Tο ημερολόγιο έγραφε 20 Σεπτεμβρίου 1935, όταν στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα» δημοσιεύτηκε συνέντευξη του τεχνοκριτικού και εμπόρου έργων τέχνης, Στρατή Ελευθεριάδη – Teriade, η οποία έφερε τον τίτλο «Μια καλλιτεχνική ανακάλυψη. Ένας άγνωστος μεγάλος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ».
Το πρώτο βήμα είχε ήδη γίνει! Η πορεία προς τη δικαίωση του «παλαβού μπογιατζή» ή «σοφατζή με τη φουστανέλα», είχε πλέον ξεκινήσει!
Τα επόμενα χρόνια, άνθρωποι του πνεύματος, ο ένας μετά τον άλλο, αναγνώρισαν και εκθείασαν το έργο του μεγάλου λαϊκού ζωγράφου, συμβάλλοντας στο να αποκτήσει σταδιακά τη θέση που του άξιζε στη νεοελληνική τέχνη. Ενδεικτικά:
– Για τον δημοσιογράφο και λογοτέχνη, Τάκη Μπαρλά, ο Θεόφιλος ήταν ο «Παπαδιαμάντης της ζωγραφικής
– Κατά τον νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη «έδωσε έκφραση πλαστική στο αληθινό μας πρόσωπο»
– Ο επίσης βραβευμένος με Νόμπελ, Γιώργος Σεφέρης, τον συσχέτισε με τον Μακρυγιάννη, ως «μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του νέου ελληνισμού»
Δυστυχώς, όμως, από αυτήν την πορεία προς την αναγνώριση και τη δικαίωση, ο ίδιος ο Θεόφιλος απουσίαζε. Ήταν παραμονή του Ευαγγελισμού, το έτος 1934, όταν, σχεδόν άγνωστος στο ευρύ κοινό κι έχοντας ζήσει μια ζωή γεμάτη φτώχεια και απαξίωση, πέθανε από τροφική δηλητηρίαση ή, όπως θέλει άλλη εκδοχή, από καρδιακή ανακοπή.
Ποιος ήταν, όμως, ο Θεόφιλος;
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ή Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα – ή απλά Θεόφιλος, όπως έμεινε γνωστός – γεννήθηκε στη Βαρεία της Λέσβου, μεταξύ του 1867 και του 1870. Ήταν το πρώτο από τα οχτώ παιδιά μιας φτωχής οικογένειας. Σε νεαρή ηλικία επέδειξε μέτριες σχολικές επιδόσεις, αλλά και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική. Τις βασικές γνώσεις στη ζωγραφική φέρεται να τις απέκτησε δίπλα στον παππού του.
Η ζωή του ήταν πολύ δύσκολη εξαιτίας του ότι ο κόσμος τον χλεύαζε, επειδή κυκλοφορούσε φορώντας την παραδοσιακή φουστανέλα. Σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ ετών εγκατέλειψε το οικογενειακό του περιβάλλον και εργάστηκε ως θυροφύλακας στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης.
Μετά από μερικά χρόνια, περίπου το 1897, εγκαταστάθηκε στη Μαγνησία, όπου έζησε περί τα 30 χρόνια και άφησε πλήθος σημαντικών έργων του. Αντλούσε τα θέματά του, κυρίως, από την αρχαία Ελλάδα, από την Επανάσταση του 1821, αλλά και από τη λαογραφία. Ζωγράφιζε σε καφενεία, σε ταβέρνες, σε χάνια, καθώς και σε πολλά σπίτια, ελαιοτριβεία, φούρνους, μύλους κ.α. Στον Βόλο ζωγράφισε και πλήθος επιγραφών στα προσφυγικά των εκδιωχθέντων από την Μικρά Ασία, ενώ στο χωριό Μηλιές φιλοτέχνησε την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας.
Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Πήλιο, όπου προστάτης του στάθηκε ο κτηματίας Γιάννης Κοντός. Για λογαριασμό του, ο Θεόφιλος πραγματοποίησε αρκετά έργα, ενώ σήμερα η οικία Κοντού αποτελεί το Μουσείο Θεόφιλου.
Το 1927 ο Θεόφιλος επέστρεψε στη Μυτιλήνη – με αφορμή, όπως εικάζεται, ένα επεισόδιο που συνέβη σε καφενείο του Βόλου, όταν κάποιος, για να διασκεδάσει τους παρευρισκόμενους, τον έριξε από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε. Στη Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνέχισε να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως, για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί.
Εκεί, όμως, ο Θεόφιλος γνωρίστηκε με τον Στρατή Ελευθεριάδη – Teriade, ο οποίος αρχικά συνέβαλε στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του και, στη συνέχεια, πρωτοστάτησε στην αναγνώριση του έργου του – η οποία επήλθε, δυστυχώς, μετά το θάνατό του.
