ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2025
Ὁ Θεός προορίζει ὅλους τούς ἀνθρώπους γιά τήν οὐράνια Βασιλεία. Ἡ κόλαση εἶναι ἑτοιμασμένη γιά τόν διάβολο καί τούς ἀγγέλους αὐτοῦ. Δυστυχῶς ὅμως θά ἀποτελεῖ καί αἰώνια κατοικία γιά τούς ἁμαρτωλούς καί ἀμετανόητους ἀνθρώπους. Κι ὁ ἄνθρωπος, πού πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ καί εἶναι προορισμένος νά ἔχει διαρκή ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, τελικά καταλήγει νά συμβιώνει μέ τόν διάβολο καί τούς δαίμονές του.
Κόλαση εἶναι ὁ αἰώνιος χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τόν Θεό. Εἶναι τό βασίλειο τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἡ χώρα ὅπου βασιλεύει ἡ ἀπελπισία, οἱ στεναγμοί, οἱ θλίψεις καί τά ἀτελείωτα βάσανα.
Πάμπολλες εἶναι οἱ μαρτυρίες στήν Ἁγία Γραφή γιά τά διάφορα εἴδη κολάσεων, πού ὑφίστανται οἱ κολασμένοι. Ἐκεῖ ὑπάρχει τό σκοτάδι τό ἐξώτερο (Ματθ. η΄ 12), ἐκεῖ ἡ φωτιά πού δέν σβήνει (Μάρκ. θ΄ 44), ἐκεῖ τά τάρταρα, ὅπου κυριαρχεῖ τό πυκνό σκοτάδι (Β΄ Πέτρ. β΄ 4), ἐκεῖ ὁ κλαυθμός καί τό τρίξιμο τῶν δοντιῶν (Ματθ. ιγ΄ 50), ἐκεῖ τό ἀκοίμητο σκουλήκι, πού θά τρώει τούς κολασμένους καί δέν θά πεθαίνει (Μάρκ. θ΄ 48), ἐκεῖ ὁ ἀκατάπαυστος θρῆνος, ἐκεῖ τά ποικίλα βάσανα, ἀνάλογα μέ τήν ἁμαρτωλότητα τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ ποινές τῆς κολάσεως περιγράφονται εἰκονικά καί θά εἶναι ἀσυγκρίτως βαρύτερες. Ἀνθρώπινη γλῶσσα δέν μπορεῖ νά τίς ἐκφράσει. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δέν μπορεῖ νά τίς συλλάβει. Ὅση ὁμοιότητα ἔχει ἡ φωτιά σέ ἕναν πίνακα ζωγραφικῆς μέ τήν πραγματική φωτιά, τόσο φοβερότερο θά εἶναι τό πῦρ τῆς κολάσεως σέ σχέση μέ τήν ἐπίγεια φωτιά. Οἱ θλίψεις τοῦ παρόντος κόσμου μοιάζουν μέ σκιά σέ σχέση μέ τίς δυστυχίες τῶν κολασμένων. Ὡστόσο, μέ τίς τρομερές αὐτές εἰκόνες θέλει ὁ Κύριος νά μᾶς δώσει νά καταλάβουμε τό μέγεθος τής ὀδύνης αὐτῶν πού θά κολασθοῦν.
Γιά νά πάρουμε μία ἰδέα ἁπό τά ἀνυπόφορα βάσανα τῆς κολάσεως, ἐνδεικτική εἶναι ἡ ἱστορία πού ἀκολουθεῖ. Κάποτε ἕνας παράλυτος μοναχός παρακαλοῦσε τόν Θεό νά συντομεύσει τή ζωή του, γιατί δέν μποροῦσε ἄλλο νά ἀντέξει τήν ἀσθένειά του. Τότε τοῦ παρουσιάστηκε ἕνας Ἄγγελος καί τοῦ εἶπε ὅτι ὁ Θεός ἄκουσε τήν προσευχή του καί δέχεται νά ἐκπληρώσει τό αἴτημά του, ἀρκεῖ νά πάει γιά τρεῖς ὧρες στήν κόλαση.
Δέχτηκε ὁ μοναχός καί ὁ Ἄγγελος τόν ὁδήγησε στόν τόπο τῶν βασάνων. Τό πηχτό σκοτάδι, οἱ φοβερές μορφές τῶν δαιμόνων καί τά ἀπερίγραπτα βάσανα τόν περικύκλωσαν. Ὁ μοναχός ζητοῦσε ἀπεγνωσμένα βοήθεια. Κανείς δέν τοῦ ἀπαντοῦσε. Νόμιζε ὅτι εἴχανε περάσει τριακόσια χρόνια καί τόν εἴχανε ξεχάσει στήν κόλαση. Ξαφνικά ἐμφανίστηκε ὁ Ἄγγελος Κυρίου καί τόν ρώτησε: «Πῶς εἶσαι ἐδῶ, ἀδελφέ μου;». Καί ὁ μοναχός τοῦ ἀπάντησε: «Ποτέ δέν θά μποροῦσα νά πιστέψω ὅτι ἕνας Ἄγγελος Κυρίου λέει ψέματα». Τότε ὁ Ἄγγελος τόν ρώτησε τί ἐννοεῖ. Καί τοῦ εἶπε ὁ μοναχός: «Δέν μοῦ ὑποσχέθηκες ὅτι θά μέ ἄφηνες στήν κόλαση γιά τρεῖς μόνο ὧρες; Πέρασαν ἑκατοντάδες χρόνια καί εἶμαι ἀκόμη στήν κόλαση». Καί εἶχε περάσει μόνο μία ὥρα!
