«Περί προστασίας τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί ἀποφυγῆς τῶν ἀμβλώσεων»

Πρός

τό Χριστεπώνυμο Πλήρωμα

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

 

Θέμα: «Περί προστασίας τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί ἀποφυγῆς τῶν ἀμβλώσεων»

Ἀ­γα­πη­τοί μας χρι­στι­α­νοί, τέ­κνα τοῦ Θεοῦ ἀ­γα­πη­μένα,

Ἡ ἑ­ορτή τοῦ Γε­νε­σίου τῆς Θε­ο­τό­κου, ἡ πρώτη με­γάλη ἑορτή τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ἔ­τους, ση­μα­το­δο­τεῖ τήν ἀπαρχή τῆς θείας οἰ­κο­νο­μίας, δη­λαδή τοῦ θε­ϊ­κοῦ σχε­δίου τῆς σω­τη­ρίας μας. Οἱ πιστοί τι­μοῦμε τή γέν­νηση τῆς Πα­να­γίας Μη­τέ­ρας τοῦ Κυ­ρίου μας, ὕ­στερα ἀπό τή θαυ­μα­στή σύλ­ληψή Της ἀπό τή θε­ο­προ­μή­τορα Ἄννα, τή γη­ραιά μη­τέρα της.

Ἡ Ἐκ­κλη­σία μας, ἐνῶ τιμᾶ τή μνήμη τῶν Ἁ­γίων μας κατά τήν ἡ­μέρα τῆς κοι­μή­σεως ἤ τοῦ μαρ­τυ­ρίου τους, στόν Κύ­ριο καί Σω­τῆρα μας Χρι­στό, στήν Ὑ­πε­ρα­γία Θε­ο­τόκο καί στόν Τί­μιο Πρό­δρομο τιμᾶ καί ἑ­ορ­τά­ζει καί τίς ἡ­μέ­ρες τῆς γεν­νή­σεως, ἀλλά καί τῆς συλ­λή­ψεώς τους, θε­ω­ρῶν­τας τά γε­γο­νότα αὐτά ὡς ἰ­δι­αι­τέ­ρως ση­μαν­τικά γιά τή σω­τη­ρία μας, ἔχοντας ἄμεση σχέση μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ.

Με­ταξύ λοι­πόν τῶν ἄλ­λων θε­ο­λο­γι­κῶν ἀλη­θειῶν, ἡ ἑορτή αὐτή φέρ­νει στήν ἐ­πι­φά­νεια καί με­γά­λες ἀ­λή­θειες γιά τήν ἀν­θρώ­πινη ταυ­τό­τητα καί ὕπαρξη∙ ἡ ζωή τοῦ ἀν­θρώ­που ὡς ψυ­χο­σω­μα­τι­κῆς ὀν­τό­τη­τος ἀρ­χί­ζει μέ τό θαῦμα τῆς γο­νι­μο­ποί­η­σης, μέ τή σύλ­ληψη —«ἐξ ἄ­κρας συλ­λή­ψεως», ὅπως λέμε στή θε­ο­λο­γική γλῶσσα—, δηλαδή ἀπό τή στι­γμή πού ἀρ­χί­ζει καί ἡ ἀ­νά­πτυξη τοῦ ὑλι­κοῦ σώ­μα­τος.

Τό ἔμ­βρυο εἶ­ναι τέ­λειος ἄν­θρω­πος κατά τήν ταυ­τό­τητα, ὁ ὁ­ποῖος ἐ­ξε­λίσ­σε­ται καί ἀ­να­πτύσ­σε­ται κατά τή δι­άρ­κεια τῆς ἐγκυ­μο­σύ­νης στά μη­τρικά σπλάγ­χνα, προσ­δο­κῶν­τας τή γέν­νηση, γιά νά συ­νε­χί­σει τήν ἀ­νά­πτυξη κατά τή βι­ο­λο­γική πο­ρεία του, μετά δέ καί τόν βι­ο­λο­γικό θά­νατο, νά με­τα­βεῖ στήν αἰ­ώ­νια Ὄν­τως Ζωή, ἀ­να­μέ­νον­τας τήν κοινή Ἀ­νά­σταση.

