«Οὐδεμία, ἄρα, τῶν ἀρετῶν ὑψηλοτέρα…»

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

 

 

Ἀποτελεῖ ἡ πιό πάνω ὄχι ἐγκεφαλική, ἀλλά ἐμπειρική κατάθεση ἑνός μεγάλου ἀσκητῆ τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου (6ος μ.Χ. αἰ.) καί κατατίθεται ἀπό τόν Ἅγιο σ’ ἕνα, σχετικό μέ τό θέμα τοῦτο, κεφάλαιο, στό βιβλίο του, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται ὡς τά «Ἀσκητικά» του.

Καί ποιό εἶναι τό μεγάλο ζήτημα, τό ὁποῖο προβάλλει καί προσεγγίζει ὁ μεγάλος αὐτός Ἀσκητής; Τό διατυπώνει, ὡς ἑξῆς, ὁ Ἅγιος:

«Εἰ πάντες ἁμαρτωλοί ἐσμεν

καί οὐδείς ὑπέρτερος τῶν πειρασμῶν,

οὐδεμία, ἄρα, τῶν ἀρετῶν

ὑψηλοτέρα τῆς μετανοίας».

Ἑπομένως, θεμέλιο, ἀλλά καί περικεφαλαία τῆς, κατά Θεό, ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ ἀρετή τῆς μετάνοιας!

Καί θά προχωρήσει, ἀκόμη, περισσότερο στό θέμα αὐτό ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, γιά νά δηλώσει καί ἑρμηνεύσει: «Τήν θάλασσαν τοῦ βίου τήν ὀζομένην, οὐδείς δύναται περάσαι, ἄνευ τοῦ πλοίου τῆς μετανοίας»! Ναί, τή βρώμικη τῆς ζωῆς μας θάλασσα στόν κόσμο αὐτό τῆς κακίας καί τῆς ἁμαρτίας, κανένας δέν μπορεῖ νά τήν περάσει θεοπρεπῶς, ἄν δέν ἔχει, ὡς σωστικό μέσο του, τό πλοῖο, τό ὁποῖο ἀκούει στό ὄνομα «μετάνοια».

Δυστυχῶς, ἡ ἁμαρτία, ὡς ξένο σῶμα πρός τή φύση μας, μᾶς παρακολουθεῖ, ἕνεκα τῆς προπατορικῆς ἀστοχίας, ἀπό τίς ἀπαρχές τῆς ζωῆς μας. Τοῦτο διαδηλώνει καί ὁ προφητάνακτας Δαυίδ στόν Πεντηκοστό Ψαλμό του, τόν γνωστό ὡς τόν κατ’ ἐξοχήν ψαλμό τῆς Μετανοίας, λέγοντας: «Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7)· τό ὁποῖο σημαίνει, πώς ἀπό τή στιγμή τῆς σύλληψης καί κυοφορίας μας στά σπλάχνα τῆς μητέρας μας, ἀπό ἐκεῖνο τό σημεῖο καί μέχρι τήν κατάθεση τῆς τελευταίας μας πνοῆς, τόν θάνατο, μᾶς συνοδεύει ἡ ἀπειλή καί ἡ κατάσταση τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτό καί ὁ πολύπαθος καί πολύαθλος Ἰώβ θά ἀναφωνήσει στίς προκλητικές φωνές τῶν ἐπικριτῶν, κατά τά ἄλλα, φίλων του: «Τίς καθαρός ἔσται ἀπό ρύπου; Ἀλλ’ οὐδείς. Ἐάν καί μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς» (Ἰώβ 14, 4-5).

Καί ὁ μέγας τῶν ἐθνῶν ἀπόστολος Παῦλος, ἐνόσω προχωρεῖ στό ἔργο τῆς διακονίας τοῦ Εὐαγγελίου τόσο καί ἀνακαλύπτει τό μέγεθος τῆς καταλυτικῆς παραγωγῆς τῆς ἁμαρτίας στό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ὄντας στίς ἀρχές τῆς ἀποστολικῆς του δράσης, δηλώνει: «Ἐγώ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὅς οὐκ εἰμί ἱκανός καλεῖσθαι ἀπόστολος» (Α΄ Κορ. ιε΄ 9). Ναί, μέ αὐτό τόν τρόπο, κρίνει τόν ἑαυτό του ὁ Παῦλος, ὅτι εἶναι ὁ τελευταῖος τῶν Ἀποστόλων, θεωρώντας τον ἀνάξιο νά φέρει τόν τιμητικό τίτλο τοῦ Ἀποστόλου.

Στή συνέχεια, ὅμως, καί γράφοντας στούς χριστιανούς τῆς Ρώμης, θά προχωρήσει βαθύτερα καί θά διεκτραγωδήσει τό «κατάντημα» τοῦ ἑαυτοῦ του καί θά ἀναφωνήσει, ἔμπλεος αὐτοκριτικῆς, θέτοντας τόν ἑαυτό του στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου: «Ἐγώ δέ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπό τήν ἁμαρτίαν» (Ρωμ. ζ΄ 14). Ναί, ἐγώ εἶμαι δοῦλος τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σάρκας, πουλημένος, ὡς σκλάβος, στήν ἁμαρτία, ὑπό τήν ἔννοια, ὅτι δέχεται τόν πόλεμο τοῦ κακοῦ. Γι’ αὐτό καί θά ἀναφωνήσει: «Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος! Τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ΄ 24).

