Ποιό τό ἁμάρτημα τῶν πρωτοπλάστων;

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΜΑΡΤΙΟΥ

 

Τό θέμα αὐτό εἶναι μεγάλο καί καίριο. Πρόκειται γιά τήν παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς ἀπό τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα καί τήν ἔξοδό τους ἀπό τόν Παράδεισο.

Καί τί ἦταν ὁ Παράδεισος; ἐρωτᾶ καί ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (7ος-8ος αἰ.). Ἦταν ἕνας χῶρος θεῖος, πνευματικός καί φυσικός, πλημμυρισμένος ἀπό φῶς, πλούσιος σέ φυτική ἀειθαλή βλάστηση καί ζῶα, γεμᾶτος ἀπό ἄρρητη εὐωδία. Καί ἐδῶ ζοῦσαν οἱ πρωτόπλαστοι, ἔχοντας ὡς τροφή καί τρυφή τους τή ζωτική κοινωνία μέ τόν τριαδικό Θεό καί χωρίς νά ἔχουν ἀνάγκη ὑλικῆς τροφῆς. Ἐνδύματα δέν φοροῦσαν, ὡστόσο, δέν ἦταν γυμνοί, γιατί ἦταν λουσμένοι στό ἄκτιστο φῶς, ὅπως ὁ Χριστός στό ὄρος Θαβώρ, κατά τή Μεταμόρφωσή του (Ματθ. ιζ΄ 1-9).

Ἔτσι, μέσα στόν Παράδεισο, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τό βιβλίο τῆς Γενέσεως (2, 9), ὑπῆρχαν καί δύο δένδρα: τό ἕνα «τό ξύλον (τό δένδρο) τῆς ζωῆς» καί τό ἄλλο «τό ξύλον τοῦ εἰδέναι (τῆς γνώσης τοῦ) καλοῦ καί πονηροῦ».

Καί ἡ θεία ἐντολή ποιά ἦταν;

«Ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ· ᾗ δ’ ἄν ἡμέρα φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γεν. 2, 16-17).

Νά μεταφέρουμε καί τά δύο κείμενα (Γεν. 2, 9· 16-17) σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση, σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων μας:

Κατ’ ἀρχήν, ὁ ὅρος «ξύλον» ἤ «δένδρον» εἶναι παραβολικός. Ἄλλο ἐννοεῖ ὁ θεῖος λόγος. Δηλαδή; Δηλώνει δύο πράγματα:

Τό ἕνα, «τό δένδρον τῆς ζωῆς», διασημαίνει τό πρόσωπο, τό ὁποῖο παρέχει καί διακρατεῖ τόν ἄνθρωπο στή ζωή. Καί ποιό εἶναι αὐτό; Εἶναι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Καί τοῦτο, γιατί; Διότι ὁ Υἱός, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος, ἐξ ὀνόματος τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, δημιουργεῖ τόν κόσμο. «Πάντα δι’ αὐτοῦ (τοῦ Λόγου) ἐγένετο καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονεν» (Ἰω. α΄ 3). Ἑπομένως τά πάντα, καί κυρίως ὁ ἄνθρωπος, ὡς δημιούργημά του, ὄφειλε νά εὑρίσκεται σέ διαρκή κοινωνία μέ τόν κατασκευαστή του Θεό Λόγο, ὁ ὁποῖος ἀποκαλεῖται «ξύλον (δένδρον) τῆς ζωῆς», γιά νά μπορεῖ νά ζεῖ, νά ὑπάρχει. Ναί, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπό τό μή ὑπάρχειν καί ἦλθε στήν ὕπαρξη, στό εἶναι, ἀπό τόν Θεό, ἦταν ἀπόλυτα ἐξαρτημένος ἀπό τόν Πλάστη του.

Γράφει καί ἐξηγεῖ γιά τό θέμα αὐτό ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός:

«Ὁ ἄνθρωπος, ζώντας μέσα στόν Παράδεισο καί μελετώντας ὅλη τή δημιουργία καί, προπάντων, τά τοῦ ἑαυτοῦ του, θά διακρατοῦσε συνεχῶς τόν νοῦ του στή θεία κατασκευή ὅλων τῶν δημιουργημάτων καί, ἔτσι, τό πρόσωπό του θά ἀναγόταν καί ὁ ἑαυτός του θά ἦταν ἑνωμένος διαρκῶς μέ τόν γενεσιουργό καί τόν δημιουργό Θεό του».

