Ο Όσιος Ιλαρίων ο Μέγας γεννήθηκε το 333 μ.Χ., στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η κωμόπολη στην οποία ανατράφηκε ονομαζόταν Θαβαθά, πέντε μίλια μακριά από τη Γάζα. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι ειδωλολάτρες. Στην επιθυμία τους να σπουδάσουν όσο γίνεται καλύτερα το γιο τους, έστειλαν αυτόν στην Αλεξάνδρεια.
Εκεί, ο Ιλαρίων γνώρισε τη χριστιανική πίστη, την αγάπησε και βαπτίσθηκε χριστιανός. Έγινε μιμητής του Μέγα Αντωνίου και έμεινε αρκετό καιρό κοντά του. Όταν πέθαναν οι γονείς του, γύρισε στην πατρίδα του, διαμοίρασε στους φτωχούς όλη του την κληρονομιά και πήγε στην έρημο. Εκεί κάποτε συνάντησε ληστές, με τους οποίους είχε τον έξης διδακτικό διάλογο: «Εάν σε συναντούσαν κλέφτες, τον ρώτησαν, τί θα έκανες;» Εκείνος απάντησε: «Τί έχει να φοβηθεί ο γυμνός;». Έπειτα του είπαν: «Αλλά αν σε σκότωναν;». Ο Ιλαρίων απάντησε: «Τόσο το καλύτερο. ο σωματικός θάνατος κλείνει τη νύκτα της παρούσας ζωής και εισάγει στην ανατολή της μέλλουσας ζωής». Οι απαντήσεις του Ιλαρίωνα είχαν σαν αποτέλεσμα τη μετάνοια των ληστών. Ο Ιλαρίων, έλαβε από το Θεό και το χάρισμα να κάνει θαύματα.
Αφού περιόδευσε σε πολλούς τόπους και χώρες, παρέδωσε στο Θεό την ψυχή του, ογδόντα χρονών.Ο Όσιος Ιλαρίων ο Μέγας έζησε τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του στην Επισκοπή της Πάφου.
Το λείψανο του Οσίου δεν έμεινε για καιρό στην Κύπρο. Οι χριστιανοί της Παλαιστίνης, σαν έμαθαν τον θάνατο του οσίου, έστειλαν εδώ τον μαθητή του Ησύχιο, ο οποίος με τρόπο ανέσκαψε τον τάφο. Χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας πήρε τα ιερά λείψανα και τα μετέφερε στην Παλαιστίνη. Εκεί οι χριστιανοί τα εναπέθεσαν με ξεχωριστές τιμές στη Μονή του Μαϊουμά.