Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος κήρυξε την Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025, την έναρξη του Β’ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου του Περιοδικού “Θεολογία” με θέμα «Η Ορθόδοξη Θεολογία και η οντολογία της τεχνολογίας», στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Ο Πατριάρχης εκφώνησε εμπνευσμένη ομιλία προς τους παρευρισκομένους, Προκαθημένους Εκκλησιών, ιεράρχες, άρχοντες και πιστούς.
Χαιρετισμό απηύθυναν ο Πρόεδρος της Ελληνική Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τασούλας και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος.
Ακολουθήσει η κεντρική διάλεξη από τον Ομότιμο Καθηγητή του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Ευθύμιο Νικολαΐδη, με θέμα: «Η οντολογία της σύγχρονης τεχνολογίας».
Παραθέτουμε το σχετικό βίντεο και το πρόγραμμα του Συνεδρίου.

Ἐναρκτήριος προσφώνησις τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου εἰς τό συγκληθέν ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Β’ Διεθνές Ἐπιστημονικόν Συνέδριον του Περιοδικοῦ Θεολογία μέ θέμα “Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καί ἡ ῾ὀντολογία᾽ τῆς τεχνολογίας: ἀνθρωπολογικές, πολιτικές, οἰκονομικές, κοινωνικές καί πολιτισμικές συνέπειες” (Θεσσαλονίκη, 29 Σεπτεμβρίου 2025)
Ἐξοχώτατε κύριε Πρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας,
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κύριε Ἱερώνυμε, Πρόεδρε τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Συνεδρίου,
Μακαριώτατοι ἀδελφοί Προκαθήμενοι Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,
Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι,
Ἐξοχώτατοι καί Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι,
Ἐλλογιμώτατε κύριε Πρύτανι,
Ἐλλογιμώτατοι Κοσμήτορες, Πρόεδροι, καθηγηταί καί καθηγήτριαι, προσφιλεῖς φοιτηταί καί φοιτήτριαι,
Ἐλλογιμώτατοι σύνεδροι,
Ἐκλεκτοί παρόντες,

Τό περιοδικόν Θεολογία, τό παγκοσμίως γνωστόν ἐπιστημονικόν ὄργανον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εἰσῆλθεν, ἤδη πρό διετίας, εἰς τόν δεύτερον αἰῶνα τῆς ζωῆς καί τῆς προσφορᾶς του, μέ παρακαταθήκην αὐτό τό ὁποῖον ἀνεδείχθη κατά τόν 20όν αἰῶνα πρότυπον θεολογικῆς ἐργασίας: τήν θεολογικήν μαρτυρίαν τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μίαν ἐκκλησιοτραφῆ διαλεγομένην θεολογίαν, ἡ ὁποία συνέδεε τήν πίστιν μέ τήν ζωήν, ὡμίλει πάντοτε ἐστραμμένη πρός τόν σύγχρονον αὐτῇ ἄνθρωπον, μέ ἀνοικτοσύνην πρός τόν πολιτισμόν, χωρίς ἀμυντικά καί φοβικά σύνδρομα.
Παρουσιάζει ἰδιαίτερον ἐνδιαφέρον ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ἐν Νικαίᾳ Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν 1700ήν ἐπέτειον τῆς ὁποίας τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία κατά τό τρέχον ἔτος, παρά τό γεγονός ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου ἐξεπροσώπει «ἕνα ὀξύ ἐξελληνισμόν τοῦ Χριστιανισμοῦ», εἰσήγαγον τούς φιλοσοφικούς ὅρους «οὐσία» καί «ὁμοούσιος» εἰς τό Σύμβολον, χωρίς φόβον ὅτι ἐγκλωβίζουν τό δόγμα εἰς ἑλληνιστικά νοητικά σχήματα. Ἡ φιλοσοφική ὁρολογία ἐλειτούργησεν ἐδῶ ὡς πρόσφορον μέσον ἐκφράσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας.
