρόσωπο ἁπλῶς σέ προσωπεῖο, μέ τήν ἀρχαιοελληνική ἔννοια τοῦ ὅρου, διότι ἀκόμα καί ἔτσι ὑπάρχει ἡ γεύση ἤ ἔστω ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας[18]. Ὁ ἔσχατος κίνδυνος εἶναι τό προσώπο νά ἐκφυλιστεῖ σέ «προφίλ» στά μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης, δηλαδή σέ μιά περίκλειστη στό ψηφιακό της κόσμο ὀντότητα, ἀνελεύθερη καί δέσμια τῶν likes καί τῶν followers, ἀκοινώνητη καί ἄσχετη στήν πραγματικότητα, ἀφοῦ ἡ ἀληθινή κοινωνία καί σχέση περιλαμβάνει ἐξάπαντος τήν πραγματική παρουσία καί τήν ἀνθρώπινη ἐπαφή∙ τό ἄγγιγμα, τή μυρωδιά, τό χάδι, τό φιλί, ἕναν περίπατο στή θάλασσα, ἕνα φαγητό γύρω ἀπό ἕνα τραπέζι, τό κλάμα σέ μιά ἀγκαλιά, τό γέλιο σέ μιά παρέα, τή φιλία, τόν ἔρωτα καί πολλά ἄλλα ἀκόμη, τά ὁποῖα καταργοῦνται ἀπό τήν μηχανιστική ἐπικοινωνία.

V. Σχέσεις ἄσχετες-Ἐλευθερία ἀνελεύθερη.

Ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας πού καθορίζεται ἀπό τό «αὐτεξούσιον» τοῦ ἀνθρώπου -καί τοῦτο νομίζω ἔχει γίνει ξεκάθαρα κατανοητό, ἀπό ὅσα φτωχά προσπάθησα νά περιγράψω μέχρι τώρα-, εἶναι το μεῖζον, καί αὐτό τό ὀντολογικό μέγεθος, πού καλοῦμε ἐλευθερία εἶναι ὑπαρκτικό ἰδίωμα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί, σέ καμία περίπτωση δέν ἀποτελεῖ καί ὑπαρκτικό ἰδίωμα τῆς μηχανῆς, ἀκόμα καί ἄν ἡ μηχανή, ὑπό τήν ὅποια της ἔκφανση, ἀποκτήσει τήν ἱκανότητα νά ἐπιλέγει «ἐλεύθερα». Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄλλης ποιότητος, ἄλλης μορφῆς, ἄλλης τάξεως, διότι δέν ἀσκεῖται ἁπλῶς ὡς ἐκλογή μεταξύ πολλῶν ἐνδεχομένων ἀλλά διαμορφώνεται μέσα ἀπό μιά ἀγαπητική σχέση καί κοινωνία. Νά τό πῶ διαφορετικά: ἡ Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεῖ νά μᾶς γράψει ἐξαιρετικές προσευχές. Δέν μπορεῖ ὅμως νά προσευχηθεῖ.

Τό ὅραμα ἤ, μᾶλλον, ὁ ἐφιάλτης τοῦ «μετα-ανθρώπου» εἶναι νομίζω ἀκριβῶς αὐτό∙ τό ὄν ἐκεῖνο πού ἔχοντας ὑπερβεῖ τήν ἀνθρώπινη κατάσταση, μέ τούς περιορισμούς πού αὐτή συνεπάγεται, ἔχει ἀποκτήσει πλέον ὑπεράνθρωπες ἰδιότητες καί ἱκανότητες. Τοῦτο βεβαίως εἶναι μιά χίμαιρα, ὅπως ἀπέδειξε ὁ Kurt Gödel μέ τό γνωστό «Θεώρημα τῆς μή πληρότητας»[19]. Ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά πηγαίνει τή σκέψη του ἕνα βῆμα πάρα πέρα εἶναι ἀνεξάντλητη, ἐνῷ ὁ ὑπολογιστής φαίνεται πώς θά λειτουργεῖ μέ βάση τόν προγραμματισμό τοῦ κατασκευαστή. Καί ἐνῶ ὑπό φυσιολογικάς συνθῆκας ὁ δημιουργός τῆς τεχνολογίας πάντα θά προηγεῖται τοῦ δημιουργήματός του, στήν περίπτωση τοῦ μετανθρωπισμοῦ, οἱ ὁπαδοί του πρεσβεύουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μετεξελιχθεῖ σ᾽ ἕνα ὄν πού δέ διαφέρει οὐσιαστικά ἀπό τίς εὐφυεῖς μηχανές θέτoντας τή μηχανή σέ ἀνώτερο ἐπίπεδο ἀπό τόν ἄνθρωπο[20].