Κατά τούς ἁγίους Πατέρες, κόλαση εἶναι ἡ στέρηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Οἱ κολασμένοι δέν θά μποροῦν νά δεχθοῦν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔλλειψη τῆς ἀγάπης θά τούς καίει, ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους καί τῆς πνευματικῆς τους γυμνότητας. Κι αὐτό θά εἶναι τό μεγαλύτερό τους μαρτύριο, ἡ αἰώνια ἀπώλεια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Μοναξιά καί ἀκοινωνησία
Οἱ κολασμένοι δέν θά ἔχουν καμία κοινωνία οὔτε μέ τόν Θεό, οὔτε μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά θά εἶναι καταδικασμένοι σέ μία αἰώνια μοναξιά. Ὁ καθένας θά βασανίζεται μόνος του. Δέν θά ὑπάρχει καμία συμπαράσταση, καμία βοήθεια ἀπό κάποιον. Κανέναν δέν θά βλέπουν καί κανείς δέν θά στρέφει τό βλέμμα του, γιά νά δεῖ τόν ἄλλο.
Στόν βίο τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Μεγάλου ἀναφέρεται ὅτι μία μέρα, ἐνῶ ὁ Ἅγιος περπατοῦσε στήν ἔρημο, βρῆκε τό κρανίο ἑνός εἰδωλολάτρη ἱερέα. Ὁ Ἅγιος μίλησε μέ τήν ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἱερέα. Τόν ρώτησε πῶς εἶναι ὁ τόπος τῆς κολάσεως. Κι ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων τοῦ ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: «Ὅσο ἀπέχει ὁ οὐρανός ἀπό τή γῆ, τόσο μεγάλη εἶναι ἡ φωτιά πού καίει κάτω ἀπό τά πόδια μας. Καθώς στεκόμαστε στή μέση τῆς φωτιᾶς, δέν μπορεῖ κανένας μας νά δεῖ τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, γιατί εἴμαστε κολλημένοι πλάτη μέ πλάτη ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο. Ὅταν ὅμως ἐσύ προσεύχεσαι γιά μᾶς, κάπως μᾶς ἐπιτρέπεται νά γυρίσουμε καί νά δοῦμε γιά λίγο τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου». Ἔκλαψε τότε ὁ Ἅγιος καί εἶπε: «Ἀλίμονο στήν ἡμέρα πού γεννήθηκε ὁ ἄνθρωπος, ἐάν αὐτή εἶναι ἡ παρηγοριά τῆς κόλασης».
Αἰώνια καταδίκη τῶν ψυχῶν
Ἄν καταλήξει κανείς ἀμετανόητος στήν κόλαση καί παραμένει ἀνεπίδεκτος τῆς θείας χάρης, τελείωσε. Εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων θά βρίσκεται στή φρικτή βάσανο τῆς κολάσεως, σέ μία ἀτελεύτητη ὀδύνη. Δέν ὑπάρχει δυνατότητα νά ἀλλάξει ἡ κατάστασή του. Δέν ὑπάρχει καμία ἐλπίδα νά τύχει σωτηρίας.
Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Μέ πόσα λόγια τότε θά κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας; Μέ πόσα λόγια θά θρηνοῦμε γιά τήν κατάστασή μας; Κανένα ὄφελος ὅμως δέν θά ἔχουμε. Γιατί καί οἱ ναῦτες, ὅταν τό πλοῖο τους βουλιάξει, δέν μποροῦν νά κάνουν κάτι γι’ αὐτό. Ὁμοίως καί οἱ ἰατροί, ὅταν ὁ ἀσθενής τους πεθάνει». Δέν ὑπάρχει πλέον καμία ἐλπίδα σωτηρίας.
Ἑπομένως, γιά νά γλιτώσουμε ἀπό τήν κόλαση, θά πρέπει τώρα, πού εἴμαστε ζωντανοί, νά τή σκεφτόμαστε. Ἡ μνήμη τῆς κολάσεως εἶναι ἕνα μέσο τῆς θείας πρόνοιας, γιά νά μᾶς βοηθήσει νά μήν ἁμαρτάνουμε καί νά μᾶς τονώσει τόν ζῆλο νά ἀγωνιστοῦμε πνευματικά.
Ἡ σωτηρία μας ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος ἤ νά ἐπιλέξει νά δεχθεῖ τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἤ νά ἐπιλέξει τόν πνευματικό του θάνατο.