Εἰς τήν συνάντησιν μέ τόν ἑκάστοτε πολιτισμόν, στόχος τῆς θεολογίας εἶναι «νά μεταδώσει τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου ἄθικτο, ἀκέραιο, ἀνόθευτο· καί νά τό παρουσιάσει μέ τά πιό ἔξοχα μέσα ἐπικοινωνίας πού μπορεῖ νά παράσχει ἕνα πολιτιστικό περιβάλλον» . Ἡ χρῆσις τῶν δυνατοτήτων, τάς ὁποίας προσφέρει ὁ πολιτισμός, ἀποτελεῖ ἔνδειξιν ζωτικότητος καί δυναμισμοῦ τῆς θεολογίας. Δέν ἀντίκειται ἡ συναφειακότης καί ἡ εὐθύνη τῆς θεολογίας νά διατυπώνῃ τήν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου ἐνώπιον τῆς ἱστορικῆς στιγμῆς εἰς τήν καθολικότητα καί τόν διαχρονικόν χαρακτῆρα τοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου. Τό ζητούμενον εἶναι πάντοτε ὄχι τό ὅτι ἀλλά τό πῶς, ὁ τρόπος τῆς συναφειακότητος. Λέγομεν εὐθαρσῶς καί κατηγορηματικῶς ὅτι ἡ γενικῶς ἀμυντική στάσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπέναντι εἰς τόν πολιτισμόν, ὡσάν νά ἐστρέφοντο ὅλαι αἱ ἐξελίξεις τῆς ἐποχῆς ἐναντίον της, δέν ἀνταποκρίνεται εἰς τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας καί εἰς τήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ κόσμῳ. Κλειστή, σκυθρωπή καί ἄσαρκος Ὀρθοδοξία εἶναι λύχνος «ὑπό τό μόδιον». Τότε ἐπέρχεται μία περιχαράκωσιςτῆς Ἐκκλησίας, ἀπομόνωσις ἐκ τοῦ πολιτισμοῦ καί συρρίκνωσίς της «εἰς ἐλάχιστα ὑπολείμματα γνησίων ὀρθοδόξων». Το γνησίων κατ΄ ευφημισμόν! Ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας «ἐν τῷ κόσμῳ», ἡ ἐγκοσμίκευσίς της, δέν σημαίνει νομοτελειακῶς «ἐκκοσμίκευσιν» διά τήν Ἐκκλησίαν. Ὅλα τά δόγματα, ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Θεία Λατρεία καί τό ἦθος της, ἐμπεριέχουν καί ἐκφράζουν ζωτικάς ἀληθείας διά τήν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν, διά τόν ἐπίγειον βίον καί τήν αἰωνίαν προοπτικήν της.
Σήμερον ἡ Ἐκκλησία καί ἡ θεολογία της εὑρίσκονται ἐνώπιον συνθηκῶν, διαμορφωθεισῶν πρωτίστως ὑπό τῶν ἐκπληκτικῶν ἐξελίξεων εἰς τόν χῶρον τῆς τεχνολογίας. Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης σημειώνει ὅτι αὐτό πού ἦτο διά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑλληνική φιλοσοφία, ὁ κόσμος δηλαδή μέ τόν ὁποῖον ἡ θεολογία ὤφειλε τότε νά διαλεχθῇ, «εἶναι γιά τή σημερινή Ὀρθοδοξία ὁ καλπάζων τεχνικός πολιτισμός τῆς ἐποχῆς μας»[2].
Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι οἱ εἰδικοί εἰσηγηταί θά φωτίσουν σημαντικάς διαστάσεις καί πτυχάς τῆς συναντήσεως τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας μέ τήν «ὀντολογίαν τῆς τεχνολογίας», τήν «οὐσίαν τῆς τεχνικῆς» ὅπως θά ἔλεγεν ὁ φιλόσοφος Martin Heidegger, ἡ ὁποία κατ᾿ αὐτόν «δέν συμπίπτει μέ τήν τεχνικήν»[3]. Συγχαίρομεν τήν Ὀργανωτικήν Ἐπιτροπήν διά τήν Ἐπιλογήν τῆς λίαν ἐπικαίρου αὐτῆς θεματικῆς.