Κι ἐδῶ πιστεύω ὅτι ἔγκειται τό πρόβλημα, στήν «τεχνο-λογικο-ποίηση», ἐπιτρέψτε μου τόν ὅρο, τοῦ ἀνθρώπου, στήν ἀντίληψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία μηχανή, περίπλοκη ἔστω καί ἀνεξερεύνητη στήν ὁλότητά της, ἀλλά ἐξάπαντος μηχανή. Πρᾶγμα στό ὁποῖο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκφράζει τή ριζική της διαφωνία, ὅπως μέ ἐνάργεια καί «ἀπολυτότητα» τόνισε ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης[21].

Σήμερα ἤδη ζοῦμε τά ἐπίχειρα αὐτῆς τῆς τεχνολογικοποίησης τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς, κατ᾽ ἐπίφασιν, ἐπικοινωνίας πού προσφέρουν τά μέσα κοινωνικῆς δικτυώσεως καί τό διαδίκτυο ἐν γένει. Ἡ πηγαία, ἀδιαμεσολάβητη, πρόσωπο πρός πρόσωπο κοινωνία ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπό τό μήνυμα, τό εἰκονίδιο, τήν ἐφαρμογή… Σταματήσαμε νά μιλᾶμε καί προτιμοῦμε νά στέλνουμε μηνύματα, τά ὁποῖα δέν ἔχουν χρῶμα, ἔνταση, συναίσθημα, ὅσο κι ἄν προσπαθοῦμε, ματαίως κατά τήν ταπεινή μου ἄποψη, νά τά «ζωντανέψουμε» μέ τά γνωστά σέ ὅλους “emojis”. Ὑπάρχουν σήμερα συνάνθρωποί μας πού δέν μποροῦν νά ἐκφραστοῦν χρησιμοποιώντας τόν προφορικό λόγο ἤ δέν μποροῦν νά διαλεχθοῦν ζωντανά, παρά μόνο μέσῳ μηνυμάτων. Οἱ νέοι μας, σέ συντριπτικό βαθμό, σταμάτησαν νά γνωρίζουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέσα ἀπό μιά ὅμορφη ἀνθρώπινη κουβέντα, μιά κλεφτή ματιά, ἕνα ἀνεπαίσθητο ἄγγιγμα. Δέν ὑπάρχει πιά αὐτό τό «προέκυψε» τοῦ ἔρωτα καί τῆς σχέσης τῶν δύο φύλων γιατί γιά ὅλα ὑπάρχουν ἐφαρμογές -οἱ λεγόμενες ἐφαρμογές γνωριμιῶν- ὅπου ἐκτίθενται σώματα συνήθως καί ὄχι πρόσωπα. Σήμερα ὑπάρχει καί αὐτό τό φαινόμενο, τό ὁποῖο εἶναι ἀνησυχητικό καί βέβαια δέν θά ἀναλύσω τούτη τήν ὥρα τίς ἀνησυχίες μου καί τίς ἀγωνίες μου. Θά καταγράψω μόνο τό γεγονός. Παλαιότερα οἱ ἄνθρωποι πρῶτα ἀγαποῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Μετά ἄγγιζαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Μετά προχωροῦσαν σέ γάμο καί μετά ὁλοκλήρωναν τή σχέση τους. Σήμερα δύο ἄνθρωποι πρίν ἀκόμη συναντηθοῦν ἀπό κοντά, ἔχουν ἀνταλλάξει προσωπικές καί ἰδιωτικές φωτογραφίες μέσω τῶν ἐφαρμογῶν. Καί ὅταν πιά γίνει ἡ συνάντηση, ὁ ἕνας ἔχει δεῖ τό σῶμα τοῦ ἄλλου διαδικτυακά.

Ἔχουμε πλέον εἰσέλθει σέ μιά ἄλλη διαδικασία καί σέ ἕνα ἄλλο τρόπο ζωῆς. Θύματα τῆς εἰκόνας, τῶν ἀκολούθων (followers) καί τῶν likes, χάνουμε τήν πραγματική ζωή καί βυθιζόμαστε σέ μιά εἰκονική πραγματικότητα, στήν πραγματικότητα τῆς τεχνολογίας καί τοῦ διαδικτύου. Σ᾽ ἕνα τοῖχο -τοῖχο κανονικό καί ὄχι ψηφιακό- διάβασα μιά κραυγή ἀγωνίας, μιά δραματική ἔκκληση: «Σβῆσε τό FaceBook καί βγές στή βροχή», πού σημαίνει βγές στήν πραγματική ζωή, ἀπόκτησε ξανά ἐπαφή μέ τή φύση, νιώσε τή λυτρωτική καί καθαρτική ἐμπειρία τῆς βροχῆς, ἀπελευθερώσου ἀπό τά ψηφιακά σου δεσμά, πού δέν σ᾽ ἀφήνουν νά ζήσεις πραγματικά, διότι γιά νά ζήσεις πραγματικά ἔχεις ἀνάγκη τό πρόσωπο καί ὄχι τό «προφίλ». Αὐτό εἶναι τό βαθύτερο πρόβλημα, χάσαμε τό πρόσωπο καί στή θέση του τοποθετήσαμε τό «προφίλ». Χάνω τό πρόσωπο ὅμως σημαίνει χάνω τήν ἐλευθερία μου μέσα στόν ὑποτιθέμενο χώρο τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας, χάνω καί τήν δυνατότητα νά κοινωνῶ, ἐν ἀγάπῃ, μέ τόν ἄλλον ἄνθρωπο. Καί χρησιμοποιῶ ἐνσυνείδητα τή φράση χάνω τό πρόσωπο «γιατί τό πρόσωπο ἔχει νά κάνει μέ τή σχέση καί τήν ἀναφορά. Εἶναι γενογός ἐλευθερίας, ὄχι ἐξαναγκασμοῦ. Ὁ Θεός -ὅπως νοεῖται στήν Ὀρθοδοξία- δημιουργεῖ ἀπό τό τίποτα, ἀπό τό μηδέν, τόν ἄνθρωπο καί τόν καλεῖ νά βρίσκεται σέ διαρκῆ κοινωνία μαζί Του. Ἡ καταφατική ἀπάντηση σ᾽ αὐτήν τήν κλήση κάνει τόν ἄνθρωπο πρόσωπο»[22].

Ἡ καθήλωση, πραγματική καί μεταφορική, μπροστά ἀπό τήν ὀθόνη τοῦ ὑπολογιστῆ ἤ τοῦ κινητοῦ εἶναι πού ὅταν ὑπερβεῖ τό μέτρο καί ἀντικαταστήσει τήν πραγματική ζωή δημιουργεῖ καί ὅλες τίς ὑπόλοιπες «καθηλώσεις» ψυχικές, πνευματικές, κοινωνικές καί ἀνθρωπολογικές∙ καί ὅλες ἐκεῖνες τίς ἐξαρτήσεις γιά τίς ὁποῖες μιλᾶτε ἐσεῖς οἱ ἐπιστήμονες. Διότι, ἐξάρτηση ἀπό τή μηχανή, ὅπως καί κάθε ἄλλη ἐξάρτηση, σημαίνει οὐσιαστικά ἀπουσία σχέσης μέ τόν ἄλλον ἄνθρωπο, καθήλωση στό ἐγώ μου, ἐγκλωβισμό στά προσωπικά μου ἀξιέξοδα καί στεγανά, ἀδυναμία νά κοινωνήσω μέ τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ἀπομόνωση στήν ἐγωιστική μου ἀποκλειστικότητα. Σήμερα πιά, πέρα ἀπό τόν ἐθισμό καί τίς ἐξαρτήσεις ἀπό τό ἀλκοόλ, τό τσιγάρο καί τά ναρκωτικά, ὁ Παγκόσμιος Ὀργανισμός Ὑγείας μιλᾷ γιά τήν ἐξάρτηση ἀπό τό διαδίκτυο, καί ὅλοι τό ξέρουμε ὅτι ἐξάρτηση ἀπό τό διαδύκτυο σημαίνει ἐξάρτηση ἀπό τήν ὀθόνη.