Ημερομηνίες – «σταθμοί» στην πορεία προς τη δικαίωση του Θεόφιλου
– 1936: Ο Teriade οργανώνει έκθεση έργων του στο Παρίσι.
– 1947: Έκθεση έργων του φιλοξενείται στο Βρετανικό Συμβούλιο Αθηνών.
– 1961: Έκθεση έργων του φιλοξενείται στο Μουσείο του Λούβρου.
Ο Οδυσσέας Ελύτης είχε γράψει σχετικά: «Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι και, καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, τη μεγάλη αφίσα της Έκθεσης του Θεόφιλου, που είχε ανοίξει ακριβώς εκείνη την εβδομάδα στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε, λοιπόν, ναι. Υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον κόσμο».
– 1964: Έκθεση έργων του φιλοξενείται στο σαλόνι του μεγαλοαστού Αθηναίου ψυχίατρου, Άγγελου Κατακουζηνού, και της συζύγου του, Λητώς (σήμερα εκεί στεγάζεται το Ίδρυμα Κατακουζηνού).
«Που οδηγούμεθα; Ένας Κατακουζηνός να εκθέτει σπίτι του έναν κομμουνιστή μπογιατζή. Να τον επαινεί ο Σεφέρης και να κόπτεται υπέρ αυτού ένας Χατζηκυριάκος Γκίκας! Που οδηγούμεθα ύψιστε Θεέ;». Κάπως έτσι υποδεχόταν την έκθεση η εφημερίδα «Αθηναϊκή». Ο δεξιός τύπος της μετεμφυλιακής εποχής απαξίωνε ως το μεδούλι τον «παλαβό μπογιατζή», εκπρόσωπο μιας τέχνης που έμοιαζε να πήγαζε από τα κεντήματα της Κρήτης ή τα ξωκλήσια της Μάνης υπονομεύοντας την «καθαρότητα» του Ελληνισμού, ενώ ο αριστερός απορούσε πως ένα παιδί του λαού μπορούσε να βρει στέγη σ’ ένα τέτοιο σαλόνι.
– 1965: Εγκαινιάζεται το Μουσείο Θεοφίλου στη Βαρειά Λέσβου, το οποίο ανεγέρθηκε με έξοδα του Teriade.
Τη διαμόρφωση του μουσείου αναλαμβάνει ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος έγραψε για το έργο του Θεόφιλου: «…Τη δουλειά του Θεόφιλου μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, που ξεχωρίζουν αρκετά μεταξύ τους. Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας. Όπως είπαμε και στην αρχή, τα έργα τα καμωμένα στη Θεσσαλία, αν εξαιρέσουμε τα πετυχημένα κι αριστουργηματικά του, είναι τις περισσότερες φορές σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο, που σπάνια φτάνει σ’ αποτέλεσμα, ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις -έχω υπ’ όψη μου μερικά θαυμάσια έργα- έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό. Η εποχή της επανόδου του στη Μυτιλήνη αποτελεί τη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του. ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας, που υπάρχει στα έργα του Βόλου, εξαφανίζεται εδώ για να δώσει τη θέση του σε μια χρωματική ευφορία, με πλήθος σπάνιους τόνους, λεπτότατους μα και συγχρόνως γεμάτους ευδαιμονία. Τα έργα αυτά επιζητούν λιγότερο το σχέδιο, μα ίσως στο βάθος να είναι πιο σχεδιασμένα. Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστασιακή αυτοσυγκέντρωση. Έχουν μιαν απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου. Εκεί γύρω στην εποχή που θα συναντήσει τον Τeriade, ίσως όμως και λίγα χρόνια πριν, η ζωγραφική του αλλάζει. Αυτή είναι η τρίτη περίοδός του. Εδώ τα εντυπωσιακά και πολύτιμα χρώματα αρχίζουν να υποχωρούν κάπως, για να δώσουν τη θέση τους σε χρώματα πιο σωστά, πιο ζωγραφικά. Ό,τι ήθελε να κάνει στον Βόλο με το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο, το καταφέρνει τώρα με τα δικά του μέσα: με το χρώμα…».
– 1976: Το Υπουργείο Πολιτισμού προχώρησε σε χαρακτηρισμό των έργων του Θεόφιλου «οπουδήποτε και εάν ευρίσκονται» ως έργα «χρήζοντα ειδικής κρατικής προστασίας».
– 2016: Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων χαρακτήρισε ως «κινητά μνημεία» 37 έργα του Θεόφιλου, τα οποία είχε φιλοτεχνήσει από το 1927 έως το 1933, για τον Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade.