Το πρωί της Πέμπτης, 14ης Νοεμβρίου, στο Παύλειο Πολιτιστικό Κέντρο στη Βέροια πραγματοποιήθηκε η μηνιαία Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας.
Στην σύναξη οι Ιερείς ενημερώθηκαν από τον Πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Μητροπόλεως Αρχιμ. Αθηναγόρα Μπίρδα για διοικητικά και οργανωτικά θέματα και στη συνέχεια ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων ευχήθηκε στους Ιερείς για την έναρξη της νηστείας των Χριστουγέννων και μίλησε για τον Γέροντα Φιλάρετο Κωνσταμονίτη, αναφέροντας μεταξύ πολλών άλλων: Ἑορτάζουμε σήμερα τή μνήμη ἑνός μεγάλου πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας, ἑνός μεγάλου ἱεράρχου, θεολόγου καί ἀσκητοῦ, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἁγίασε μέ τήν ἀσκητική του ζωή καί τήν παρουσία του στή Σκήτη τῆς Βεροίας καί τήν Ἱερά Μητρόπολή μας. Ὅπως εἶναι, ἄλλωστε, γνωστό μετά ἀπό αἴτημα, τό ὁποῖο ὑπέβαλε ἡ Ἱερά μας Μητρόπολη πρός τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο διά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κατετάγησαν πρίν ἀπό 15 χρόνια στή χορεία τῶν Ἁγίων οἱ γονεῖς, οἱ ἀδελφοί καί οἱ ἀδελφές τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, πού μόνασαν ἐπίσης στή Βέροια.
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δέν ἔπαυσε ποτέ νά ἀναδεικνύει Ἁγίους, γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἔπαυσε ποτέ νά ἐνεργεῖ καί νά ἁγιάζει τούς πιστούς πού ἀγωνίζονται. Καί ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν καί ἕνας δικός μας ἄνθρωπος, ὁ Γέροντας Φιλάρετος Κωνσταμονίτης ἀπό τή Φυτειά. Ἡ τοπική μας Ἐκκλησία ἔχει καταθέσει ἀπό ἐτῶν πλήρη φάκελο σχετικά μέ τήν Ἁγιοκατάταξή του στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ἀναμένουμε τήν ὁλοκλήρωση τῆς διαδικασίας καί τήν ἔκδοση τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως. Γι᾽ αὐτό καί, προκειμένου νά γνωρίσουμε ὅλοι τόν ὅσιο Γέροντα Φιλάρετο, θά ἤθελα νά σᾶς παρουσιάσω μερικά στοιχεῖα ἀπό τόν φάκελο πού ὑποβάλαμε στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Τό Μοναχολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους περιλαμβάνει τήν ἀκόλουθη ἀναφορά:
«Ὁ γέρων Φιλάρετος ἐγεννήθη εἰς τό χωρίον Φυτειά Βερροίας τῆς Μακεδονίας κατά τό ἔτος 1890 … Βαπτισθείς δέ ὠνομάσθη Ἀντώνιος. Ἐκοινοβίασε ἐν τῇ ἱερᾷ ἡμῶν μονῇ τόν Νοέμβριο τοῦ 1912 καί ἐκάρη μοναχός μεγαλόσχημος τόν Ἀπρίλιον τοῦ ἔτους 1921 καί πρεσβύτερος τόν Ὀκτώβριον τοῦ 1924. Ἐξελέγη ὡς Καθηγούμενος τόν Μάρτιον τοῦ 1949 καί ἐγκαθιδρύθη τήν 21ην Μαΐου τοῦ ἰδίου ἔτους.
Τῇ 28ῃ Ἰανουαρίου 1963, ἡμέρᾳ Κυριακῇ τοῦ ἀσώτου καί μνήμῃ τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ».
Ὁ κατά κόσμον Ἀντώνιος δέν μορφώθηκε. Τελείωσε μόλις τήν Γ´ Δημοτικοῦ καί ὅταν ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν δεκαοκτώ ἐτῶν πῆρε τόν δρόμο τῆς ξενιτειᾶς. Παρέμεινε στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς γιά τρία χρόνια, ὅπου ἐργάστηκε σέ στιλβωτήριο ὑποδημάτων καί ἀντιμετώπισε μέ σθένος τούς πειρασμούς τῆς μεγαλούπολης. Ἐπιστρέφοντας στήν Ἑλλάδα, σέ ἡλικία 22 ἐτῶν, ἀποφάσισε προτοῦ καταλήξει στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, νά ἐπισκεφθεῖ τή Θεσσαλονίκη προκειμένου νά προσκυνήσει τόν ναό τοῦ προστάτη ἁγίου τῆς πόλης. Ἦταν 26 Ὀκτωβρίου τοῦ 1912, ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἡ Θεσσαλονίκη πανηγύριζε τή μνήμη τοῦ πολιούχου της καί ταυτόχρονα τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τόν ἀλλόθρησκο κατακτητή. Τό ἴδιο βράδυ ὁ ἅγιος Δημήτριος ἐμφανίστηκε σέ ἐνύπνιο στόν νεαρό προσκυνητή καί τοῦ ὑπέδειξε νά ἀκολουθήσει τόν δρόμο τοῦ μοναχισμοῦ. Ὁ Ἀντώνιος ματαιώνει τήν ἐπιστροφή του στήν πατρίδα του, τή Φυτειά, καί ἀναχωρεῖ γιά τό Ἁγιώνυμο Ὄρος.
Ὅταν ὁ ἀγωγιάτης πού εἶχε ἀναλάβει νά τόν μεταφέρει ἀπό τήν Ἀρναία στό Ἅγιο Ὄρος ἔφτασε μπροστά στό πρῶτο μοναστήρι πού συνάντησαν, ὁ Ἀντώνιος παρέδωσε στόν ὁδηγό του ὅλα τά χρήματα καί τά ὑπάρχοντα πού εἶχε φέρει μαζί του ἀπό τήν Ἀμερική καί εἰσῆλθε στήν Ἱερά Μονή Κωνσταμονίτου.
Ὅπως μαρτυροῦν οἱ ἀδελφοί του στό μοναστήρι, καθώς καί οἱ προσκυνητές πού τόν γνώρισαν, ὁ πατήρ Φιλάρετος τήρησε μέχρι τέλους τήν ἀκτημοσύνη, τήν ὀλιγάρκεια καί τή λιτότητα, πού φαινόταν ἀκόμη καί στόν τρόπο πού ντυνόταν, ξεκουραζόταν ἤ ἔτρωγε. Ἀκόμη καί ὅταν ἔγινε ἡγούμενος, ἀρνιόταν παρά τίς ἐπανειλημμένες πιέσεις τῶν συμμοναστῶν του, νά ἐγκαταστήσει σόμπα στό κελί του, ὅπου ἐκτός ἀπό τό κρεβάτι δέν ὑπῆρχε παρά μόνο ἕνα σκαμνί γιά τήν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ἀμέσως μόλις ἔγινε δεκτός ὡς δόκιμος στή Μονή, ἐστάλη νά ὑπηρετήσει ὡς κελλάρης στό μετόχι Τριπόταμος τῆς Μονῆς, ὅπου δοκιμάστηκε ἀπό τή συναναστροφή μέ κοσμικούς καί γυναῖκες, ἀπό τή σκληρότητα τοῦ ἀδελφοῦ οἰκονόμου ἀλλά καί ἀπό μία βαρειά ἀσθένεια πού τόν ἀνάγκασε νά παραμείνει κλινήρης καί ἀβοήθητος γιά ἕξι ὁλόκληρους μῆνες. Ἡ ἀγόγγυστη ὑπακοή καί ἡ ὑπομονή στούς πειρασμούς στεφανώθηκαν ἀπό τή θεία συνδρομή πού ἀποκατέστησε τήν ὑγεία του.
Ἀφότου ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός, ἀνέλαβε στή Μονή τό διακόνημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, πράγμα πού ἔδωσε διέξοδο ἀλλά καί τροφή στή βαθειά λαχτάρα του γιά λειτουργική ζωή. Μετά ἀπό ἕξι χρόνια χειροτονήθηκε διάκονος καί τό 1924 πρεσβύτερος καί μόνιμος ἐφημέριος τῆς ἀδελφότητας. Τό λειτουργικό ἦθος του ἦταν τόσο ἀνεπτυγμένο ὥστε, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ: «Ζοῦσε γιά νά λειτουργῇ καί λειτουργοῦσε γιά νά ζῇ. Γιατί χωρίς θεία Λειτουργία αἰσθανόταν νεκρός, δίχως Χριστό, πού εἶναι ἡ ζωή καί ἡ ἀνάστασις, τό φῶς καί ἡ ἀνάπαυσις». Ἡ προσφορά τῆς ἀναίμακτης θυσίας ἦταν γιά τόν Γέροντα Φιλάρετο μιά ἐμπειρία τόσο συγκλονιστική, ὥστε νά μήν ξαφνιάζει ἡ μαρτυρία ἑνός πνευματικοῦ ὅτι κατά τή διάρκεια τῆς Μεγάλης Εἰσόδου εἶδε τόν ἅγιο ἡγούμενο νά ἵπταται «δύο σπιθαμές πάνω ἀπό τό ἔδαφος!»
