Στόν Ἁγιασμό

Διήγημα

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ

 

— Καλά, ἐσύ ἔχεις σκοπό νά πᾶς στόν ἁγιασμό; εἶπε συγχυσμένη ἡ κυρα-Ἑλένη, βλέποντας τόν γιό της ξαπλωμένο στόν καναπέ μέ τό κινητό σχεδόν κολλημένο στό πρόσωπό του.

— Φυσικά καί θά πάω. Τί; Τζάμπα ἀπουσίες νά πάρω; Θέλω νά τίς κρατήσω γιά καλύτερες ὧρες.

Ἡ κυρα-Ἑλένη προσπάθησε νά κρατήσει τήν ψυχραιμία της, πρᾶγμα πού στάθηκε ἀδύνατο ὅταν τά μάτια της ἔπεσαν πάνω στό σκισμένο, ἀπό πάνω μέχρι κάτω, παντελόνι τοῦ γιοῦ της.

— Δέν πιστεύω νά πᾶς μέ αὐτό στόν Ἁγιασμό.

— Γιατί, ἀλλιῶς τί θά κάνεις; ἀπάντησε εἰρωνικά αὐτός, σηκώνοντας γιά πρώτη φορά τό βλέμμα του ἀπό τό κινητό.

— Κάνε ὅ,τι θέλεις, εἶπε ἐκείνη, βλέποντας πώς ἡ συζήτηση εἶχε ξεφύγει. Κατευθύνθηκε μέ γρήγορο βῆμα πρός τήν κουζίνα, ὅπου μέ νευρικότητα ἄρχισε νά συγκεντρώνει τά ὑλικά γιά τό μεσημεριανό φαγητό, προσπαθώντας ταυτόχρονα νά κρατήσει τά δάκρυά της.

— Τί ἔχει πάθει αὐτό τό παιδί; Γιατί συμπεριφέρεται ἔτσι; Αὐτά τοῦ μάθαμε; Ἦταν οἱ σκέψεις πού τριγύριζαν ἀδιάκοπα στό μυαλό της.

Ἀπό πέρυσι, στήν Β΄ Λυκείου, ἡ συμπεριφορά τοῦ Γιώργου εἶχε ἀλλάξει πολύ. Γιά ὅλα ἔβρισκε ἕνα λόγο νά ἀντιδράσει, νά ξεκινήσει ἐπανάσταση. Οἱ βαθμοί του εἶχαν πέσει κατακόρυφα, τά σχόλια τῶν καθηγητῶν δέν ἦταν καί τά καλύτερα. Στό σπίτι δέν ἔλεγε πολλά. Μέ τό πού ἐπέστρεφε, κλεινόταν στό δωμάτιό του καί ἔβγαινε ἴσα-ἴσα γιά φαγητό. Οἱ γονεῖς του πίστευαν ὅτι ἔμπλεξε μέ ἄσχημες παρέες. Ἦταν καί ἡ ἐφηβεία… Ὅσες φορές προσπάθησαν νά μιλήσουν μαζί του, νά καταλάβουν τί τόν ἀπασχολεῖ, δέν κατάφεραν νά βγάλουν καί πολλά.

***

Ὁ Γιῶργος στάθηκε γιά λίγα λεπτά ἔξω ἀπό τήν μεγάλη καγκελόπορτα τοῦ σχολείου, ἡ ὁποία ὑποδεχόταν πλῆθος μαθητῶν γιά τήν νέα σχολική χρονιά. Μέ πόσο ἐνθουσιασμό τήν περνοῦσε ἄλλες χρονιές… Τότε τά πράγματα ἦταν ἀλλιῶς. Τώρα ἡ ἀντίδραση, ἡ ἐπανάσταση, τοῦ εἶχε πάρει τά μυαλά. Καί δέν τοῦ ἄφησε ὄρεξη οὔτε γιά διάβασμα οὔτε γιά ἐπικοινωνία μέ τούς γονεῖς του, πού τόν ὑπεραγαποῦσαν. Σίγουρα, δέν ἦταν εὐχαριστημένος μ’ αὐτή τήν κατάσταση. Οὔτε ὅμως ἤθελε καί νά κάνει πίσω.

Τό χτύπημα τοῦ κουδουνιοῦ τόν ἔβγαλε ἀπό τίς σκέψεις του. Οἱ μαθητές ἄρχισαν νά μαζεύονται μπροστά ἀπό τίς μεγάλες σκάλες, ἐνῶ ὁ ἴδιος βρῆκε ἕνα πεζούλι πιό μακριά, ἔτσι πού νά ἔχει τήν πλάτη προκλητικά γυρισμένη πρός τόν χῶρο τοῦ Ἁγιασμοῦ.