Ἰδιαίτερη ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ ἐξάρτηση τῶν παιδιῶν ἀπό τό διαδίκτυο, ἡ ὁποία ὁρίζεται στήν 11η Ἀναθεώρηση τῆς Διεθνοῦς Ταξινόμησης Νοσημάτων (ICD-11) ὡς διαταραχή τοῦ παιχνιδιοῦ[23]. Καί προφανῶς δέν ὑπάρχει μόνο ἡ ἐξάρτηση ἀπό τά βιντεοπαιχνίδια – videogames∙ οἱ εἰδικοί μιλοῦν γιά ἐθισμό στό «cybersex», στίς ψηφιακές σχέσεις (cyber relations), στόν διαδικτυακό καταναγκασμό (τυχερά παιχνίδια, ἀγορές κ.λπ.) καί στήν ὑπερβολική ἀναζήτηση πληροφορίας[24].

Ἡ βιβλιογραφία εἶναι τεράστια καί δέν νομίζω ὅτι ἔχει νόημα νά παραθέσω ποσοστά γιά τό πόσα παιδιά πηγαίνουν κάθε μέρα στό σχολεῖο νυσταγμένα ἐπειδή «σκρολάρουν» καί «τσατάρουν» στό κινητό μέχρι τά ξημερώματα ἤ πόσα παιδιά δέν ἔπαιξαν ποτέ στή βροχή, διότι προτίμησαν νά «διασκεδάσουν» μπροστά σέ μιά ὀθόνη. Ἐκεῖνο πού νομίζω ὅτι ἔχει σημασία εἶναι νά ἀναζητήσουμε τό πρόσωπο πίσω ἀπό τό προφίλ, τόν ἄνθρωπο πίσω ἀπό τή μηχανή, τή σχέση πίσω ἀπό τήν κοινωνική δικτύωση, τό λόγο πίσω ἀπό τό chat, τό συναίσθημα πίσω ἀπό τό emoji, τή γνώση πίσω ἀπό τήν πληροφορία… Ὅπως προεῖπα, ἡ τεχνολογία καί τό διαδίκτυο εἶναι μιά πραγματικότητα καί δέν
ὑπάρχει ἐπιστροφή, ἄλλωστε ἔχουν προσφέρει τόσα καλά στόν ἄνθρωπο πού θά ἤμασταν ἐντελῶς ἄδικοι ἄν ζητούσαμε νά καοῦν στήν πυρά. Ὅμως, ὡς Ἐκκλησία, ὡς ἰατρική καί ἐπιστημονική κοινότητα, εὐρύτερα, καί ὡς κοινωνία, συνολικά, ὀφείλουμε μέ κάθε κόστος, νά ξαναβροῦμε τή χαμένη μας ἀνθρωπιά καί αὐτό εἶναι πού θά κάνει ὄχι μόνο τό διαδίκτυο καλύτερο καί χρησιμότερο ἀλλά τόν κόσμο μας ὀμορφότερο ἤ, τοὐλαχιστον, καί γιά νά παραφράσω τόν ποιητή, ἄν δέν μποροῦμε ν᾽ ἀλλάξουμε τόν κόσμο, ἄς προσπαθήσουμε τοῦτο:

«Κι ἄν δέν μπορεῖς νά κάμεις τήν ζωή σου ὅπως τήν θέλεις,

τοῦτο προσπάθησε τουλάχιστον

ὅσο μπορεῖς: μήν τήν ἐξευτελίζεις

μές στήν πολλή συνάφεια [τοῦ διαδικτύου],

μές στές πολλές κινήσεις κι ὁμιλίες»[25].

VΙ. Ἐπαναδιατυπώνοντας τόν τίτλο…Ἡ λύση τοῦ δράματος.

Ἐκλεκτοί παρόντες,

Σκεπτόμενος πώς θά κλείσω αὐτήν τήν ὁμιλία στό μυαλό μου ἦρθε τό ἕργο τοῦ Marcel Proust «Ἀναζητώντας τόν χαμένο χρόνο»[26] καί γιά μιά στιγμή πίστεψα πώς μεταλλάσσοντας τόν τίτλο σέ «Ἀναζητώντας τόν χαμένο ἄνθρωπο» θά ἦταν ἕνα ἔξυπνο ἐφεύρημα. Ὅμως, ἡ ἀναζήτηση θά ἦταν καί πάλι ἀλυσιτελής, ὁ ἄνθρωπος παρά τή θεϊκή του καταγωγή εἶναι θύμα τῆς ἴδιας του τῆς ἐπιλογῆς, τῆς ἀδήριτης ὀντολογικῆς ἀναγκαιότητος τῆς φύσεως.