Παράλληλα μέ τήν ἀγάπη του γιά τίς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου καί κυρίως γιά τήν καθημερινή συμμετοχή στή θεία Λειτουργία ἀσκοῦσε σταθερά τήν ἡσυχαστική προσευχή στό κελί του, ἀκολουθώντας τίς πνευματικές σταθερές τοῦ Ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ. Γι᾽ αὐτό καί τόνιζε στά πνευματικά του παιδιά πώς ἡ συμμετοχή στίς ἀκολουθίες τῆς μοναστικῆς κοινότητας καί ἡ τήρηση τοῦ κανόνα τῆς κατά μόνας προσευχῆς εἶναι τά «δύο μάτια τοῦ μοναχοῦ». Μάλιστα, θεωροῦσε καί τίς δύο πνευματικές ἐμπειρίες τόσο σημαντικές ὥστε, ὅπως ἔλεγε, ἄν ἕνας μοναχός δέν μετέχει σέ μία ἀπό αὐτές εἶναι «μονόφθαλμος» καί ἄν δέν μετέχει σέ καμιά εἶναι «βυθισμένος στό σκοτάδι καί πνευματικά τυφλός». Ὡς ἡγούμενος μεριμνοῦσε προσωπικά καί μέ ἕνα κερί περιδιάβαινε μέσα στό μισοσκόταδο ἕνα πρός ἕνα τά στασίδιια τοῦ καθολικοῦ καί ἄν διαπίστωνε ὅτι ἔλειπε κάποιος ἀδελφός, πήγαινε ὁ ἴδιος στό κελί τοῦ ἀπόντος γιά νά τόν ρωτήσει τόν λόγο.
Τό λειτουργικό καί ἡσυχαστικό ἦθος τοῦ Γέροντος Φιλαρέτου συνδυαζόταν μέ τήν ἀγωνιστικότητα τῆς μοναστικῆς ζωῆς. Ἕνα ἀπό τά πλέον καρποφόρα στάδια τῆς ἀγωνιστικότητας, ἀλλά καί τῆς προσφορᾶς τοῦ Γέροντος Φιλαρέτου, ἀποδείχθηκε ἡ μακρόχρονη θητεία του στήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς.
Ὅπως μαρτυροῦν ὅσοι ἔζησαν κοντά του ὁ Γέρων Φιλάρετος ὄχι μόνο δέν ἀπέφυγε στό ὄνομα τῶν νέων καθηκόντων του τούς κόπους τῆς καθημερινῆς ζωῆς τοῦ μοναστηριοῦ ἀλλά συνέχισε μέ τήν ἴδια προθυμία νά συμπαραστέκεται καί νά βοηθᾶ σέ ὅλα τά διακονήματα, ἀκόμη καί τά πιό ταπεινά καί κοπιώδη, ὅπου ἔδινε πρῶτος τό παράδειγμα τῆς προθυμίας στούς ἀδελφούς. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Γέροντας Φιλάρετος ἔδειξε ἔμπρακτα πώς ἡ διακονία ἀποτελεῖ ἕνα ἰσόβιο κανόνα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ, «ἔκφραση ἀγάπης», «μίμηση Χριστοῦ» καί, γι᾽ αὐτό, «ἀσφαλῆ ὁδό σωτηρίας».
Ἄν τό πνεῦμα διακονίας καί ἡ ταπείνωση πού εἶχε ὁ Γέρων Φιλάρετος, μεταμόρφωσαν τή διοικητική ἐξουσία σέ πνευματική προσφορά, ἡ θεμελιώδης ἀρετή μέ τήν ὁποία ὑπηρέτησε τόν ἰδιαίτερα εὐαίσθητο ρόλο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα ἦταν ἡ διάκριση πού τόν ἀνέδειξε πολύτιμο πνευματικό στήριγμα ὄχι μόνο τῆς μοναστικῆς του οἰκογένειας ἀλλά καί πολλῶν πιστῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν.
Ἡ θεοφιλία του καί ἡ ἀγάπη γιά τόν Χριστό ζυμώθηκε καί στερεώθηκε ἀπό τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἀπό τά κείμενα τοῦ Γεροντικοῦ, ἀπό τόν ἀπέραντο σεβασμό του πρός τήν Παναγία –καθημερινά συνήθιζε ἐπανειλημμένα νά διαβάζει ἤ νά ἀπαγγέλει ἀπό μνήμης τούς Χαιρετισμούς καί τό Θεοτοκάριο, πράγμα πού συνιστοῦσε σέ ὅλους– καί πρός τούς ἁγίους καί τά μυρωμένα και θαυματουργά τους λείψανα, καί κορυφωνόταν στή θεία Κοινωνία, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἡ ἀπαραίτητη ἀνάσα καί ἡ καθημερινή τροφή τῆς πνευματικῆς του ὕπαρξης.
Ὅμως ἡ θεοφιλία ἐπιβεβαιώνεται πάντα στή φιλαδελφία, στήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, πράγμα πού δέν ἐπιβεβαιώνεται μόνο στή συμπάθεια μέχρι δακρύων πού ἔνιωθε γιά τίς ἀδυναμίες ἤ τά πάθη τῶν ἀνθρώπων πού ἐξομολογοῦσε ἀλλά καί στήν ὑλική βοήθεια πού προσέφερε σέ ὅποιον εἶχε ἀνάγκη.
Σεβόταν ὅμως καί ἀγαποῦσε καί ὅλα τά δημιουργήματα. Ὅσοι ἔζησαν ἀπό κοντά τόν Γέροντα Φιλάρετο ἀναφέρουν ὅτι προτιμοῦσε νά διανύει πεζός τήν τριῶν ὡρῶν ἀπόσταση ἀπό τήν Κωνσταμονίτου μέχρι τίς Καρυές, χωρίς νά καβαλικεύει τό μουλάρι πού ἔπαιρνε μαζί του. Ἡ ἀγάπη του γιά τήν ἄσκηση συνδυαζόταν μέ τή συμπάθειά του γιά τό ζωντανό.
Ἀπό τήν εἴσοδό του στό Ἅγιον Ὄρος, τό 1912 μέχρι τήν κοίμησή του, τό 1963, ὁ Γέρων Φιλάρετος δέν ἐγκατέλειψε ποτέ τή Μονή τῆς μετανοίας του, οὔτε τό Ἅγιον Ὄρος, μέ ἐξαίρεση μία σύντομη ἐπίσκεψη στή Θεσσαλονίκη γιά λόγους ὑγείας λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του. Καί ὅμως ἡ ἱερή μνήμη τοῦ Ἁγιορείτου ἀσκητῆ καί ἡγουμένου δέν ἐπιβίωσε ἁπλῶς ἀλλά μέ τά χρόνια αὐξήθηκε.
Ἡ καταξίωση τοῦ πατρός Φιλαρέτου στή συνείδηση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας προσλαμβάνει ἤδη τά παραδοσιακά χαρακτηριστικά μιᾶς συμπαγοῦς ἁγιολογικῆς τιμῆς. Ἕνα μικρό τεμάχιο τῆς ἁγίας κάρας τοῦ Γέροντα ἔχει τοποθετηθεῖ καί προσκυνεῖται στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου Φυτειᾶς, ἐκεῖ ὅπου βαπτίσθηκε. Ὁ πιστός λαός ἐπικαλεῖται τίς μεσιτεῖες τοῦ Γέροντος Φιλαρέτου καί ὑπάρχουν ἤδη παιδιά πού ἔχουν βαπτισθεῖ μέ τό μοναχικό του ὄνομα.
Μέ βάση αὐτό τό αἴσθημα πού κυριαρχεῖ στήν ἐπαρχία μας ἀλλά καί τίς πολυάριθμες μαρτυρίες γιά τήν ἁγία ζωή καί τά οὐράνια χαρίσματα τοῦ ὁσίου Γέροντος Φιλαρέτου ζητήσαμε τήν Ἁγιοκατάταξή του καί ἐλπίζουμε ὅτι σύντομα θά μποροῦμε νά ἑορτάσουμε τήν ἀναγραφή του στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας καί νά τιμήσουμε τή μνήμη του.