Ὁ ἄν­θρω­πος δέν πε­θαί­νει ὅ­ταν στα­ματᾶ ἡ ἀ­να­πνοή του οὔτε ὅ­ταν παύει νά χτυπᾶ ἡ καρ­διά του. Ὁ ἄν­θρω­πος συ­νε­χί­ζει. Οὔτε πάλι γεν­νι­έ­ται ὅ­ταν ἀρ­χί­ζει ἡ πρώτη του ἀ­να­πνοή μέ τόν το­κετό. Ἔ­χει ἤδη ξε­κι­νή­σει τό τα­ξίδι του ἀπό τή στι­γμή τῆς σύλ­λη­ψής του. Ἡ ἀρχή τῆς ὕ­παρ­ξής του, ἡ ἀ­πό­κτηση τῆς ἱε­ρῆς ταυ­τό­τη­τάς του, ἡ δη­μι­ουρ­γία τοῦ προ­σώ­που του, μά­λι­στα «κατ’ εἰ­κόνα Θεοῦ», ταυ­τί­ζε­ται μέ αὐ­τήν τή μο­να­δική στι­γμή⸱ τότε δημιουργεῖται «ὑπό τοῦ Κυ­ρίου ἐκ τοῦ μή ὄν­τος εἰς τό εἶ­ναι», τότε με­τα­βαί­νει ἀπό τήν ἀ­νυ­παρ­ξία στήν ὕ­παρξητότε ἀπο­κτᾶ τήν οὐ­σία τῆς ἀ­ξίας του. Καί ἀπό τότε τοῦ ὀ­φεί­λουμε τόν σε­βα­σμό καί τήν προ­στα­σία μας. Ἰ­δίως τότε πού δέν φαί­νε­ται, πού δέν ἔ­χει φωνή οὔτε δύ­ναμη, ἔ­χει ὅ­μως ζωή, ὕ­παρξη καί, ἄρα, ἀ­ξία. Πρός ἐπίρρωση τούτων ἀρκεῖ νά ἀναλογισθοῦμε ὅτι σύμφωνα μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός εἶ­ναι τέ­λειος Θεός καί τέ­λειος ἄν­θρω­πος· καί στό Θα­βώρ με­τα­μορ­φού­με­νος ἐν δόξῃ, καί ὡς βρέ­φος κε­νού­με­νος στή Βη­θλεέμ, ἀλλά καί ὡς ἔμ­βρυο σαρ­κού­με­νος στή Να­ζα­ρέτ!

Δυ­στυ­χῶς, ὅ­μως, στίς μέ­ρες μας ὑ­πάρ­χουν ἐ­πι­στη­μο­νι­κές δῆθεν θε­ω­ρή­σεις πού ἀμ­φι­σβη­τοῦν αὐ­τήν τήν ἀ­ξία τοῦ ἐμβρύου, ὑ­πάρ­χουν κοι­νω­νι­κές ἀν­τι­λή­ψεις πού τό ἐγ­κα­τα­λεί­πουν ἀ­προ­στά­τευτο, στε­ρῶν­τας του τό προ­νό­μιο τῆς ζωῆς, ὑπάρ­χει νο­μο­λο­γία πού θω­ρα­κί­ζει νο­μικά τίς ἐ­κτρώ­σεις, ἀλλά ὄχι καί τό δι­καί­ωμα τοῦ ἐμ­βρύου στή ζωή, δικαιολογῶντας ἔτσι τήν ἀνθρώπινη ἀγριότητα.

