Τό τελευταῖο χρονικό διάστημα προβληματιστήκαμε ἰδιαίτερα ὡς Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί γιά τά ἐκθέματα, πού περιλήφθηκαν στήν Ἐθνική μας Πινακοθήκη- Μουσεῖο Ἀλέξανδρου Σούτσου.
Πρόκειται γιά «ἕνα θεματικό ἀφιέρωμα στήν ἑλληνική τέχνη μέ τίτλο ‟Ἡ Σαγήνη τοῦ Ἀλλόκοτου”», τό ὁποῖο περιλαμβάνει ἔργα δέκα καλλιτεχνῶν, πού, σύμφωνα μέ σχετική παρουσίαση τῆς Ἔκθεσης, «πραγματεύονται τή σχέση τοῦ εὔμορφου μέ τό δύσμορφο, τοῦ ἀνθρωπόμορφου μέ τό ζωόμορφο». Καί τά χαρακτηριστικά «διακρίνονται ἀπό τήν ἀληθοφάνεια τοῦ τερατώδους, τήν πειστικότητα τοῦ παραλόγου, τήν ἕλξη τοῦ ἀποτρόπαιου». Διαβάζοντας τίς παραπάνω γραμμές, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι πρόκειται γιά «ἄρρητα ρήματα».
Τί εἶναι καταρχήν ἡ Ἐθνική Πινακοθήκη-Μουσεῖο Ἀλέξανδρου Σούτσου; Στή Βικιπαίδεια διαβάζουμε ὅτι δημιουργήθηκε μέ βάση τή διαθήκη τοῦ νομικοῦ καί φιλότεχνου Ἀλεξάνδρου Σούτσου (1839-1895), πού κληροδότησε τήν κινητή καί ἀκίνητη περιουσία του, ὅπως συλλογή ἔργων τέχνης καί νομισμάτων του, στό κράτος, μέ σκοπό τή δημιουργία ἑνός «Μουσείου Καλῶν Τεχνῶν».
Ἀποτελεῖ τή μεγαλύτερη καί σημαντικότερη συλλογή νεοελληνικῆς τέχνης, μέ συγκεντρωμένα περισσότερα ἀπό 15.000 ἔργα ἀπό τά μεταβυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα. Σύμφωνα μέ τήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τῆς Ἐθνικῆς Πινακοθήκης, θεσμικός ρόλος τοῦ Ἱδρύματος «εἶναι ἡ συλλογή, διαφύλαξη, συντήρηση, μελέτη καί ἔκθεση ἔργων τέχνης, μέ σκοπό τήν αἰσθητική καλλιέργεια τοῦ κοινοῦ, τή διά βίου ἐκπαίδευση μέσα ἀπό τήν τέχνη καί τήν ψυχαγωγία πού αὐτή προσφέρει, ἀλλά καί τήν αὐτογνωσία τῶν Ἑλλήνων μέ τή βοήθεια τῆς ἰστορίας τῆς τέχνης, ἡ ὁποία ἐκφράζει σέ συμβολικό ἐπίπεδο τόν ἐθνικό βίο».
Τί σχέση μπορεῖ να ἔχει «ἡ σαγήνη τοῦ ἀλλόκοτου» μέ τήν Ἐθνική Πινακοθήκη καί τούς σκοπούς, πού πρεσβεύει ὡς δημόσιο Ἵδρυμα; Διαβάζουμε σέ ἄρθρο τοῦ φωτισμένου καί πολυγραφότατου ἱεράρχου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου:
«Αὐτό πού προκάλεσε εἶναι ἡ εἰσαγωγή αὐτή τοῦ ‟ἀλλόκοτου”, ‟τοῦ ἀνθρωπόμορφου μέ τό ζωόμορφο” σέ ἔργα τῆς βυζαντινῆς τέχνης καί στή ζωή τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄς ἀφήσουμε τούς Ἁγίους ἔξω ἀπό τήν κίνηση ‟τοῦ ἀλλόκοτου” καί ἄς μή συγχέουμε τό πρόσωπό τους μέ τό τερατῶδες, τό ζωόμορφο καί τό παράλογο. Οἱ Ἅγιοι μεταμόρφωσαν τό ‟ζωόμορφο” καί τό ἔκαναν ‟θεόμορφο”, εἶναι θεούμενοι. Τί σχέση ἔχουν οἱ Ἅγιοι μέ τό ζωῶδες, τό ἐμπαθές, τό παράλογο, τό ἀποτρόπαιο, πού παρατηρεῖται στούς ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους; Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τούς παρουσιάζει ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία, δέν ἐκφράζουν τό ‟ἀλλόκοτο”, ἀλλά τόν ἄνθρωπο, πού μεταμορφώθηκε ἀπό τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ, καί ἀποτελοῦν τήν ‟καινή κτίση”».
Ἐπισημαίνει μάλιστα στόν εὔστοχο λόγο του: «Πρότυπο ὅλων τῶν Χριστιανῶν, καί εἰδικότερα τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, εἶναι ὁ Χριστός καί οἱ φίλοι Του, πού εἶναι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ εἰκόνες Του στή γῆ, ἡ φανέρωσή Του, καί δείχνουν τόν ‟καινό κόσμο”. Ἔτσι, δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε νά μεταφέρεται ‟τό ἀλλόκοτο” στή ζωή τῶν Ἁγίων…».
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΦΙΛΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