«Ἰωακείμ καί Ἄννα ὀνειδισμοῦ ἀτεκνίας…»

ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ κ. ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

 

Ἀποτελοῦσε γιά τούς Ἑβραίους ὄνειδος βαρύ ἡ ἀτεκνία. Καί τοῦτο, γιατί ἡ τεκνογονία, ἐκτός τῶν ἄλλων, περιέκλειε καί τό εὐλογημένο ἐνδεχόμενο τό καρποφόρο ζεῦγος νά ἀποβεῖ πρόγονος τοῦ μέλλοντος νά σαρκωθεῖ Χριστοῦ. Ἔτσι, ζοῦσαν ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα, παρά τήν ἔκδηλη θεοσέβειά τους, τόν πειρασμό τῆς ὀδυνηρῆς περιφρόνησής τους ἀπό τούς ὁμοεθνεῖς τους, ὅτι, ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν τους, τιμωροῦνται καί παραμένουν ἄτεκνοι.

Ἰδιαίτερα, μάλιστα, ὅταν σέ κάποια μεγάλη ἑορτή ὁ Ἰωακείμ κατέφυγε στόν Ναό, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἕνα ἀπόκρυφο ψευδεπίγραφο κείμενο, τό ὁποῖο ὀνομάζεται «πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου», τό ὁποῖο συντάχθηκε τόν 2ο αἰ. μ.Χ., τότε ὁ ἱερέας Γουβεΐλ τοῦ ὑπέδειξε νά φύγει, λέγοντάς του, ὅτι τά δῶρα καί ἡ θυσία του δέν εἶναι εὐπρόσδεκτα στόν Θεό! Ὁπότε περίλυπος ὁ Ἰωακείμ ἀποχωρεῖ, γιά νά καταφύγει καί παραμείνει στήν ἔρημο, νηστεύοντας καί προσευχόμενος, ἀλλά καί παρακαλώντας τόν Θεό, παρά τό προβεβηκός τῆς ἡλικίας του, γιά ἄρση τῆς «ἀτεκνώσεώς» του.

Παράλληλα καί ἡ Ἄννα καταβαρύνεται ἀπό τή θλίψη καί τό ὄνειδος τῆς στείρωσής της. Ἔτσι, στενοχωρημένη καί κλαίουσα, μονολογεῖ: «Σέ λίγα χρόνια θά ὀδύρομαι καί γιά τή χηρεία μου καί, προπάντων, γιά τήν ἀτεκνία μου». Γιά νά τήν προκαλέσει καί ἡ δούλη της Ἰουδίθ, λέγοντάς της: «Ὁ Κύριος ἔκλεισε τή μήτρα σου, γιά νά μή δώσεις καρπό στόν Ἰσραήλ».

Ὡστόσο, ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος «ἐτάζει καρδίας καί νεφρούς» (Ψαλμ. 7, 9) καί «ἀνορθοῖ κατερραγμένους … (καί) ἀγαπᾶ δικαίους» (Ψαλμ. 145, 8), εἰσάκουσε τήν προσευχή τῆς Ἄννας καί μετέβαλε τά συναισθήματά της. Ἔτσι, ἔμπλεη ἡ καρδία της θείας πληροφορίας, περί ἐκπλήρωσης τῆς δέησής της, ἀποβάλλει τό πένθιμο τῶν ἐνδυμάτων της, φορεῖ ροῦχα νυφικά καί βγαίνει στό ὕπαιθρο, ὥστε νά ἐκφράσει, ἔμπλεη χαροποιῶν δακρύων, τῆς εὐγνωμοσύνης της τά μῦρα πρός τόν Θεό. Γιά νά ἐμφανισθεῖ ἐνώπιόν της, τότε, Ἄγγελος Κυρίου καί νά τή βεβαιώσει, διαμηνύοντάς της: «Ἄννα, Ἄννα, ὁ Κύριος εἰσάκουσε τή δέησή σου, θά συλλάβεις καί θά γεννήσεις καί θά μιλοῦν γιά τό παιδί σου ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς οἰκουμένης». Καί ἡ εὐχαριστιακή ἀπόκριση τῆς Ἄννας: «Εἴτε ἀγόρι εἴτε κορίτσι θά τό προσφέρω στόν Κύριο, τόν Θεό μου, γιά νά τόν ὑπηρετεῖ ὅλες τίς μέρες τῆς ζωῆς του!».

Ἀλλά, ἀνάλογες μέ τῆς Ἄννας θεόσταλτες εἰδήσεις εἶχε καί ὁ Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος σπεύδει, γιά νά συναντήσει τή γυναῖκα του. Ἔτσι, καί οἱ δύο, συναπαντῶνται, ὑποδεχόμενοι ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ χαροποιό θεῖο ἐναγκαλισμό, ὅπως τούς ἀναπαριστάνει ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική εἰκόνα τους, γιά νά προκύψει, στή συνέχεια, ὡς βλάστημα θεόσταλτο, «ἐκ στειρωτικῆς γαστρός» ἡ Θεοτόκος Μαρία.