Ὁ ἱερέας μέ κατάνυξη ἄρχισε τήν Ἀκολουθία. Ἔψελνε τόσο ὡραῖα καί γλυκά, πού νόμιζες πώς σταμάτησαν καί τά πουλιά στά δέντρα, γιά νά τόν ἀκούσουν! Στό τέλος, τόν λόγο πῆρε ὁ Διευθυντής, πού παρατηροῦσε τόση ὥρα τόν «ἐπαναστάτη χωρίς αἰτία»:

— Καλῶς ἤρθατε, παιδιά! Μιά νέα σχολική χρονιά ἀρχίζει, ἕνας νέος ἀγώνας. Ἀγώνας γνώσεων, ἀλλά καί διάπλασης τοῦ χαρακτήρα. Σίγουρα ἀκοῦτε καθημερινά τά πολλά προβλήματα πού κατακλύζουν τήν κοινωνία μας. Κι ἐσεῖς, καθώς εἶστε σέ μιά κρίσιμη ἡλικία, ἡλικία ἐπανάστασης, θέλετε νά ἀκουστεῖ ἡ κραυγή σας, γιά νά ἀλλάξει τήν κοινωνία μας! Ξέρετε, παιδιά, ἡ ἐπανάσταση δέν εἶναι κάτι κακό, ἀρκεῖ νά ἐλέγχετε τόν σκοπό καί τό περιεχόμενό της. Λοιπόν, τολμῆστε νά ἐπαναστατήσετε! Τολμῆστε νά ἀντιδράσετε! Ἀλλά οὐσιαστικά. Κάντε μιά ἐπανάσταση πού… θά πιάσει τόπο. Γυρίστε τήν πλάτη στά κούφια συνθήματα. Γυρίστε τήν πλάτη στήν κίβδηλη ἐπανάσταση πού σᾶς πλασάρουν. Ἡ ἀντίδραση γιά τήν ἀντίδραση εἶναι συνθηκολόγηση. Ἀλλάξτε τόν κόσμο πού σᾶς ἀφήσαμε, μεταμορφῶστε τον. Δῶστε νόημα στήν ζωή σας καί στήν… δική μας. Παιδιά, χρειαζόμαστε τήν ἐπανάστασή σας. Ἀλλά νά τήν κάνετε γιά νά διορθώσετε τήν κοινωνία, ὄχι νά τήν ἰσοπεδώσετε. Προχωρῆστε ἀποφασιστικά στήν δική σας, τήν ὄμορφη ἐπανάσταση τῆς νιότης. Ἡ γνώση δέν εἶναι περιττή γι’ αὐτό…

Ὁ Γιῶργος εἶχε ἀπό ὥρα γυρίσει πρός τό μεγάλο κτίριο τοῦ Λυκείου, γιά νά ἀκούει καλύτερα. Ἔνιωσε τό πατρικό βλέμμα τοῦ Διευθυντῆ πάνω του. Κάθε ἀντίσταση νικήθηκε… Θυμήθηκε τό ὄνειρο, τό μεγάλο παιδικό του ὄνειρο νά γίνει γιατρός, νά βοηθήσει τόν κόσμο στά ἀπομακρισμένα χωριά τῆς ἐπαρχίας του. Θυμήθηκε πώς, ὅταν ἦταν μικρός, φοροῦσε τό ἄσπρο πουκάμισο τοῦ πατέρα του, πού τότε τοῦ ἦταν μέχρι τόν ἀστράγαλο, καί τρέχοντας σέ ὅλο τό σπίτι ἔλεγε πώς θά κάνει καλά ὅλο τόν κόσμο. Δάκρυσε. Πῶς ἦρθαν ὅλα ἄνω κάτω…  Κοίταξε ψηλά, λές καί ζητοῦσε οὐράνια δύναμη. Σκέψεις, ὄνειρα καί δάκρυα, ὅλα ἀνακατεμένα…

«Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν…», ἡ μελωδική φωνή τοῦ ἱερέα τόν γύρισε στήν πραγματικότητα. Ὥσπου νά ἁγιαστοῦν ὅλοι οἱ μαθητές, ὁ Γιῶργος εἶχε πάρει τήν μεγαλύτερη ἀπόφαση τῆς φετινῆς χρονιᾶς. Νά περάσει καί αὐτός μπροστά ἀπό τόν ἱερέα, γιά νά δεχθεῖ στό μέτωπο τήν εὐλογία τοῦ Ἁγιασμοῦ. Ἄλλωστε, χρειαζόταν τόσο πολύ τήν θεία φώτιση, γιά νά ξεκαθαρίσει τίς ἀπόψεις καί τούς στόχους του. Ναί, μποροῦσε φέτος νά κάνει μιά νέα ἀρχή. Κι ὁ Θεός βοηθός!

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....