Ἀναμφιβόλως, ἡ ἐντυπωσιακή ἀνάπτυξις τῆς τεχνο-λογίας άλλάζει καί έπηρεάζει εἰς βάθος τήν ζωήν μας. Ποτέ κατά τό παρελθόν ἡ ἀνθρωπότης δέν ἐβίωσεν, εἰς τόσον σύντομον χρονικόν διάστημα τόσας ριζικάς ἀνατροπάς εἰς τόν τρόπον τοῦ βίου τῶν ἀτόμων καί τῶν κοινωνιῶν, ὅσον εἰς τήν ἐποχήν μας. Ὅπως ἔχει λεχθῆ, ἡ ἀπόλυτος κυριαρχία τῆς τεχνολογίας, «τό τεχνοπώλιον»[4] πιέζει ἀσφυκτικῶς τάς ἄλλας μορφάς πολιτισμοῦ, ἐπαναπροσδιορίζει τάς λειτουργίας τῆς πολιτικῆς, τῆς ἠθικῆς, τῆς θρησκείας, τῆς παιδείας, τῆς τέχνης, ἐπηρεάζει καταλυτικῶς τάς κοινωνικάς μας σχέσεις, τήν ἰδιωτικήν ζωήν, τόν ψυχισμόν μας. Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι γίνεται λόγος περί ἐνάρξεως μιᾶς νέας «ἀξονικῆς ἐποχῆς» εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος.
Βιοῦμεν κατά τά τελευταῖα ἔτη τήν διάδοσιν καί τήν ἐμβέλειαν τῆς «τεχνητῆς νοημοσύνης», ἡ ὁποία θεωρεῖται ἡ κορωνίς τῶν ἐπιτευγμάτων τῆς τεχνολογικῆς προόδου. Αἱ ἐφαρμογαί της ἐπεκτείνονται εἰς ὅλα τά πεδία τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. Ὑποστηρίζεται μάλιστα ὅτι ὀφείλομεν πλέον νά ὁμιλῶμεν περί τῆς «πρό τῆς τεχνητῆς νοημοσύνης» καί τῆς «μετά ἀπό αὐτήν» περιόδου τῆς πορείας τοῦ πολιτισμοῦ.
Οὐδείς νουνεχής δύναται νά ἀμφισβητήσῃ συνολικῶς τάς εὐεργεσίας τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας. Ἀδιαμφι-σβήτητον εἶναι ὅμως καί τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστήμη, παρά τήν ἄποψιν ὅτι «θά ἦταν αὐταπάτη νά πιστεύουμε ὅτι μποροῦμε νά βροῦμε ἀλλοῦ, ὅ,τι δέν μπορεῖ αὐτή νά μᾶς δώσῃ»[5], δέν δύναται νά προσφέρῃ ἀπαντήσεις καί λύσεις εἰς τά μεγάλα ὑπαρξιακά καί κοινωνικά προβλήματα, τά ὁποῖα ταλανίζουν τήν ἀνθρωπότητα, ὅπως ἡ βία, ἡ άδικία, ὁ θρησκευτικός φονταμενταλισμός, τά ἀδιέξοδα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, καί πρό πάντων, ὁ «ἔσχατος ἐχθρός», ὁ θάνατος. Ἀπαντήσεις εἰς αὐτά τά προβλήματα προσφέρουν ὅμως ἀλλαι δυνάμεις, μέ πρώτην τήν θρησκευτικήν πίστιν. Εἶναι βέβαιον ὅτι, ὁμοῦ μετά τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, τῆς συγχρόνου «ὑπερδυνάμεως», τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος συνδέεται μέ τήν πνευματικήν «μεγάλην δύναμιν», τήν θρησκείαν. Ἄνευ ἀναφορᾶς εἰς τήν θρησκείαν δέν δυνάμεθα νά κατα-νοήσωμεν τό παρελθόν, νά ἀναλύσωμεν τήν σύγχρονον κατάστασιν, νά φαντασθῶμεν τό μέλλον καί νά νοηματοδοτήσωμεν τήν ὕπαρξιν μας.