Ὡστόσο, ἄς μή θεωρήσει κάποιος ἀναληθές ἤ καί ἀπορρίψει τό θαυμαστό αὐτό γεγονός τῆς σύλληψης, κυοφορίας καί τοκετοῦ τῆς Παναγίας μας, ἀπό τούς Ἰωακείμ καί Ἄννα, ἐπειδή οἱ πρῶτες, σχετικές, γραπτές πληροφορίες μᾶς παρέχονται ἀπό κείμενα ἐξωβιβλικά καί μάλιστα ἀπόκρυφα, ὅπως ἀποκαλοῦνται. Ὄχι. Γιατί σέ αὐτά τά βιβλία, οἱ συγγραφεῖς τους, στήν προσπάθειά τους νά πείσουν, ὅτι εἶναι γνήσια, καταφεύγουν καί περιγράφουν καί γεγονότα πραγματικά καί, ἄρα, γνωστά, γιά τότε, στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό Γενέσιο τῆς Παναγίας μας ἤ τό τῶν Εἰσοδίων στόν Ναό, καί δή, στά Ἅγια τῶν Ἁγίων κ.ἄ. Ἔτσι, οἱ πιό πάνω εἰδήσεις γιά τό πρόσωπο τῆς Παναγίας μας ὑπῆρχαν στούς πρώτους χρόνους ὡς «ζῶσα παράδοσις» μέσα στή ζωή καί τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτή τήν παραδεδομένη ἀλήθεια παραλαμβάνουν, καί δέν τήν πλάθουν, καί γραπτῶς μᾶς τή διασώζουν τά ὑπό ἀναφορά ψευδεπίγραφα κείμενα.

Καί ἐδῶ νά σημειώσομε καί διευκρινίσομε, πώς διόλου ἀπίθανο νά ὑπῆρχαν καί ἀνάλογα κείμενα πιστῶν καί ἀφοσιωμένων στήν Ἐκκλησία συγγραφέων, τά ὁποῖα, δυστυχῶς, καί δέν μᾶς διασώθηκαν. Ἄλλωστε, ἡ ἐποχή γιά τήν ὁποία κάνομε λόγο εἶναι ἡ ἀδυσώπητη περίοδος τῶν διωγμῶν, ὅπου ἡ Ἐκκλησία καί τά μέλη της κατατρέχονται καί διώκονται ἀπηνῶς.

Τοῦ λόγου τό ἀληθές, γιά τό Γενέσιο τῆς Θεοτόκου, καί πού μᾶς ἐνδιαφέρει στό παρόν, μᾶς τό ἐπιβεβαιώνει ἡ ζωή καί ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία, μέ τή λήξη τῶν διωγμῶν καί τήν εἰρηνική, πλέον, πορεία της, ἀρχίζει νά ἐφαρμόζει καί ἑορτολογικά καί λειτουργικά τό ἱερό αὐτό γεγονός. Ἔτσι, στό τέλος τοῦ 5ου – ἀρχές τοῦ 6ου αἰ. ἀρχίζει νά κτίζεται στήν Ἰερουσαλήμ, ἐπάνω στόν λόφο τῆς Σιών καί πλησίον τῶν ἐρειπίων τοῦ λεγομένου Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, ὁ πρῶτος ναός, ἀφιερωμένος στό Γενέσιο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τόν ὁποῖο, δυστυχῶς, στή συνέχεια, οἱ Ἄραβες μουσουλμάνοι κατακτητές, τόν 7ο αἰ., μετέτρεψαν καί λειτουργοῦν μέχρι σήμερα ὡς τέμενος. Παράλληλα, μέ τήν ἀνοικοδόμηση καί ἄλλων, τέτοιων ναῶν, ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας Πατέρες συντάσσουν ἤ καί ἐκφωνοῦν πανηγυρικούς λόγους, στό Γενέσιο τῆς Θεοτόκου, ὅπως οἱ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, Θεόδωρος Στουδίτης, Ἀνδρέας Κρήτης, Γεώργιος Νικομηδείας, Μέγας Φώτιος. Ἄλλοι Πατέρες προβαίνουν στή σύνθεση ἑορτολογικῶν ὕμνων, ὅπως οἱ Ρωμανός ὁ Μελωδός, Σέργιος καί Στέφανος Ἁγιοπολίτες, Ἀνδρέας Κρήτης, Γερμανός, Ἰωάννης Δαμασκηνός κ.ἄ. Παράλληλα ἀναπτύσσεται ἕνας πλοῦτος εἰκονογραφικός μέ κορύφωμα τήν ἀνέγερση Ἱερῶν Μονῶν καί τῆς ἀφιέρωσής τους στό Γενέσιο τῆς Θεοτόκου, ὅπως ἡ περίπτωση τῆς Ἱερᾶς Βασιλικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τῆς Παναγίας τῆς Ἐλεούσας τοῦ Κύκκου (11ος αἰ.) στήν Κύπρο, ἡ ὁποία καί διακρατεῖ, ὡς ἱερό θησαύρισμα τή θαυματουργική εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ καί ἡ ὁποία πανηγυρίζει τήν 8η Σεπτεμβρίου.

Το ὅλο θεολογικό νόημα καί μήνυμα τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεσίου τῆς Παναγίας μας συμπυκνώνει καί διαλαλεῖ ὁ δοξαστικός ὕμνος τῶν Ἰδιόμελων τροπαρίων τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Ἑορτῆς, ἔργο τοῦ Σεργίου Ἁγιοπολίτου (7ος αἰ.), ὡς ἑξῆς:

«Σήμερον ὁ τοῖς νοεροῖς θρόνοις

ἐπαναπαυόμενος Θεός (Λόγος),

θρόνον ἅγιον ἐπί τῆς γῆς

ἑαυτῷ προετοίμασεν·

ὁ στερεώσας ἐν σοφίᾳ τούς οὐρανούς,

οὐρανόν ἔμψυχον, ἐν φιλανθρωπίᾳ κατεσκεύασεν·

ἐξ ἀκάρπου γάρ ῥίζης φυτόν ζωηφόρον,

ἐβλάστησεν ἡμῖν τήν Μητέρα αὐτοῦ·

ὁ τῶν θαυμασίων Θεός,

καί τῶν ἀνελπίστων ἐλπίς, Κύριε δόξα σοι».

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....