Ἡ λύτρωση ἀπό τήν ἀδιέξοδη φυσική ἀναγκαιότητα εἶναι ἕνα Πρόσωπο (τό Π μέ κεφαλαῖο), εἶναι τό Πρόσωπο Ἐκείνου, ὁπότε ὁ τίτλος τῆς ταπεινῆς αὐτῆς ὁμιλίας ἀναδιατυπώνεται γιά νά προσβλέπει στή λύση τοῦ ἀνθρωπίνου δράματος. Ἐν τέλει ναί στήν ἀναζήτηση, «Ἄνθρωπον ζητῶ», ἀλλά τόν ἀναζητῶ μέ τό πνεῦμα τῆς προσδοκίας τῶν Ἐθνῶν «Θεάνθρωπον ζητῶ». Καί ἡ διαφυγή ἀπό τό ἀδιέξοδο συνίσταται στό μεγάλο «ναί» τῆς ἀνθρωπότητος… Ναί, «Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν· ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον Χριστός» (Ἰω. α´, 42).

Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τήν ὑπομονή σας.


[1] Ἡ φράση, ὡς γνωστόν, ἀποδίδεται στόν φιλόσοφο Διογένη τόν Κυνικό (412 π.Χ. – 323 π.Χ.), ὁ ὁποῖος: «Λύχνον μεθ’ ἡμέραν ἅψας περιῄει, λέγων∙ «Ἅνθρωπον ζητῶ», στό M. Marcovich (Ed.), Diogenis Laertii-Vitae philosophorum, vol. II: Excerpta Byzantina et Indices στή σειρά Bibliotheca scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana, Β. G. Teubner, Stutgardiae et Lipsiae 1999, σ. 270.

[2] Ρ. Βελεστινλῆ Θετταλοῦ, Φυσικῆς Ἀπάνθισμα, Ἐκ τῆς Τυπογραφίας Τράττνερ, Βιέννη 1790, σ. 24.

[3] Γρηγορίου Νύσσης, Περί Κατασκευῆς Ἀνθρώπου, PG 44, 153 C.

[4] Ἑντελῶς ἐπιλεκτικῶς βλ. Σ. Καλαντζάκη, Ἡ Θεολογία τῆς Δημιουργίας στήν Παλαιά Διαθήκη, Ἐκδ. Γράφημα, Θεσ/νίκη 2016, σ. 179-207, Π. Νέλλα, Ζῶον Θεούμενον, Ἐκδ. Ἑποπτεία, Ἀθήνα 1979, σ. 19-45, Ἰ. Καραβιδόπουλου, «Εἰκών Θεοῦ» καί «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» παρά τῷ Ἀποστόλῳ Παύλῳ,

Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς Θεολογικῆς Σχολῆς-Παρατ. τ. 8, Θεσ/νίκη 1964, σ. 33-42, N. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β’, Ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 2016, σ. 194—201, Ν. Ξεξάκη, Ὀρθόδοξη Δογματική Θεολογία, Ἐκδ. Ἔννοια, Ἀθήνα 2012, σ. 462-500.Δο

[5] «τό μέν γάρ κατ΄ εἰκόνα, τό νοερόν δηλοῖ καί αὐτεξούσιον», Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως-Κεφ. ιβ’, Περί Ἀνθρώπου, PG 94, 920 Β, «τό κατ’ εἰκόνα Θεοῦ γεγενῆσθαι τόν ἄνθρωπον, τοῖς μέν τό λογικόν καί αὐτεξούσιον πάρεστη νοεῖν», Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Τά Ἀμφιλόχια-Ἐρωτ. λϚ’, PG 101, 252 Α.

[6] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περί Ψυχῆς, PG 91, 361 A.

[7] Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, PG 94, 1005 B.

[8] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον, PG 90, 412 D.

[9] Περί γνώσεως Θεοῦ βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Α΄, Ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 2016, σ. 36-59 & J. D. Zizioulas (Ed. D. Knight), Lectures in Christian Dogmatics, T & T Clark, New York 2008, σ. 9-39.

