Η συζήτηση που προκλήθηκε στο Βέλγιο γύρω από την εγκατάσταση “Fabrics of the Nativity”[1] δεν αφορά απλώς μια καλλιτεχνική επιλογή. Αγγίζει βαθύτερα ζητήματα σεβασμού προς το Πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τη θεολογική βαρύτητα που έχει, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, το μυστήριο της Ενανθρώπησης.
Η Εκκλησία μας δεν αντικρίζει το ιστορικό γεγονός της Γέννησης ως ένα φολκλορικό θέαμα ή ένα εορταστικό στολίδι. Στέκεται μπροστά του με ιερό δέος και συγκίνηση, ομολογώντας ότι «μέγα ἐστὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν» (Α΄ Τιμ. 3,16). Ο Υιός και Λόγος του Θεού εισέρχεται στην ανθρώπινη ιστορία με τρόπο συγκεκριμένο και ζωντανό, προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη ύπαρξη στο σύνολό της, για να την ενώσει με το δικό Του Πρόσωπο.
Γι’ αυτό και η απεικόνιση του Χριστού και της Παναγίας μας δεν αποτελεί ένα απλό διακοσμητικό αντικείμενο· γίνεται μαρτυρία της ίδιας της Αλήθειας της πίστεώς μας. Η Γέννηση αποκαλύπτει ότι «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ιω. 1,14), και το μυστήριο αυτό δεν μπορεί να κατανοηθεί δίχως την παρουσία του προσώπου Εκείνου που προσέλαβε τη δική μας ζωή, για να μας χαρίσει τη δική Του.
Η επιλογή, λοιπόν, να αντικατασταθούν οι κλασικές φιγούρες με άμορφες υφασμάτινες σιλουέτες, χωρίς πρόσωπο, δημιουργεί μια αίσθηση απουσίας που αγγίζει τον ίδιο τον πυρήνα του μυστηρίου της Ενανθρώπησης. Η τέχνη μπορεί πράγματι να αναζητεί νέους τρόπους έκφρασης, όμως το πρόσωπο του Χριστού έχει πάντοτε μια μοναδική βαρύτητα· είναι η απτή μαρτυρία ότι ο Θεός εισέρχεται στην ιστορία με τρόπο συγκεκριμένο, αναγνωρίσιμο και προσωπικό. Όταν αυτό το πρόσωπο παραμένει αόριστο ή σβήνει, η Γέννηση χάνει το ιστορικό της βάθος και τη ζεστασιά της Θείας Παρουσίας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η πρόθεση της καλλιτέχνιδος να μπορεί «κάθε πιστός να βλέπει τον εαυτό του» στις ουδέτερες αποχρώσεις φέρνει στο φως έναν ακόμη προβληματισμό. Η προσοχή στρέφεται περισσότερο στη δική μας ψυχολογική εμπειρία παρά στο μυστήριο που αποκαλύπτεται. Το γεγονός της Ενανθρώπησης, όμως, ανοίγει τον άνθρωπο σε μια σχέση που δεν περιορίζεται στη δική του εσωτερική ανάγκη, αλλά τον κατευθύνει προς τη Θεία Χάρη, τη μεταμόρφωση και την ανακαίνιση ολόκληρης της ύπαρξης.
Η έντονη κοινωνική αντίδραση –ανεξάρτητα από τις πολιτικές της αποχρώσεις– δείχνει ότι πολλοί διαισθάνθηκαν πως κάτι ουσιώδες έλειπε. Η Γέννηση δεν αποτελεί ένα απλό πολιτιστικό γεγονός, αλλά ένα σωτηριολογικό μυστήριο που αγγίζει τον πυρήνα της πίστης και της ύπαρξης. Όταν το πρόσωπο του Χριστού παραμένει αόριστο ή αποσιωπημένο, η καρδιά του μηνύματος χάνει τη ζωντάνια της· το νόημα της Ενανθρώπησης δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό.