Καί τό ἄλλο δένδρο; Τί ἦταν; Τί σήμαινε; Νά τό γράψουμε, ὅπως τό παραθέτει ὁ ἱερός Δαμασκηνός, καί νά τό ἐπεξηγήσουμε:

«Διό καί τό ξύλον τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν… δύναμιν ἐδίδου γνωστικήν τοῖς μεταλαμβάνουσι τῆς οἰκείας φύσεως». Δηλαδή;

Καί ἐδῶ ἐννοεῖ ἡ Ἁγία Γραφή τόν ἄνθρωπο. Ἡ στρεβλή καί κακή μελέτη τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν σπουδαίων προσόντων, μέ τά ὁποῖα τόν προίκισε ὁ Θεός, θά τόν ὁδηγοῦσαν στήν αὐτοεκτίμηση καί στήν ἀπόπειρα ἀπεξάρτησής του ἀπό τόν κατασκευαστή Θεό του καί στήν αὐτονόμησή του!

Καί, ἀκριβῶς, αὐτόν τόν πλοῦτο τῶν θεόσδοτων χαρισμάτων τοῦ ἀνθρώπου ἐκμεταλλεύθηκε ὁ παμπόνηρος διάβολος. Ἔτσι, ὑπέβαλε στήν Εὔα, ὅτι, ἐάν παραβοῦν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο δέν θά πεθάνουν, ἀλλά θά γίνουν, ὅπως τόν Θεό (Γεν. 3, 1-6). Ναί, ἦταν «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ πλασμένοι οἱ πρωτόπλαστοι. Καί θεώρησαν τήν ἀπαγορευτική ἐντολή τοῦ Θεοῦ ὡς ἐμπόδιο στή θέωσή τους ἤ τή θεοποίησή τους. Ἔτσι, ἦταν καί δόλια ἡ συμβουλή τοῦ ἑωσφόρου-σατανᾶ, «θά γίνετε θεοί!», ὥστε νά παρασυρθοῦν. Καί, δυστυχῶς, τόν πίστεψαν, γι’ αὐτό καί περιφρόνησαν τόν Θεό καί προσεταιρίσθηκαν τόν θεομάχο ἑωσφόρο!

 

 

Σχετικός μέ τά πιό πάνω εἶναι ὁ  Ὕμνος: «Διά ξύλου ὁ Ἀδάμ, Παραδείσου γέγονεν ἄποικος· διά ξύλου δέ Σταυροῦ, ὁ Ληστής Παράδεισον ᾤκησεν· ὁ μέν γάρ γευσάμενος, ἐντολήν ἠθέτησε τοῦ ποιήσαντος· ὁ δέ συσταυρούμενος, Θεόν ὡμολόγησε τόν κρυπτόμενον. Μνήσθητι καί ἡμῶν Σωτήρ ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».

Τό τροπάριο αὐτό ψάλλεται σέ ἦχο δ΄  τή Μ. Πέμπτη τό βράδυ:

Ἡ ἑρμηνευτική του ἀπόδοση ἔχει ὡς ἑξῆς:

Τό δένδρο (ἤ τό ξύλο) τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ ἦταν στήν πραγματικότητα ὁ ἄνθρωπος μέ τά προσόντα, τά ὁποῖα ὁ Θεός τοῦ πρόσφερε. Ἔτσι, παραθεωρώντας, μέ τήν ὑπόδειξη τοῦ σατανᾶ, τόν πλοῦτο τῶν θείων χαρισμάτων τους οἱ πρωτόπλαστοι, ἀποπειράθηκαν τήν ἰσοθεΐα καί ἐξέπεσαν, ὁπότε καί ἐξεβλήθησαν τοῦ Παραδείσου. Ὡστόσο, ὁ ἐκ δεξιῶν τοῦ Χριστοῦ ληστής, ὄντας ἐσταυρωμένος, ἀπέκτησε συνείδηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλά καί ἐπίγνωση τοῦ συσταυρωμένου Κυρίου του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό, ὁμολογώντας τόν Χριστό, ὡς Θεό, πρῶτος κέρδισε ἤ μᾶλλον «λήστευσε» τόν Παράδεισο, τόν ὁποῖο ἔχασαν οἱ Ἀδάμ καί Εὔα, μέ τή γεύση τοῦ «ξύλου» τοῦ καρποῦ τῆς γνώσης, δηλαδή, τῆς παρερμηνείας τῶν προσώπων τους. Τοῦ εὐγνώμονος ληστῆ μιμούμενοι κι ἐμεῖς τό παράδειγμα, παρακαλοῦμε σε, Κύριε, διακράτησέ μας στή θεία μνήμη σου καί χάρισέ μας τή Βασιλεία σου.

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....