Ἀναφορικῶς πρός τήν παρουσίαν τῶν θρησκειῶν, ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ταυτόχρονον ἐμφάνισιν δύο τάσεων: τήν ἐπάνοδόν των εἰς τό προσκήνιον τῆς ἱστορίας, ἀλλά καί τήν ἐμφάνισιν παραμορφώσεων τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, αἱ ὁποῖαι, ὄχι μόνον ἀλλοιώνουν τήν αὐθεντικήν ἔκφρασιν τῆς θρησκευτικῆς πίστεως, ἀλλά καί ἀπειλοῦν τήν εἰρήνην καί τήν συνεργασίαν τῶν λαῶν. Τοιοῦτον φαινόμενον εἶναι ὁ θρησκευτικός φονταμεντα-λισμός, ὁ ὁποῖος γεννᾶται ἐκ τοῦ φόβου, τῆς ἀνασφαλείας καί τῆς ἀδυναμίας δημιουργικῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν ταχυτάτων ἀλλαγῶν καί τῶν προκλήσεων τῆς συγχρόνου ἐποχῆς καί οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει μέ τήν αὐθεντικήν βίωσιν τῆς πίστεως.
Αἱ σύγχρονοι τεχνολογικαί κατακτήσεις καί ἐξελίξεις δέν ἀκυρώνουν ὅσα γνωρίζομεν διά τόν ἄνθρωπον καί τήν conditio humana. Παρά τά «θαύματα τῆς ἐπιστήμης», καί εἰς τήν ἐποχήν μας αἱ «ὑπαρξιακαί ἀντιφάσεις» τοῦ ἀνθρώπου, τό χάσμα μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς μέσα του καί αἱ ἀπορίαι τῆς ἐλευθερίας του παραμένουν. Ἡ ἀνθρωπιά δέν εἶναι αὐτονόητος, πάντοτε θά ἀπειλεῖται, πάντοτε κατακτᾶται μέ προσωπικόν ἀγῶνα καί αὐθυπέρβασιν. Ὁ ἄνθρωπος συνεχίζει νά ἀναζητῇ αὐθεντικόν νόημα ζωῆς, ἀξίας, νά φιλοσοφῇ, νά θέλγεται ἀπό τήν ὀμορφιά, νά ἀφουγκράζεται τήν φωνήν τοῦ οὐρανοῦ.
Ὁ τεχνολογικός πολιτισμός εἶναι μία δυναμική προσπά-θεια τοῦ ἀνθρώπου νά δώσῃ ἀπάντησιν εἰς τό κεντρικόν ἐρώτημα «Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος;». Καί εἰς τό μέλλον θά συνεχισθῇ ἡ ἀναζήτησις νέων ἀπαντήσεων εἰς τό ἐρώτημα αὐτό, πέραν ὅσων ἐπέτυχε καί θά ἔχῃ κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος ὡς homo technologicus. Οὐδείς πολιτισμός ἀποτελεῖ ὁριστικήν λύσιν τοῦ ἀνθρωπίνου αἰνίγματος, οὐδείς δημιουργεῖ τόν ἐπίγειον παράδεισον διά τόν ἄνθρωπον. Οἱ πολιτισμοί εἶναι ἀμφίσημοι, ἐπειδή ὁ δημιουργός των εἶναι καί παραμένει τό «δεινότερον» τῶν ὄντων. Ἡ διαχείρισις τῶν ἐπιτευγμάτων τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι πολυπλοκωτέρα καί δυσχερεστέρα ἀπό τήν παραγωγήν των. Ὀρθῶς ἐκφράζεται σήμερον προβληματισμός διά τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστημονική πρόοδος δέν συνέβαλεν οὐσιαστικῶς εἰς τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἠθικοῦ αἰσθητηρίου τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, παρ᾿ ὅτι γνωρίζει, συνεχίζει νά δρᾷ ὡς νά μή ἐγνώριζε. Λησμονοῦμεν ὅτι δέν συμβάλλει εἰς τήν πρόοδον ἡ ἐφαρμογή τῆς νεοπρομηθεϊκῆς «τεχνολογικῆς προστακτικῆς», ἡ ὁποία ἐπιτάσσει νά παράγωμεν ὅ,τι εἶναι τεχνικῶς ἐφικτόν, ἀνεξαρτήτως τῶν ἐπιπτώσεών του διά τόν ἄνθρωπον καί τήν κτίσιν. Ἡ ἀληθής πρόοδος ἐπιτυγχάνεται ὄχι μόνον διά μέσου αὐτοῦ πού πράττομεν, ἀλλά καί μέ ὅσα, ὑπευθύνως, δέν πράττομεν.

Ἐκλεκτή ὁμήγυρις,
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ἡ θεολογία της θά συνεχίσουν νά ἐνδιαφέρωνται διά τάς ἐπιστημονικάς ἐξελίξεις, διά τόν πολιτισμόν καί τούς πολιτισμούς, διά τά κοινωνικά δρώμενα καί τάς ἱστορικάς συνθήκας, ἐντός τῶν ὁποίων ἐκτυλίσσεται ἡ ζωή τῶν πιστῶν. Αἱ ἐντάσεις, πού εἶναι ἀναπόφευκτον νά ὑπάρχουν μεταξύ χριστιανικῆς ταυτότητος καί ἑκάστοτε συγχρόνου βιοτῆς, ὀφείλουν νά λειτουργοῦν ὡς εὐκαιρία διά δημιουργικήν συνάντησιν, ἀνάδειξιν τῆς ἐπικαιρότητος τοῦ χριστιανικοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν ζωτικῶν διά τόν ἄνθρωπον καί τόν κόσμον ἀρχῶν καί ἀληθειῶν τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ποτέ ἡ ἐσωστρέφεια δέν ὠφέλησε τήν Ἐκκλησίαν καί τήν ἱεράν ἀποστολήν της. Ἡ κλειστότης εἶναι ἀπομάκρυνσις ἀπό τό πνεῦμα τῶν Πατέρων καί ὄχι ἐπιστροφή εἰς αὐτό.
Χαιρόμεθα ἰδιαιτέρως διά τήν ἐνασχόλησιν τῆς Ὀρθο-δόξου θεολογίας μέ τήν τεχνολογίαν. Εἰς τήν συνάντησιν αὐτήν πίστις καί ἐπιστήμη δέν συμμετέχουν ὡς ἀντίπαλοι, ἀλλά ὡς συνεργάται καί ἑταῖροι εἰς τήν διακονίαν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἄποψις περί ἀναποφεύκτου συγκρούσεως πίστεως καί ἐπιστήμης προκύπτει ἀπό λανθασμένην κατανόησιν τῆς οὐσίας καί τῆς στοχοθεσίας τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων πνευματικῶν δυνάμεων, της πίστεως και της επιστήμης, δηλαδή. Εἰς τόν διάλογόν των ἀναδεικνύεται ἐπίσης ἡ ἀλήθεια, ὅτι τό ἀνθρώπινον πρόσωπον εἶναι πάντοτε «περισσότερον ἀπό αὐτό πού δύναται νά συλλάβῃ ἡ ἐπιστήμη», ὅτι ἡ προσέγγισις τοῦ ἀνθρώπου ὡς θείου δημιουργήματος, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ καί καθ᾿ ὁμοίωσιν Αὐτῷ, δίδει εἰς τήν ὕπαρξίν του τήν ὑψίστην δυνατήν ἀξίαν, ἐνῶ ἡ ἄρνησις τοῦ «Ὑπερβατικοῦ» ὁδηγεῖ εἰς βαθμιαίαν μείωσιν τοῦ σεβασμοῦ πρός τόν ἄνθρωπον. Ὁμοῦ μετά τῆς λήθης τῆς διαστάσεως τοῦ «θρησκευτικοῦ μυστηρίου», ὑποχωρεῖ καί ἡ αἴσθησις διά τήν ἀξιοπρέπειαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου».