Ὡστόσο, ὄντας μεστωμένος, πλέον, καί πλήρης τοῦ ἔργου τοῦ Εὐαγγελίου, πρός τή δύση τῆς ζωῆς καί τῆς ἀποστολῆς του, βυθομετρώντας τόν ἑαυτό του, ὁμολογεῖ: «… Χριστός Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τόν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. α΄ 15).

Ἔτσι, ἀφορμώμενοι ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἀποτολμοῦμε νά ποῦμε, πώς, ἄν ὡς ὁ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν αἰσθάνεται καί τό διαδηλώνει αὐτό ὁ Παῦλος, -ὁ ὁποῖος, νά σημειωθεῖ, ὅτι ἀποκαλεῖται, λόγῳ τοῦ μεγέθους τῆς ἀφοσίωσής του πρός τόν Χριστό καί τῆς παραγωγῆς τῆς ἱεραποστολῆς του, «ὡς πρῶτος μετά τόν Ἕνα» (τόν Χριστό)-, τότε, ἐμεῖς τί μποροῦμε νά ποῦμε; Πῶς θά κατονομάσουμε ἐμεῖς τούς ἑαυτούς μας, τούς ὁποίους ὁ σατανᾶς μέ τίς ἀσχημοσύνες μας καί τίς μεγαλοσχημίες τῆς ἀπαίσιας διαγωγῆς μας, μᾶς «σινιᾷ (κοσκινίζει) ὡς τόν σῖτον» (Λουκ. κβ΄ 31); Καί ἔχοντας καί φέροντας αὐτή τήν ἀναστροφή, -πρός τόν ἑαυτό μου, ἀλλά καί πρός τούς λεγομένους καί φερομένους ὡς, κατ’ ἐπίφαση, χριστιανούς, στρέφεται, κυρίως, ὁ λόγος-, κατατρυχόμαστε, δυστυχῶς, καί ἀναλισκόμαστε, πολλές φορές, σέ μικρότητες, σέ ἀντιδικίες, ἱκανές νά φθάσουν καί σέ ἀδελφοκτόνες, -γράφε, καλύτερα, θεοκτόνες-, ἀντιπαραθέσεις. Καί τό τραγικό εἶναι ὅτι, στίς περιπτώσεις αὐτές, παρατηρεῖται ὄχι τό φαινόμενο τῆς διαμαρτυρόμενης, ἀλλά, δυστυχῶς, τῆς συνηγορούσας συνείδησής μας!

Ὡστόσο, σέ μᾶς καί γιά μᾶς, ἀλλά καί γιά πολλούς ἄλλους, προεγράφηκε ὁ Κυριακός λόγος: «Πολλοί ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· Κύριε, Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν…; Καί τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν» (Ματθ. ζ΄ 22-23). Ναί. Καί οἱ «πέντε μωρές παρθένες» (Ματθ. κε΄ 1 κ.ἑ.) κρίνονται ἔξω τοῦ Νυμφῶνος Χριστοῦ ὄχι γιά τά βοῶντα καί κεκραγότα ἁμαρτήματά τους, ἀλλά γιά τό ἀνέλαι(ε)ο, δηλαδή τήν ἀναπηρία ἀγάπης τῆς καρδίας τους.

Γι’ αὐτό καί ἡ μετάνοια δέν ἔχει μόνο τήν ἔννοια τῆς κάθαρσης τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά, προπάντων, «κέκτηται» καί τό προνόμιο τῆς πλήρωσής της ἀπό τόν πλοῦτο τῶν δωρημάτων καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Καί εἶναι, ἀκριβῶς, γι’ αὐτό τόν λόγο, πού, κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ, κρίνεται ἡ μετάνοια, ὡς ἡ «ὑψηλοτέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν», ἀφοῦ διά τῆς ἔνθεης μετάνοιας, ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀποκτᾶ σπλάχνα οἰκτιρμῶν, γιά τόν ὁποιοδήποτε συνάνθρωπό του, καί, κυρίως, τόν ἐχθρό του.

Ναί, ἐρωτᾶ ὁ Ὅσιος: «Τί ἐστι καρδία ἐλεήμων;». Καί ἀπαντᾶ: «Καῦσις καρδίας (νά καίγεται ἡ καρδία) ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως. Ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων (καί τῶν ἐχθρῶν μας) καί τῶν ὀρνέων, καί τῶν ζώων, καί (ἀκόμη) τῶν δαιμόνων(!), καί ὑπέρ παντός κτίσματος. Καί ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καί τῆς θεωρίας αὐτῶν ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοί, λόγῳ τῆς θείας χάριτος, δάκρυα».

Ἰδού, λοιπόν, ὁποῖοι καί ὁπόσοι οἱ καρποί τῆς ἐκ βαθέων γνήσιας μετάνοιας. Καί, ἰδού, γιατί ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς καλεῖ καί μᾶς ὑπενθυμίζει αὐτό τό κεφαλαιῶδες καθῆκον ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου· ὥστε νά ἔχομε, ὡς θεμέλιο ἀρραγές σέ ὅλη τή ζωή μας, τήν ὕψιστη ἀρετή τῆς μετάνοιας, ἡ ὁποία συνιστᾶ τήν ἀπαρχή, ἀλλά καί τό πλήρωμα – τό κορύφωμα τῶν ἀρετῶν!

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....