[10] Τό ὄνομα Βηθεσδά (ἤ Βηθζαθά ἤ Βηζαθά ἤ Βηθσαιδά) ἑρμηνεύεται «οἶκος ἐλέους». Ἡ ὀνομασία τῆς πηγῆς, πιθανῶς, ἀναφέρεται στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία ὀφείλεται ἠ εὐεργετική αὐτή πηγή καί ἡ ὁποία ἀγαθότητα ἐκδηλωνόταν διά τῶν πολλῶν ἐκεῖ συντελουμένων θεραπειῶν,  Π. Ν. Τρεμπέλα, Ὑπομνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγελιον, Ἐκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1969, σ. 171-172.

[11] Δέν ξέρουμε πόσο συχνό ἦτον τό φαινόμενο. Πάντως, κατά τόν Δίδυμο τόν Τυφλό, «ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ», μία καί μόνη φορά κάθε χρόνο συνέβαινε ἡ κάθοδος τοῦ ἀγγέλου, Περί τῆς Τριάδος, PG 39, 708 A.

[12] Πορίσματα τοῦ 2ου Συνεδρίου Βιοηθικῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Ρέθυμνο 29 Νοεμβρίου-1 Δεκεμβρίου 2024 στήν ἱστοσελίδα https://ec-patr.org/porismata-toy-2oy-synedrioy-vioithikis/

[13] T. Peters, “Science and Religion”, στό: L. Jones (ed.), Encyclopedia of Religion, v. 12, Thomson Gale, New York 22005, σ. 8180-8192.

[14] https://stanforddaily.com/2015/01/19/from-homo-sapiens-to-homo-technologicus/ (προσπέλαση 01/11/2025).

[15] Μ. Korte, “The impact of the digital revolution on human brain and behavior: where do we stand?”, Dialogues Clin. Neurosci. (2020) 22, p. 101-111, J. Hutton et al., “Digital Media and Developing Brains: Concerns and Opportunities”, Current Addiction Reports (2024) 11, p. 287–298, H. Lee et al., “Effects of digital interventions on neuroplasticity and brain function of individuals with developmental disabilities: A systematic review”, Internet Interventions (2025) 41, p. 1-18.

[16] Βλ. σχετικῶς Σ. Γιαγκάζογλου, «Θεολογία καί Τεχνητή Νοημοσύνη», Θεολογία (2020) 91, σ. 96-97.

[17] Σ. Γιαγκάζογλου, ὅ. π., σ. 99.

[18] Βλ. τό κλασικό ἄρθρο τοῦ Ἰ. Ζηζιούλα (Μητρ. Περγάμου), «Ἀπό τό Προσωπεῖον εἰς τό Πρόσωπον» στόν Τιμητικό Τόμο Χαριστήρια εἰς Τιμήν τοῦ Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσ/νίκη 1977, σ. 287-323.

[19] «Gödel’s Incompleteness Theorems» στό Standford Encyclopedia of Philosophy, διαδικτυακά στήν ἱστοσελίδα https://plato.stanford.edu/entries/goedel-incompleteness/ (προσπέλαση 01/11/2025).

[20] Ἀθ. Μουστάκη, «Πτυχές ἀνθρωπολογίας τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἡ προσδοκία τοῦ Μετανθρώπου στή Μετανεωτερική Ἐποχή», Θεολογία (2020) 31, σ. 215-217.

[21] Ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ Συγχρόνῳ Κόσμῳ, § 12 στήν ἱστοσελίδα https://www.holycouncil.org/mission-orthodox-church-todays-world_el (προσπέλαση 01/11/2025).

[22] Ἀ. Κατσιάρα & Μ. Βαμβουνάκη, ὅ. π., σ. 51.

[23] https://www.who.int/standards/classifications/frequently-asked-questions/gaming-disorder

[24] S. Young «Internet addiction: The emergence of a new clinical disorder», CyberPsychology & Behavior (1998) 1(3), 237–244.

[25] Πρβλ. Κ. Π. Καβάφη, «Ὅσο μπορεῖς» στό Κ. Π. Καβάφη, Ἅπαντα Ποιήματα καί Πεζά στή σειρά Τά Ἀριστουργήματα τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνιας, Ἐκδ. Πάπυρος, Ἀθήνα 1995, σ. 39.

[26] Μαρσέλ Προύστ, Ἀναζητώντας τόν χαμένο χρόνο, τ. Ι-ΙV, Ἐκδ. Ἑστία, Ἀθήνα 2014.

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....