Καί  φθά­σαμε στό ση­μεῖο ὁ ἐ­τή­σιος ἀ­ρι­θμός τῶν δη­λω­μέ­νων ἐ­κτρώ­σεων παγ­κο­σμίως νά ξε­περνᾶ τά 50 ἑ­κα­τομ­μύ­ρια, νά πλη­σι­ά­ζει αὐ­τόν τῶν θα­νά­των ἀπό ὅ­λες τίς ὑ­πό­λοι­πες αἰ­τίες, νά εἶ­ναι σχεδόν πεν­τα­πλά­σιος ἀπό τόν ἀ­ρι­θμό τῶν θα­νά­των ἀπό τήν ἀ­σθέ­νεια τοῦ καρ­κί­νου. Μά­λι­στα καί στήν πα­τρίδα μας, πού πλη­θυ­σμι­ακά φθί­νει μέ γορ­γούς ρυ­θμούς, ὑ­περ­βαί­νει κατά πολύ, σύμ­φωνα μέ τά ὑ­πάρ­χοντα στοι­χεῖα, τόν ἀ­ριθ­μό τῶν γεν­νή­σεων. Κάτι ἀν­τί­στοιχο ἰ­σχύει γιά ὅλες τίς λε­γό­με­νες ἀ­νε­πτυ­γμέ­νες πε­ρι­ο­χές τοῦ πλα­νήτη, στίς ὁ­ποῖες πα­ρα­τη­ρεῖ­ται δι­αρ­κῶς αὐ­ξα­νό­μενη γή­ρανση τοῦ πλη­θυ­σμοῦ.

Ἡ Ἐκ­κλη­σία μας ὡς μη­τέρα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς, πού μέ θέρμη προ­σεύ­χε­ται γιά τήν ὑ­γεία, τή μα­κρο­ζωΐα καί τήν ἀνα­γέν­νηση τῶν γεν­νη­μέ­νων, δέν μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρή­σει τήν ἐ­πι­λογή τῆς ἄμ­βλω­σης ἁ­πλῶς καί μο­νο­με­ρῶς σάν ἕνα νο­μικό ζή­τημα ἤ ἀπό­λυτο ἀν­θρώ­πινο δι­καί­ωμα τῆς κυ­ο­φο­ρού­σας ἤ κε­κτη­μένο τῆς σύγ­χρο­νης κοι­νω­νίας.

Γι’ αὐτό καί ὑ­ψώ­νει τή φωνή της γιά τήν προ­στα­σία τῆς ζωῆς καί τῆς γέν­νη­σης τῶν ἀ­γέν­νη­των καί, ἀν­τι­κρί­ζον­τας τήν ἱ­ε­ρό­τητα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕπαρ­ξης καί ζωῆς, ζητεῖ ἀπό τίς εὐλογημένες μέ τή δυνατότητα τῆς μητρότητος γυναῖκες νά προστατεύσουν μέ κάθε τρόπο τόν θησαυρό τῆς ζωῆς πού κρατοῦν στά σπλάγχνα τους καί, παρά τίς συ­χνά ἀν­τί­ξοες συν­θῆ­κες ἤ τήν πι­ε­στική γνώμη τῶν ἄλ­λων, νά δε­χθοῦν μέ ἐμ­πι­στο­σύνη καί πί­στη τό δῶρο τοῦ Θεοῦ.

Ἐ­πι­πλέον, ἀ­πευ­θύ­νε­ται στό σύ­νολο τοῦ πο­λι­τι­κοῦ κό­σμου καί κά­νει ἔκ­κληση γιά τή θω­ρά­κιση τοῦ ἱ­ε­ροῦ θε­σμοῦ τῆς οἰ­κο­γέ­νειας καί ἰ­δίως τή στή­ριξη τῆς πο­λύ­τε­κνης οἰ­κο­γέ­νειας.

Πα­ράλ­ληλα, ἀ­να­λαμ­βά­νει καί ἡ Ἴδια τίς εὐ­θύ­νες Της γιά νά ἀνα­δεί­ξει τήν πνευ­μα­τική ση­μα­σία αὐ­τοῦ τοῦ θε­σμοῦ, νά ἐ­νη­με­ρώ­σει συ­στη­μα­τικά τόν πι­στό λαό μας γιά τό δη­μο­γρα­φικό πρό­βλημα καί τήν προ­στα­σία τοῦ ἀγέν­νη­του παι­διοῦ, κα­θώς καί νά ἀ­να­λά­βει πρω­το­βου­λίες γιά τήν ἔμπρακτη στή­ριξη τῆς ἄ­γα­μης μη­τέ­ρας καί τήν οὐσιαστική μέ­ρι­μνα γιά τίς μο­νο­γο­νε­ϊ­κές οἰκο­γέ­νειες.

Τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,

Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλαδος ἀπευθύνει πρός ὅλους ἔκκληση γιά διαρκῆ προσευχή καί μετάνοια, ὥστε ἡ ζωή νά μή νικηθεῖ ἀπό τίς θανάσιμες ἐπιλογές τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἐσκεμμένη καί ἄ­κριτη ἀ­φαί­ρεση μιᾶς ζωῆς εἶ­ναι ἀν­τί­θετη πρός τόν ὀ­φει­λό­μενο σε­βα­σμό μας στήν ἱ­ε­ρό­τητα τῆς θείας δη­μι­ουρ­γίας καί μά­λι­στα στήν κο­ρω­νίδα αὐ­τῆς, τόν ἄν­θρωπο, ἀ­πο­μα­κρύ­νει τήν ἐ­νέρ­γεια τοῦ Θεοῦ ἀπό τή ζωή μας καί φυ­γα­δεύει τή χάρη Του.

Ἄς ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νά δε­χό­μα­στε μέ χαρά καί ἐλ­πίδα τή γέν­νηση κάθε παι­διοῦ ὡς μέ­ρος τῆς οἰ­κο­νο­μίας τοῦ Θεοῦ γιά τή σω­τη­ρία τοῦ κό­σμου καί τήν ἀ­παλ­λαγή ἀπό τή φθορά τοῦ θα­νά­του, ὅ­πως ὁ­λο­φά­νερα φαί­νε­ται τοῦτο καί στήν ὑ­μνο­γρα­φία τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ Γε­νε­θλίου τῆς Θε­ο­τό­κου:

«Ἡ γέν­νη­σίς σου Θε­ο­τόκε, χα­ράν ἐ­μή­νυσε πάσῃ τῇ οἰ­κου­μένῃ, ἐκ σοῦ γάρ ἀ­νέ­τει­λεν ὁ Ἥ­λιος τῆς δι­και­ο­σύ­νης, Χρι­στός ὁ Θεός ἡ­μῶν, καί λύ­σας τήν κα­τά­ραν, ἔδωκε τήν εὐ­λο­γίαν, καί κα­ταρ­γή­σας τόν θά­να­τον, ἐ­δω­ρή­σατο ἡ­μῖν ζωήν τήν αἰ­ώ­νιον».

Μετά πα­τρι­κῶν εὐ­χῶν καί ἀ­γά­πης

          † Ὁ Ἀ­θη­νῶν  Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρό­ε­δρος

† Ὁ Σά­μου καί Ἰ­κα­ρίας Εὐ­σέ­βιος

† Ὁ Φλω­ρί­νης, Πρε­σπῶν καί Ἐ­ορ­δαίας Θε­ό­κλη­τος

† Ὁ Κασ­σαν­δρείας Νι­κό­δη­μος

† Ὁ Σερ­ρῶν καί Νι­γρί­της Θε­ο­λό­γος

† Ὁ Σι­δη­ρο­κά­στρου Μα­κά­ριος

† Ὁ Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πίας Ἰ­ωήλ

† Ὁ Ἀρ­γο­λί­δος Νε­κτά­ριος

† Ὁ Θεσ­σα­λι­ώ­τι­δος καί Φα­να­ρι­ο­φερ­σά­λων Τι­μό­θεος

† Ὁ Με­γά­ρων καί Σα­λα­μῖ­νος Κων­σταν­τῖ­νος

† Ὁ Κε­φαλ­λη­νίας Δη­μή­τριος

† Ὁ Τρίκ­κης, Γαρ­δι­κίου καί Πύ­λης Χρυ­σό­στο­μος

† Ὁ Καρ­πε­νη­σίου Γε­ώρ­γιος

Ὁ Ἀρ­χι­γραμ­μα­τεύς

† Ὁ Ὠ­ρεῶν Φι­λό­θεος

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....