Η παρουσία του Χριστού έχει έναν τρόπο λεπτό και ειρηνικό να αγγίζει την καρδιά. Δεν στηρίζεται στις δικές μας εικόνες ή προσδοκίες· αποκαλύπτεται μέσα στο φως, στην ταπείνωση και στην πραότητα Εκείνου που μας είπε: «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11,29). Όταν ο άνθρωπος συναντά αυτή την απαλότητα, γεννιέται μέσα του μια βαθιά ανάπαυση· μια ήρεμη αίσθηση ότι υπάρχει ένα Πρόσωπο που τον γνωρίζει, τον κατανοεί και τον αγκαλιάζει με άπειρη ευγένεια.
Μέσα σε αυτή τη γαλήνια παρουσία ανατέλλει σιγά-σιγά και η πρόσκληση του Θεού: να επιστρέψουμε την καρδιά μας προς τη δική Του αλήθεια — να ανοιχτούμε στη χάρη που θεραπεύει και ανακαινίζει την ύπαρξη. Είναι η βαθιά κίνηση που εκφράζει η προσευχή της Γραφής: «ἐπίστρεψον ἡμᾶς, Κύριε, πρός σε, καὶ ἐπιστραφησόμεθα» (Θρ. 5,21), όπου η ανθρώπινη καρδιά παραδίδεται στη θεία ενέργεια που την αναστρέφει και την αναπαύει.
Η αγάπη του Χριστού δεν επιβάλλεται· μεταμορφώνει τον άνθρωπο με τρόπο ήσυχο, όπως το πρώτο φως της αυγής που απλώνεται σε έναν χώρο χωρίς θόρυβο και χωρίς βιασύνη. Έτσι, η ύπαρξη αποκτά σταδιακά το μέτρο, την καθαρότητα και τη λεπτότητα του δικού Του προσώπου.
Τα θλιβερά επεισόδια βανδαλισμού που ακολούθησαν δείχνουν πόσο εύκολα ένα θέμα πίστης μπορεί να μετατραπεί σε χώρο έντασης. Αυτές οι στιγμές χρειάζονται έναν τρόπο αντιμετώπισης που να αποπνέει ειρήνη, διάκριση και σεβασμό. Δεν είναι η οργή ή η αγανάκτηση το ήθος που εμπνέει το Ευαγγέλιο· ούτε αυτό που διδάσκει η Εκκλησία. Η Ορθοδοξία υπερασπίζεται την αλήθεια όχι με βίαιες αντιδράσεις, αλλά με τον λόγο που φωτίζει, τη μαρτυρία που διδάσκει και την πραότητα που αναπαύει. Εκεί βρίσκεται η αληθινή της δύναμη: στην ακλόνητη σταθερότητα, στη σιωπηλή βεβαιότητα της αλήθειας και στην ειρηνική στάση που μπορεί να θεραπεύσει ακόμη και τις πιο ταραγμένες συζητήσεις.
Τελικά, η συζήτηση γύρω από τη συγκεκριμένη εγκατάσταση φανερώνει πόσο εύκολα μπορεί ο πειρασμός να θολώσει το νόημα της Γέννησης, ακόμη και μέσα σε καλοπροαίρετες προσπάθειες. Ο ορθόδοξος τρόπος απεικόνισης του Χριστού έχει πάντοτε ως κέντρο την αλήθεια της υποστατικής Του παρουσίας, την πραγμάτωση της θείας Οικονομίας όπως αποκαλύφθηκε μέσα στην ιστορία. Όταν αυτή η προοπτική χάνεται ή αμβλύνεται, η καρδιά του μυστηρίου δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή.
Η τέχνη, όταν πορεύεται μέσα σε αυτό το φως, μπορεί να γίνει γέφυρα και οδό μυστικής παιδαγωγίας· όταν όμως το παρακάμπτει, γεννά σύγχυση. Για την Εκκλησία, το πρόσωπο του Χριστού παραμένει το σταθερό σημείο αναφοράς που φωτίζει, που καθοδηγεί και που αποκαλύπτει την αλήθεια Εκείνου που είπε: «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ιω. 14,6).
π. Ανδρέας Γκατζελης
[1] https://www.kathimerini.gr/world/563951581/velgio-antidraseis-gia-mia-fatni-choris-prosopa-eklepsan-to-theio-vrefos/ (2/12/2025)