Ο ὅσιος γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης: “τώρα εἶσαι ἐλεύθερος”.

Στὸ δεύτερο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ Σύναξη, τὸ ὁποῖο κυκλοφόρησε τὴν ἄνοιξη τοῦ 1982, ὑπῆρχε κι ἕνα ἄρθρο μὲ τίτλο “Ἅγιοι καὶ Γεροντάδες τοῦ αἰώνα μας”. Διαβάζουμε σὲ αὐτό: «Τί νὰ ‘ναι λοιπὸν αὐτοὶ οἱ ἅγιοι καὶ οἱ γεροντάδες τοῦ αἰώνα μας; Μηδαμινὰ πρόσωπα μὲ βάση τὶς ἀξίες, τὶς συνήθειες κι ἀρχὲς τοῦ κόσμου τούτου. Ἑνὸς κόσμου, μὲ συμβατικὴ καὶ ψεύτικη ἠθική, μὲ Θεὸ τὴν οἰκονομία καὶ τὶς ἐπενδύσεις… Μέσα σὲ μιὰ τέτοια λαίλαπα τί ἀπομένει στὸν κόσμο μας; Ἀπομένει ἴσως μιᾶς στάση ζωῆς καὶ μιὰ ἀντίσταση γνησιότητας… Ἀπομένουν αὐτοὶ ποὺ ἐκφράζουν μιὰ ἀντίσταση αὐθεντική».

 

 

Ὁ γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης ὑπῆρξε ἀκριβῶς ἕνας τέτοιος ὅσιος γέροντας. Γεννήθηκε τὸ 1901 σ’ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴν Τσάλκα τῆς Γεωργίας καὶ βαπτίσθηκε Ἀθανάσιος. Οἱ πρόγονοί του κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀργυρούπολη τοῦ Πόντου καὶ εἶχαν ἔρθει πρόσφυγες στὴ Γεωργία ὕστερα ἀπὸ τοὺς Ρωσοτουρκικοὺς πολέμους τοῦ 19ου αἰώνα. Ὅταν ἦταν τριῶν ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός, χάνοντας ἀπὸ πανούκλα τοὺς γονεῖς του. Τὴ φροντίδα του ἀνέλαβε ἡ γιαγιά του. Ὅταν πέθανε κι ἐκείνη, πῆρε τὴν ἀπόφαση  νὰ ἐγκαταλείψει τὸ σπίτι, λόγω τῆς σκληρότητας τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ του. Βρέθηκε μικρὸ παιδάκι μέσα στὸ καταχείμωνο νὰ περιφέρεται στὰ ὄρη τοῦ Καυκάσου. Τελικῶς, τὴ φροντίδα τοῦ ἐννιάχρονου ἀγοριοῦ ἀνέλαβε τὸ μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὴν Dranda τῆς Ἀπχαζίας, στὸ ὁποῖο ἔγινε καὶ ἡ μοναχική του κουρὰ τὸ 1919 κι ἔλαβε τὸ ὄνομα Συμεών.

 

 

Ὕστερα ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης στὴ Γεωργία τὸ 1921, ὁ Συμεὼν ὁδηγήθηκε στὶς φυλακὲς τῆς Τυφλίδας. Καταδικάσθηκε σὲ θάνατο καὶ ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ ἄλλους κρατούμενους στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης. Οἱ σφαῖρες ἔπληξαν τὰ πόδια του, ἀλλὰ ἡ σφαίρα ποὺ θὰ τὸν σκότωνε χτύπησε στὸ ἐγκόλπιο τῆς Παναγίας, ποὺ φοροῦσε στὸ στῆθος του, κι ἔτσι ἐπέζησε. Τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν χειροτονήθηκε ἱερέας κι ἔλαβε τὸ ὄνομα Γεώργιος.

 

 

Περιπλανήθηκε γιὰ λίγα χρόνια στὴ Γεωργία, μέχρι ποὺ τὸ 1929 ἦρθε στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ 1930 ἐγκαταβίωσε στὸ χωριὸ Ταξιάρχες (Σίψα) τῆς Δράμας. Τοῦ παραχωρήθηκε ἀπὸ τὴ διεύθυνση Γεωργίας ἕνα μικρὸ ἀγροτεμάχιο. Ἐκεῖ ἵδρυσε τὸ μοναστήρι τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος, στὸ ὁποῖο ἔζησε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του τὸ 1959.

 

 

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Βουλγαρικῆς Κατοχῆς τῆς Δράμας τὸ 1941 τὸν ἔπιασαν καὶ πῆγαν νὰ τὸν σκοτώσουν. Ὁ ὅσιος τοὺς εἶπε: “Ἀφῆστε μὲ νὰ προσευχηθῶ λίγα λεπτὰ καὶ ὕστερα νὰ μὲ ἐκτελέσετε”. Ἔκανε μεγαλόφωνα τὴν προσευχή του καὶ ὅταν τελείωσε τοὺς εἶπε: “Τώρα εἶμαι ἕτοιμος”. Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν: “Τώρα εἶσαι ἐλεύθερος”.

 

 

Ὅμως ὁ ὅσιος γέροντας δὲν ἦταν τότε ἐλεύθερος. Πάντα ἦταν ἐλεύθερος. Ἀπὸ τότε ποὺ μικρὸ παιδὶ βρέθηκε νὰ περιφέρεται μέσα στὸ καταχείμωνο στὸν χιονισμένο Καύκασο. Ἐνώπιος ἐνωπίω μὲ τὸν Θεό. Νιώθοντας ὅτι τὴ ζωή του δὲν τὴν κατευθύνει ὁ ἴδιος, ἀλλὰ Ἐκεῖνος.

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....