Οὐδόλως ἀμφιβάλλομεν, ὅτι τό περιοδικόν Θεολογία θά παραμείνῃ καί εἰς τό μέλλον βαρόμετρον τῶν θεολογικῶν ἐξελίξεων, ὅτι μέσα εἰς τό παγκόσμιον «τεχνοπώλιον» θά ἐκπροσωπῇ τόν «πολιτισμόν τοῦ προσώπου», τήν «οἰκουμενικήν εὐρυχωρίαν» τῆς «διαλεγομένης θεολογίας», ἡ ὁποία θά συνεχίσῃ νά ἀπελευθερώνῃ δημιουργικάς δυνάμεις ἐντός τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, θά στηρίζῃ τήν διαχριστιανικήν προσέγγισιν, θά προβάλλῃ τήν κοινωνικήν διάστασιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους, θά λειτουργῇ ὡς τό ὄχημα, τό ὁποῖον θά μεταφέρῃ τήν φωνήν τῆς ἑλληνοφώνου θεολογίας εἰς τήν οἰκουμένην, φωνήν ἀπηχοῦσαν τό πνεῦμα τῶν Πατέρων, ὄχι ὡς ἀναφοράν εἰς τό παρελθόν, ἀλλά ὡς «μαρτυρίαν» τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἀεί ζώσης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ ὁποία, ὅπως γράφει ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «εἶναι ὁ διαρκής μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐγγύηση καί ἡ ἀποκάλυψη τῆς νίκης καί τῆς δόξας του»[6].
Μετά τοιούτων σκέψεων καί αἰσθημάτων, ἐκφράζοντες τάς εἰλικρινεῖς εὐχαριστίας τῆς ἡμῶν Μετριότητος διά τήν τιμητικήν πρόσκλησιν, κηρύσσομεν τήν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν τοῦ παρόντος Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, εὐχόμενοι δέ πολύκαρπον καί κατά πάντα ἐπιτυχῆ τήν διεξαγωγήν αὐτοῦ, δοξάζομεν τό ὑπεράγιον ὄνομα τοῦ Θεοῦ τῆς σοφίας καί τῆς ἀγάπης, τοῦ ἀεί δαψιλεύοντος ἐπί τόν λαόν Αὐτοῦ πλουσίας τάς οὐρανίους Αὐτοῦ δωρεάς καί εὐλογίας.
Ὁ Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν!
__________
1. Δημήτριος Τρακατέλλης, Ἀρχιεπίσκοπος πρώην Ἀμερικῆς, «Τέσσερις συναντήσεις τῆς θεολογίας: κίνδυνοι καί προοπτικές», εἰς τό ἔργον: Στ. Φωτίου (ἐπιμ.), Μαρτυρία ζωῆς, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σελ. 135-147. ἐδῶ σελ. 138.
2. Ἰ. Ζηζιούλα, «Ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα», Εὐθύνη 180 (Δεκ. 1986), σ. 582
3. M. Heidegger, «Die Frage nach der Technik», εἰς τό ἔργον: M. Heidegger, Vorträge und Aufsätze I, ἐκδ. Neske, Pfullingen 1967, σ. 5.
4. Βλ. N. Postman, Τεχνοπώλιο, Ἡ ὑποταγή τοῦ πολιτισμοῦ στήν τεχνολογία, μτφρ. Κ. Μεταξᾶ, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1999.
5. S. Freud, Τό μέλλον μιᾶς αὐταπάτης, μτφρ. Θ. Παπακωνσταντίνου, ἐκδ. Γκοβόστη, Ἀθήνα χ.χρ., σ. 81.
6. π. Γ. Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Μιά ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, μτφρ. Ἰ. Κ. Παπαδοπούλου, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σ. 20.
__________
Fοτο: Nicholas Papachristou
